Ελλαδα

Τον Άλκη δεν τον άκουσε κανείς

Δεκαεπτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της πρώτης ημέρας του Φεβρουαρίου, περιοχή Χαριλάου, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης

Zastro
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Άλκης Καμπανός - Ένας χρόνος από τη δολοφονία του: Η βία και η εγκληματικότητα στο ποδόσφαιρο και στην Ελλάδα, η αντίδραση της πολιτείας, το έργο της δικαιοσύνης

Δεκαεπτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της πρώτης ημέρας του Φεβρουαρίου, περιοχή Χαριλάου, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης. Μια παρέα φίλων κάθεται στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας στην οδό Γαζή. Συζητούν, γελάνε, παίζουν με τα κινητά τους, κάνουν ό,τι κάθε παιδί της ηλικίας τους.

Τρία αυτοκίνητα ακινητοποιούνται στη μέση του δρόμου και ομάδα νεαρών προσεγγίζει την ανυποψίαστη παρέα. Μια στιχομυθία λίγων δευτερολέπτων, μετά άναρθρες κραυγές, ποδοβολητά, ζόφος. Οι πέντε φίλοι προσπάθησαν να τρέξουν για να ξεφύγουν. Τα κατάφεραν μόνον οι δύο και ένας τρίτος κατόρθωσε να ξεφύγει αφού προηγουμένως μαχαιρώθηκε.

Στο σημείο απέμειναν δύο παιδιά. Αβοήθητα στο τσιμέντο, από πάνω τους τέσσερα, πέντε, έξι, οκτώ, δέκα άτομα να χτυπούν με ξύλα, λοστούς, μεταλλικούς σωλήνες, γκλοπ, μαχαίρι τύπου Karambit και το μοιραίο δρεπάνι. «Οι μαχαιριές στα πόδια» όπως είναι η εντολή στα οπαδικά στέκια. «Για να μη γίνει ζημιά και τρέχουμε».

«Τους είδα στο τέλος πάνω από τον Άλκη. Τον άκουσα να φωνάζει βοήθεια. Ήταν πεσμένος δίπλα στα σκαλοπάτια. Εγώ ήμουν όρθιος πάνω στα σκαλιά. Πήγα να δω πού ήταν ο Άλκης και τον είδα κάτω και από πάνω του πολλά άτομα, να τον χτυπούν. Περισσότερα από 10 άτομα. Είδα ότι τον χτυπούσαν με ξύλα.

»Προσπαθούσα να καλυφθώ και μετά πήγα να πέσω πάνω του, να σώσω κάτι, αλλά με κράτησαν και με χτυπούσαν. Δεν κατάφερα να κατέβω κάτω. Ένας γύρισε και με χτύπησε στο κεφάλι με ένα ξύλο. Προσπάθησα να μην λιποθυμήσω, γιατί θα με σκότωναν. Μετά ξεκίνησαν να φεύγουν. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με χτυπούν στο κεφάλι. Θόλωσα. Τους είδα να φεύγουν τρέχοντας. Μετά κατέβηκα, σήκωσα τον Άλκη. Σηκώθηκε, έκανε 2-3 βήματα και κάθισε στο παρτέρι. Προσπαθούσα να τον ξυπνήσω.

»Δεν βγήκε λέξη από κανέναν. Ήταν όλοι ψυχροί σαν δολοφόνοι, ήρθαν να σκοτώσουν και κανένας δεν έβγαζε λέξεις. Ήρθαν να κάνουν αυτό που έκαναν αθόρυβα και να φύγουν. Ήρθαν με δρεπάνια, ξύλα και μαχαίρια, ήρθαν για να σκοτώσουν. Δεν υπήρξε κανένας καβγάς».

Ο Άλκης Καμπανός ήταν 19 χρονών παιδί, πρωτοετής φοιτητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου. Μιλούσε με τους φίλους του στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας. Σκηνή πολύ οικεία για την ελληνική κοινωνία που αγαπά ακόμα τη γειτονιά και τις μυρωδιές της. Τους ρώτησαν «τι ομάδα είναι». Η πιο παιδική, η πιο αγνή ερώτηση κάποτε, ο τρόπος για να γνωριστούν δύο αγόρια στην παιδική χαρά, στην πλατεία, στο σχολείο, μια ερώτηση επί της οποίας χτίζονταν φιλίες, αναμνήσεις, δεσμοί ζωής. Στον Άλκη αυτή η ερώτηση κόστισε τη ζωή του.

Δεν ήταν «ραντεβού» αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Δεν ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών όπως έχει γίνει πολλάκις στο παρελθόν και εξακολουθεί να συμβαίνει. Η ελληνική κοινωνία τρόπον τινά έχει μάθει να πορεύεται με αυτά τα φαινόμενα, αυτές τις ειδήσεις αναγκάστηκε να τις καταναλώνει. Γίνονται πρώτο θέμα στα δελτία, καταδικάζουμε σύσσωμοι, περνά ο καιρός, το σοκ ξεθυμαίνει, οι ευθύνες επιμερίζονται και στο τέλος δεν ευθύνεται κανένας. Είναι πάγια τακτική, σχεδόν την έχει αποδεχθεί ο κάθε σώφρων και νοήμων άνθρωπος που έχει απομείνει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο και τα παράγωγά του στη χώρα.

Όμως, μισό λεπτό. Εδώ δεν ήταν εξοστρακισμός της φωτοβολίδας όπως εκείνη την αποφράδα ημέρα του Οκτωβρίου του 1986, όταν ο καθηγητής μαθηματικών στη ΣΕΛΕΤΕ, Χαράλαμπος Μπλιώνας, βρέθηκε στο λάθος σημείο στη λάθος στιγμή. Δεν ήταν μαφιόζικο ξεκαθάρισμα όπως το ραντεβού της Λαυρίου όπου κινητοποιήθηκαν οι «καλύτεροι» για να αποδείξουν ποιος κάνει κουμάντο, ποιος έχει την υπεροχή στη βία.

Ο Άλκης δεν είναι μόνο θύμα της συμμορίας που συντονισμένα του επιτέθηκε και του αφαίρεσε τη ζωή, είναι και θύμα της υποκρισίας και της βαθύτατης κρίσης αξιών της ελληνικής κοινωνίας του meta

Δεν συγκρίνεται ο Άλκης Καμπανός με το Μιχάλη Φιλόπουλο, είναι λάθος να αντιπαραβάλλονται οι δυο δολοφονίες. Ο Άλκης δεν είχε την παραμικρή σχέση με συνδέσμους οπαδών, ξεκαθαρίσματα και εισαγόμενους δολοφόνους από τα Βαλκάνια και το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ο Άλκης δεν είναι μόνο θύμα της συμμορίας που συντονισμένα του επιτέθηκε και του αφαίρεσε τη ζωή, είναι και θύμα της υποκρισίας και της βαθύτατης κρίσης αξιών της ελληνικής κοινωνίας του meta.

Άνθρωποι που συγκεντρώνονται έξω από το σπίτι της κατηγορούμενης Μήδειας στην Πάτρα και υψώνουν τα κινητά για να απαθανατίσουν το σύνθημα στο κλειστό παντζούρι. Για να το ποστάρουν στα social, να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους με νερωνικό τρόπο και να πάρουν like επιδοκιμασίας.

Τα ίδια likes στο δικό τους παρανοϊκό κουκούλι αναζητούν και οι δολοφόνοι του Άλκη. Με τέτοιον τρόπο δίνονται τα διαπιστευτήρια, ανέρχεται ο «οπαδός» στην ιεραρχία, «μετράει», για να το γράψουμε στη γλώσσα τους. Όλα τους παιδιά της διπλανής πόρτας, με ευμετάβλητο χαρακτήρα και εύθραυστη ψυχολογία, με παντελή άγνοια του αγαθού της ζωής. Χαμένα παιδιά, «αριθμοί», ικανοί να διαπρέψουν μόνο στις εσωτερικές κυψέλες της εγκληματικής τους νιρβάνας.

Και στο Δικαστήριο άπαντες με τα βλέμματα κατεβασμένα, φαινομενικά μετανιωμένοι, κρυμμένοι πίσω από συγκεχυμένες καταθέσεις, απεμπόληση ευθυνών, δικηγορικές φανφάρες και νομικά τρικ. Τα κενά, οι ελλείψεις και οι μη επικαιροποιήσεις του Συντάγματος, της Βουλής, των Δικαστηρίων, όλων των εξουσιών, δημιουργούν αυτή την αίσθηση εξευμενισμού του αδικαιολόγητου.

Καταλύεται το ισορροπιστικό σύστημα που βασίζεται στη λογική του βάρους με το αντίβαρο, στην ουσία μαζί με τους κατηγορούμενους, στο εδώλιο κάθονται οι κρατικές και οι κοινωνικές δομές της συντεταγμένης πολιτείας που έχουμε μάθει ότι πάντοτε φταίει. Έτσι συμβαίνει συνήθως όταν ένα θέμα «ανοίγει». Στην Ελλάδα η πλουραλιστική δομή της δημοκρατίας με αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία έχει πάψει να είναι αποδεκτή.

Θεσμικές σταθερές όπως το Δικαστικό Σώμα ή το Κοινοβούλιο θεωρούνται κοινωνικά ανάλγητες, ελευθερία και κριτική στα Μέσα Ενημέρωσης δεν υπάρχει, όλα ελέγχονται και όλα πιλοτάρονται από την αόρατη εξουσία, με αποτέλεσμα ακόμη και η πραγματικότητα να αμφισβητείται. Τα πάντα καλύπτονται από ένα απέραντο πέπλο συνωμοσίας, υποκρισίας και κριτικής εκ του ασφαλούς.

Η Θεσσαλονίκη όπου συνέβη το μοιραίο, η Βόρεια Ελλάδα γενικότερα, την τελευταία δεκαετία έχει μετατραπεί σε terra incognita. Έχει υποστεί μια πολιτιστική και πολιτισμική μετάλλαξη, αλλά παραμένει επίπλαστα πουριτανική και βαθύτατα κρυψίνους. Η πόλη προτιμά να στρέφει αλλού το βλέμμα της σε τέτοιες συμπεριφορές, διακατέχεται ακόμη και σήμερα από ένα πέπλο συντηρητισμού που παραπέμπει σε παλαιότερων εποχών κοινωνικές δομές και αντιλήψεις, η εικόνα και η άποψη «του κόσμου» μετρά περισσότερο ακόμη κι από την ίδια την αλήθεια.

Στα ενδότερά της μόνο ανακαλύπτεται μια τρομερή επίδειξη εχθρότητας προς κάθε τι ξένο και ανοίκειο, η οποία με τα χρόνια έγινε ολοένα και πιο επιθετική. Ο «οπαδός» δεν είναι δύσκολο να αναγνωριστεί παρά τη σκόνη καθωσπρεπισμού της πόλης. Οι άνθρωποι αυτοί γίνονται άμεσα αντιληπτοί. Κινούνται σε συγκεκριμένους χώρους, κάνουν συγκεκριμένες δουλειές, βγαίνουν στα ίδια στέκια. Τους γνωρίζεις από τα λεκτικά μέσα που χρησιμοποιούν, τις χειρονομίες, το ντύσιμο, την ολοένα και πιο επιθετική συμπεριφορά. Φτωχή συναισθηματικά, ασήμαντη, αυταρχική, συχνά «καταγγελτική».

Όποιος δεν ανήκει στη δική τους σέχτα, μετατρέπεται αυτόματα σε εχθρό. Και η πραγματικότητα στη meta εποχή δείχνει, ότι όσο περισσότεροι οι εχθροί, όσο περισσότερες οι ύβρεις, οι επιθέσεις, οι απειλές, τόσο μεγαλύτερο γίνεται και το παραλήρημα των κυψελών «μικροεξουσίας». Μέχρι πρότινος κεντρικός ισχυρισμός ήταν πως η μάζα κατευθύνεται και πιλοτάρεται, τώρα η μάζα δρα ανεξέλεγκτα και απέκτησε βαθμίδες.

Πολύ άβολο για οποιονδήποτε να θέτει εαυτόν απέναντι στη μάζα, να προσπαθεί να αρθρώσει ψήγματα λογικής, όταν απέναντι είναι οι κραυγές και η βία. Είναι προτιμότερα τα ευχολόγια, τα αφηγήματα, οι δικαιολογίες, ο αποπροσανατολισμός και τα παραμύθια. Άλλωστε στην Ελλάδα άπαντες έχουν μόνο δικαιώματα, κανένας υποχρεώσεις.

Η παραβατικότητα είναι κεκτημένο δικαίωμα, έχει επικρατήσει η αρρωστημένη πεποίθηση πως η παρανομία υπερισχύει, επειδή ισχύει ένας άτυπος νόμος της ζούγκλας, μια αόρατη Θέμις που πάντοτε θα κλίνει προς στον ισχυρό. Διότι κάθε φορά απέναντι στην παραβατικότητα θα αντιταχθεί κάποιο αντίβαρο. Και συνήθως αυτό το αντίβαρο το αγκαλιάζουν και θεσμικοί παρίες. Επειδή εξυπηρετεί.

Το όζον και χαλκευμένο περιβάλλον έχει φέρει στον αφρό μια κοινωνία βίας, ανέχειας, ψέματος, αναξιοκρατίας που έμαθε να επιβάλλεται και να επιπλέει. Που ηδονίζεται να αναδεικνύει την ανομία, να επιδοκιμάζει και να επικροτεί τον παραβατικό όταν εξυπηρετεί ίδια συμφέροντα ή μια προσωπική θεώρηση και να καταδικάζει όταν οι όροι αντιστρέφονται.

Όλοι γνωρίζουμε. Αυτό είναι το πρόβλημα. Όλοι είμαστε μέλη αυτής της άτυπης συνθηκολόγησης με φαινόμενα, τα όποια έγιναν δεύτερη φύση και παραδεχόμαστε ότι «επικρατούν». Μόνο που πλέον έχουμε υπερβεί τα όρια και εν προκειμένω έχουμε χάσει το μέτρο. «Δεν πήγαινε γυρεύοντας» ο Άλκης, όπως έχει ειπωθεί στο παρελθόν σε ανάλογες βάρβαρες περιπτώσεις. Δεν περπατούσε καν πέριξ του γηπέδου πριν ή μετά από ένα παιχνίδι της ομάδας του.

Δεν υπήρχαν δυνάμεις των ΜΑΤ για να προκαλέσουν ή να «εξαγριώσουν» τους οπαδούς. Δεν προϋπήρξε συμπλοκή, δεν «έτρεξε» κανείς κανέναν, δεν υπήρχαν «λάφυρα» προς επίδειξη. Δεν υπάρχει κανένας κοινωνικοπολιτικός μανδύας εκτόνωσης από την «κρίση», τα «μνημόνια», την «πανδημία», την εθνική «προδοσία». Αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Η επίθεση σε αυτό το παιδί είναι αποτέλεσμα της νοοτροπίας, του τρόπου που μεγαλώνουν τα παιδιά μας, της αίσθησης που έχουμε κληροδοτήσει ως σχεδόν ευνομούμενη κοινωνία από τη Μεταπολίτευση κι έπειτα.

Το ποδόσφαιρο και το περιβάλλον του σε όλη αυτή τη διαδρομή ήταν πολύ βολικό. Έχασε βαθμηδόν την αξιοπιστία του, προσφέρθηκε να διαδραματίσει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου. Δεν υπήρχαν οι δομές προστασίας του, εξακολουθεί να μην υπάρχει πεδίο εφαρμογής κανονισμών, νόμων, ευέλικτο πλάνο αντιμετώπισης των παραβατικών ατόμων και συμπεριφορών.

Τα γήπεδα έγιναν θεσμοποιημένοι χώροι εκτόνωσης και ανοχής της παρέκκλισης, αποτέλεσαν και αποτελούν πόλους έλξης ατόμων με παραβατικές συμπεριφορές, μετατράπηκαν σε χώρους που υπό περιστάσεις συμβάλλουν στην παραγωγή προτύπων βίας, επιθετικής συμπεριφοράς και υποκουλτούρας. Πλέον έχουμε φύγει από τα γήπεδα.

Κάνουμε λόγο ανοιχτά για ιδιωτικούς στρατούς, για ομάδες κρούσης που οργανώνονται σε πανεθνικά παρακλάδια Συνδέσμων και άτυπα δίκτυα με εγκληματίες που έρχονται οπλισμένοι και αποφασισμένοι ακόμα και για το χειρότερο. Η κατάσταση θυμίζει όλο και περισσότερο αντάρτικο πόλεων, μια μορφή βίας τόσο εκτεταμένη στον χώρο και τον χρόνο, ώστε είναι πλέον πολύ δύσκολο να τεθεί υπό έλεγχο.

Η πολιτεία σαστισμένη αυστηροποιεί τις ποινές, συστήνει νέες Επιτροπές και καταλήγει ξανά στα ίδια λανθασμένα συμπεράσματα και τα ίδια λανθασμένα μέτρα που γίνονται ξανά νέος νόμος που αποτυγχάνει και δεν εφαρμόζεται. Ένα διαρκές limbo, μια κατάσταση που διαιωνίζεται, διότι το νομοθετικό πλαίσιο συντάσσεται και εκπονείται από ανθρώπους που δεν έχουν την πλήρη εικόνα του μεγέθους του προβλήματος.

Από «ισορροπιστές» και λευκά κολλάρα που ενδιαφέρονται μόνο για την προσωπική ανέλιξη στις σκαλέτες της εξουσίας. Έχει εισχωρήσει σε κάθε τομέα της καθημερινότητας αυτή η νοοτροπία. Προτάσσονται οι προσωπικές ατζέντες και οι «ισορροπίες», προστατεύεται ο «υπέροχος λαός», ο οποίος με τη σειρά του προστατεύει τον «υπέροχο πρόεδρο», αποκτάται δύναμη και δημιουργούνται ισχυροί και νομιζόμενοι ισχυροί.

Σταθήκαμε όλοι πολιτικά ορθοί απέναντι στη δολοφονία του Άλκη. Η Πολιτεία νομοθέτησε, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέδειξε το θέμα, οι φορείς καταδίκασαν και δρουν, το ποδόσφαιρο διά των πρωταγωνιστών του στέκεται στο ύψος του και δεν αφήνει τον Άλκη να ξεχαστεί. Είναι εν εξελίξει το έργο της δικαιοσύνης, η οποία ανέλαβε το έργο της τιμωρίας των ενόχων. Την ίδια στιγμή που και η κοινωνία ενοχικά ευαισθητοποιείται, κάνοντας ό,τι μπορεί για να αποκτήσει σημασία ο χαμός ενός ακόμα παιδιού.

Σε πολύ δύσκολους καιρούς, τώρα που η αίσθηση δικαίου είναι παρεξηγήσιμη έννοια και οι πολίτες αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα, ο Άλκης είναι εδώ για να φωτίσει όλες τις πτυχές μιας κοινωνίας που όλα τα αναθεωρεί, αλλά αρνείται να τα αντιμετωπίσει. Γιατί έσπειρε χιλιάδες «παιδί είναι», εκατομμύρια «δεν πειράζει», χαμογέλασε αμήχανα στην καφρίλα, δικαιολόγησε παραβατικές συμπεριφορές οικείων και τώρα θερίζει τις τραγικές συνέπειες μιας εγκατεστημένης νοοτροπίας που μοιάζει αδύνατον να ξεριζωθεί, όσο μεγάλο κι αν είναι το σοκ.

Ο Άλκης ούρλιαζε για βοήθεια και έλεγε «δεν μπορώ, σταματήστε, πονάω».

Δεν τον άκουσε κανείς.