Ελλαδα

Το 19ο λεπτό της Θεσσαλονίκης

Από την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη στην Πόλη των Φαντασμάτων, και από εκεί σε μια παραδομένη πόλη

Κυριάκος Αθανασιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 856
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Για τον Άρη, τους χούλιγκαν, τα περίπολα - και τον Άλκη Καμπανό.

Είμαι Άρης από πολύ πιτσιρίκι, για παραπάνω από μισό αιώνα τώρα. Παραδόξως, θα έλεγε κανείς, καθώς ο πατέρας μου υποστηρίζει την τρίτη ομάδα της πόλης –αρχαιοτέρα βέβαια είναι ο Ηρακλής, ιδρυθείς το 1908: εμείς γεννηθήκαμε το 1914, ενώ του πατέρα μου πολλά χρόνια μετά, το 1926–, της οποίας μάλιστα ο παππούς μου υπήρξε, φευ, ιδρυτικό μέλος. Ο παππούς Κυριάκος. Έφυγε με τον καημό μου, που δεν ακολούθησα τα βήματά του.

Όμως η οικογένειά μας ήταν μητριαρχική, κι έτσι έγινα Άρης από τη μαμά μου. Φανατικός αντίπαλος της τρίτης ομάδας της πόλης έγινα κάπου στα πέντε με έξι, όταν έφαγα στο γήπεδο μια καρτέλα ωμά αυγά – δεν τα έφαγα κυριολεκτικά, τα έφαγα στο κεφάλι και στα ρούχα μου, παντού. Τα συνήθιζαν κάτι τέτοια οι οπαδοί τότε, και βέβαια ένα αγόρι πέντ’-έξι χρονών δεν θα πάθει τίποτε αν του πετάξεις μερικά αυγά. Αυτό που δεν σκέφτηκαν οι αντίπαλοι οπαδοί ήταν ότι θα το κράταγα μανιάτικο. Και το κράτησα. Επί χρόνια, π.χ., φορούσα κίτρινη μπλούζα όταν έβλεπα ασπρόμαυρο σινεμά: ήμουν αυτός που φόραγε ένα καναρινί πουλόβερ στην όγδοη σειρά –πάντοτε καθόμουν στην όγδοη σειρά, διάδρομο– και δάκρυζε όποτε έβλεπε την Άννα Καρίνα. Αν δεν είχα καθαρή κίτρινη μπλούζα, δεν έβλεπα το έργο. Δεν έχω φορέσει, εννοείται, ποτέ μου ασπρόμαυρα, και δεν βλέπω καν τις ειδήσεις όταν φοράει ασπρόμαυρα η γυναίκα μου. Η οποία ΛΕΕΙ τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Και είναι επίσης Άρης. (Αλλά πιστεύει πως το άσπρο με το μαύρο είναι κλασικός χρωματικός συνδυασμός, τι να πεις…)

Αργότερα, κι ενώ γεύτηκα στα εφτά μου χρόνια τη χαρά ενός Κυπέλλου (έκτοτε όμως ουδέν, αναφορικά με την μπάλα), εκλογίκευσα και τη σχέση μου με την ομάδα. Καταρχάς ο Άρης έχει ένα εκπληκτικό ιδρυτικό καταστατικό, όπου και αναγράφεται η περίφημη φράση ότι σκοπός του συλλόγου είναι η «εκγύμνασις ισχυράς ομάδος αποτελουμένης εκ πασών των κοινωνικών τάξεων». Μεγάλη κουβέντα, και μεγάλο μας καμάρι. Έπειτα, είχε στις τάξεις του Εβραίους και Αρμένιους αθλητές, σαν γνήσιος και μοναδικός εκπρόσωπος της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης που ήταν. Και σχεδόν αμέσως με την ίδρυσή του απέκτησε και γυναικεία τμήματα, κάτι πρωτοφανές για την εποχή. 

Αυτά μού αρκούσαν και με το παραπάνω, αλλά αργότερα οι λόγοι που εδραίωναν μέσα μου την πίστη ότι καλώς ήμουν Άρης πολλαπλασιάστηκαν. (Πάντως, δεν ήμουν Άρης για τις νίκες, που λένε. Είμαι λίγο περίεργος σ’ αυτό, αλλά δεν είμαι μόνος μου. Είμαστε πολλοί).

Τώρα, ξέρω πολύ καλά ότι τους ίδιους, ή έστω παρόμοιους, λόγους με αυτούς που υπαινίχθηκα μπορούν να επικαλεστούν οι περισσότεροι οπαδοί των περισσότερων άλλων ομάδων. Δεν έχω πρόβλημα. Καλά κάνουν, δεν θα τα χαλάσουμε. Ο καθένας μπορεί να πει, σε έναν δεκάρικο που θα βγάλει, ότι αγαπά την ομάδα του γιατί αντιπροσωπεύει την εντιμότητα, την μπέσα, το ήθος, το ευ αγωνίζεσθαι κ.τ.π. Εντάξει, δεν θα τα πει ακριβώς έτσι, αλλά αυτό είναι το νόημα. Ουδείς ψόγος, όλοι τα λέμε και μακάρι να τα εννοούσαμε κιόλας. (Φυσικά, δεν τα εννοούμε).

Αλλά βέβαια αυτό που είναι στην πραγματικότητα οι ομάδες μας είμαστε εντέλει εμείς: η διαδρομή μας στον χρόνο. Οι αναμνήσεις μας, οι γονείς μας, οι παππούδες μας, πράγματα που συνέβησαν σαν σε όνειρο όταν ήμασταν πιτσιρίκια, ο συνάδελφος του πατέρα μου, ο κος Τέλης, που με είχε πάει στο Χαριλάου μια φορά και ήταν σχετικώς βραδύγλωσσος και δεν μπορούσε να φωνάξει ούτε «γκολ» γιατί είχε κοκκινίσει ολόκληρος και πάλι καλά που δεν εξερράγη εκεί στη Θύρα 3 να ’χουμε άλλα, οι φίλοι, οι καζούρες, οι μεγαλειώδεις νίκες, οι επικές ανατροπές, οι ήττες στα χασομέρια, τα χαμένα πέναλτι, το τραντζίστορ που κάνει παράσιτα πάνω στο τελείωμα της φάσης, την ώρα που η μπάλα πετάει προς το παραθυράκι της εστίας, το δοκάρι και έξω, οι ωραίοι ξένοι παίκτες, οι επικοί  Έλληνες, τα «γκόοοχι ρε…», τα δάκρυα, η αγωνία, η συντριβή, με μια λέξη: τα συναισθήματα. Και η ανάμνηση αυτών των συναισθημάτων. Οι ομάδες μας είμαστε εντέλει εμείς: η διαδρομή μας στον χρόνο. Ο καθένας μπορεί να προσθέσει ό,τι θέλει εδώ.

Μετά από μισό αιώνα και βάλε οπαδός, και μολονότι οι πίκρες στην ομάδα μας είναι πολύ περισσότερες από τις χαρές (για την μπάλα μιλάμε, ξαναλέω, το μπάσκετ είναι άλλη υπόθεση, εκεί ήμουν και θα είμαι ο Αυτοκράτορας ελέω του υψιπετούς Γκάλη), μετά από κοντά 55 χρόνια, το ισοζύγιο είναι κάτι παραπάνω από θετικό. Δόξα τω Θεώ, να λέμε. Ήταν καλά χρόνια, χρόνια που δεν θα τα άλλαζα με τίποτε.

* * *

Είναι όλα έτσι ωραία και γραφικά, σαν ταινία του Ξανθόπουλου; Όχι, δεν είναι. Στις ομάδες θα βρεις –από τον τελευταίο οπαδό μετρώντας, εκείνο το ετοιμοθάνατο πρεζάκι που τρεκλίζει και δεν ξέρει με ποιον παίζουμε, αν παίζουμε και τι άθλημα παίζουμε, μέχρι τους σούπερ μεγαλοεπενδυτές που έχουν βαπόρια, εφημερίδες, εργοστάσια, κατασκευαστικές εταιρίες, πράγματα, θάματα– κάθε καρυδιάς καρύδι άνθρωπο. Και πολλά από αυτά τα καρύδια θα είναι σάπια. 

Δεν θα αναλύσω εδώ το πρόβλημα που συνιστά το ποδόσφαιρο σαν «μπίζνα». Όλοι τα ξέρετε, πάνω-κάτω. Κάμποσοι από δαύτους είναι στη φυλακή για δουλειές που έκαναν με την μπάλα, ή διά της μπάλας, ή ελέω της μπάλας, ή χάριν της μπάλας, και που δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Οι χειρότεροι ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ την μπάλα για να κάνουν άλλου τύπου δουλειές. Το μέγεθος της χώρας δεν είναι ικανό για να βγάλει κανείς χρήματα από το ποδόσφαιρο. Αν ανακατευτείς με το ποδόσφαιρο, θα ΧΑΣΕΙΣ χρήματα. Κι αν ανακατευτείς πολύ, θα χάσεις πολλά. Αλλά μπορείς να βγάλεις από αλλού, ΔΙΑ του ποδοσφαίρου. Και με τη βοήθεια του στρατού που έχεις φροντίσει να οργανώσεις εκεί, και που φροντίζεις να συντηρείς με μικρά, ή και όχι πάντα μικρά, δωράκια.

Μπα, είναι τόσο πολλά τα άσχημα που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο, που δεν είναι σοφό να ασχολείται κανείς στα σοβαρά. Κανείς είναι καλό είτε να απέχει, είτε να μην τον νοιάζει άλλο από το επόμενο ματς. Μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα, τίποτε. Δεν αξίζει – στ’ αλήθεια δεν αξίζει.

* * *

Στη Θεσσαλονίκη, τα τελευταία χρόνια, βγαίνουν περίπολα τη νύχτα. Ψάχνουν στις γειτονιές, σκανάρουν τους δρόμους και τα στενά, ελέγχουν «ταυτότητες» και «χαρτιά»… κανονικοί γκεσταπίτες. Και μάλιστα και «ιδεολογικά» γκεσταπίτες, όχι μόνο στο φρόνημα. Είναι άνθρωποι ξεθαρρεμένοι. Θρασείς. Αποθρασυμένοι. 

Πού και πού, αυτοί οι γκεσταπίτες θα σηκώσουν και το χέρι τους. Πού και πού, θα το σηκώσουν και λίγο παραπάνω.

Κάποιες φορές, θα τραβήξουν και μαχαίρι.

«Τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022, ο 19χρονος Άλκης Καμπανός βρισκόταν με την παρέα του σε είσοδο πολυκατοικίας στην οδό Γαζή, στη Χαριλάου Θεσσαλονίκης, όταν δύο αυτοκίνητα με χούλιγκαν του ΠΑΟΚ σταμάτησαν στο σημείο και ρώτησαν τον Άλκη και την παρέα του τι ομάδα είναι. Ο Άλκης είπε ότι είναι Άρης».

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

* * *

Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Μόνο που τη σκληρότητα της σκηνής του φονικού ΔΕΝ μπορεί να τη νιώσει κανείς. Αν μη τι άλλο, όχι αν δεν έχει δει ομάδες δέκα και δεκαπέντε ατόμων να χτυπούν ΕΝΑΝ με τα κράνη τους. Είναι σχεδόν πιο εύκολο να βλέπεις σκηνές από τον πόλεμο στην Ουκρανία, μά τον Θεό.

Αλλά υπάρχει ένα λάθος στο παραπάνω απόσπασμα που παρέθεσα. Η λέξη «χούλιγκαν». Αυτοί δεν ήταν, βέβαια, χούλιγκαν. Ήταν περίπολο.

Ναι, είναι σκέτη καταστροφή να είσαι χούλιγκαν, μιλάμε για το τέλος του δρόμου, για κάτι που δεν χωράει στο μυαλό – αλλά έχει και τους κανόνες του αυτό το πράγμα, αυτή η κατάσταση ή ιδιότητα. Οι χούλιγκαν δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να κάνουν ό,τι έκανε το περίπολο. Οι χούλιγκαν θα ψειρίσουν κασκόλ, θα πετάξουν απειλές, θα στραβώσουν το στόμα, θα σηκώσουν το χέρι, θα δώσουν ραντεβού για ξύλο – ναι. Δεν θα σφάξουν εν ψυχρώ έναν φοιτητή. Οι χούλιγκαν δεν θα καταδεχτούν να κάνουν τέτοια ανέντιμα και άνανδρα πεσίματα: δεν περιποιούν τιμή, δεν αξίζουν κάτι, δεν καταγράφονται στις δέλτους της αριστείας τους. Αυτό που επιδιώκουν οι χούλιγκαν είναι ο ηρωισμός, όχι η ατίμωση, όχι οι δέκα εναντίον ενός. Αυτό είναι λόγος για να γυρνάς το υπόλοιπο της ζωής σου με σκυφτό το κεφάλι.

Αυτοί δεν ήταν χούλιγκαν. Ήταν κανονικό περίπολο. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι που ήρθε από μακριά.

* * *

Η Πόλη των Φαντασμάτων, η πόλη μου, έχει καταφέρει ν’ αλλάξει δέκα πρόσωπα μέσα σε έναν αιώνα. Από την πολυπολιτισμική κοσμοπολίτισσα Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων με την πανσπερμία των εθνοτήτων, έγινε μία πόλη που άλλαξε άρδην πληθυσμιακή ταυτότητα ψάχνοντας να βρει μια καινούργια διά πυρός (κυριολεκτικά) και σιδήρου. Κατόπιν απώλεσε την ίδια της την ιστορία με τη δολοφονία του συνόλου, σχεδόν, της εβραϊκής της κοινότητας, στο πλαίσιο του μεγαλύτερου μαζικού εγκλήματος της ιστορίας που στην πόλη μας έφτασε στα όριά του. Γέμισε νεόπλουτους που μέχρι την προηγουμένη δεν είχαν παπούτσια να βάλουν, μα υπεξαίρεσαν και απαλλοτρίωσαν σπίτια, μαγαζιά και επιχειρήσεις, χωρίς να κοκκινίσει η μούρη τους. Κατάφερε με τα πολλά να στεγάσει ανθρώπους που ήρθαν πάμφτωχοι από πολύ-πολύ μακριά, κι ενώ αγωνιζόταν να ξεχάσει τους Γκοτζαμάνηδες που είχε θρέψει, ξάφνου απέκτησε Μεγαλέξαντρους ντυμένους με… αθηναϊκούς θώρακες και περικεφαλαίες από το Μοναστηράκι να βγαίνουν με τα σανδάλια και το μίνι στην παραλία. Έπαθε αμόκ και αποτρελάθηκε με μια μικρή χώρα στα βόρεια σύνορά της – όπου όμως πήγαιναν κάθε Σαββάτο για να αγοράσουν τυρί και σαλάμι, μασέλες και ανήλικα κορίτσια και αγόρια.  Έκανε εκατό προσπάθειες να σταθεί στα πόδια της και να κοιταχτεί στον καθρέφτη μέχρι που με τα πολλά νά σου που το κατάφερε, κι ας μας κούρασε μέχρι τότε. Ήρθε στα συγκαλά της, μπήκε σε μια γραμμή, μπόρεσε να κοιτάξει λίγο πίσω από τον ώμο της, στο χτες… μέχρι που διαλύθηκε ξανά κάτι παραπάνω από μια δεκαετία από σήμερα, χάνοντάς τα όλα. Κυρίως, την ψυχή της. Παραδόθηκε.

Έτσι, μέσα σε μια χούφτα μήνες.

Λίγα χρόνια και κάτι κύπελλα μετά, άρχισαν και τα περίπολα. Τι σύμπτωση.

Θέλω να πιστεύω πως το ξεθαρρεμένο, θρασύ, αποθρασυμένο κακό που χτίστηκε εκείνο τον καιρό και έκτοτε μας πλήττει σαν αρρώστια, σαν χτικιό –όλους μας, όλη την πόλη, γιατί, μά τον Θεό, δεν χωράνε οπαδικά εδώ–, θα χαθεί μέσα στη χρονιά, και θα φύγει. Και θα φύγει γιατί θα έχει ηττηθεί.

Όχι εδώ, αλλά σε μια χώρα που μάχεται για τη χρυσή γη της και τον γαλανό της ουρανό. Σε μια χώρα που μάχεται για την ελευθερία, και για τη νιότη της: για συναισθήματα. Και για την ανάμνηση αυτών των συναισθημάτων.

* * *

Όμως εκείνο το όμορφο παλικάρι δεν θα γυρίσει πίσω. Κι ας τον θυμόμαστε σε κάθε 19ο λεπτό, κι ας δακρύζουμε γι’ αυτόν, κι ας άλλαξε και τη δικιά μας ζωή ο χαμός του.

Ελπίζουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και το πιστεύουμε, στ’ αλήθεια, ότι θα αποδοθεί. Γιατί δεν γίνεται, και ούτε μπορεί, να γίνει αλλιώς.

* * *

Την αγάπη μου, την αγάπη όλων μας, στους γονείς του Άλκη. Και τις ευχαριστίες μας για τη στάση τους.