Ελλαδα

Μία φορά πρόσφυγας, πάντα πρόσφυγας

Ο Σινάν είχε μάθει πως όπου και να βρεθείς, όταν ανοίξεις το παράθυρό σου, πρώτα λες καλημέρα στον γείτονα, όποιος και να είναι, και μετά στον Θεό.

Νίκος Γεωργιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σινάν - Η ιστορία ενός πρόσφυγα: Η ζωή στο Ντιγιαρμπακίρ, τα βασανιστήρια που πέρασε, το ταξίδι στην Ελλάδα, η οικογένεια και η επιδείνωση της υγείας του.

Ήταν γεννημένος στην περιοχή του Ντιγιαρμπακίρ. Κούρδος θα συμπέραινε ο καθένας, αλλά τα πράγματα στην Ανατολία είναι πάντα πολύπλοκα. Ο πατέρας του ήταν αγάς και ο παππούς του είχε τις χρυσές λίρες σε γκαζοτενεκέδες, όπως μας έλεγε. Αλήθεια ή μυθοπλασία; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Πάντως τότε οι γαιοκτήμονες μετρούσαν τα χωράφια με το μήκος της γκλίτσας για να καθορίσουν το εμβαδόν. Άλλες εποχές. Κάποτε σε μία κουβέντα μας είπε πως ο παππούς του, που ήξερε την προσευχή προς τον Αλλάχ αραβιστί απ' έξω και ανακατωτά, την είπε όταν τον συνέλαβαν οι Τσέτες στην μεγάλη πορεία προς την Νοτιοανατολική Τουρκία κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων (και όχι μόνον). Οι διώκτες του τον άφησαν ελεύθερο θεωρώντας τον Μουσουλμάνο. Ήταν Αρμένιος ο παππούς του; Ήταν Αρμένιος ή ελληνόφωνος ο δικός μου ο παππούς; Τελικά ο παππούς του έγινε Χότζας, αν καταλάβαμε καλά. Αλήθεια ή μυθοπλασία; Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος.

Ο Σινάν δεν μας το ξεκαθάρισε τελεσιδίκως. Η ιστορία γενικώς δεν ξεκαθαρίζει τελεσιδίκως κάποιες λεπτομέρειες. Ο Σινάν άφηνε να πλανάται η πληροφορία στον αέρα. Κάτι σαν σκιά. Άλλωστε δεν έχει πια καμία σημασία.

Μπήκε στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσει γιατρός τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Τον κέρδισε βέβαια το κίνημα. Νομίζαμε στην αρχή πως προτίμησε τις τάξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας, αλλά τελικά κατέληξε Μαοϊκός. Στην Ντεβ Σολ. Συνελήφθη, βασανίστηκε, επιβίωσε, το έσκασε, και εκεί στο 1980 με την Χούντα του Εβρέν έφθασε στην Ελλάδα. Πέρασε το νερό με σαμπρέλα. Ο Στέλιος επιμένει πως ήρθε από τον Έβρο. Ο Μήτσος ισχυρίζεται πως έπεσε με την σαμπρέλα κάπου στο Κας, απέναντι από το Καστελόριζο ή απέναντι από την Σάμο. Πάντως καλά τα κατάφερε με την σαμπρέλα του.

Την Τσιτσέκ (λουλούδι) τη γνώριζε από τότε. Σύντροφοι, συνοδοιπόροι και τελικά αντρόγυνο. Ήταν και η Τσιτσέκ αγωνίστρια. Δεν μάσαγε. Κάποιοι ισχυρίζονται πως ήταν πιο σκληρή από τον άντρα της. Πάντα με το χαμόγελο βέβαια. Α, και τα μαύρα μάτια της που βγάζουν σπίθες.

Κάποτε ο Σινάν αρρώστησε. Ο Μήτσος τον πήγε σε έναν φίλο μας καρδιολόγο. Τον εξέτασε. Το ένα του πόδι, ή καλύτερα η μία του πλευρά από πάνω μέχρι κάτω, ήταν ραμμένη. Όχι χειρουργικά. Έτσι πρόχειρα. Οι βασανιστές του στα μπουντρούμια του Εβρέν τον είχαν υποβάλει στο βασανιστήριο του «Σταυρού της Παλαιστίνης», έτσι λέγεται. Σε κρεμάνε με τα χέρια απλωμένα σαν τον Χριστό και αιωρείσαι. Μετά αρχίζουν να σε χτυπάνε. Άνοιξε η αριστερή του πλευρά. Κακοφόρμισε. Σάπισε. Ο γιατρός της φυλακής κατάλαβε, τον άνοιξε, καθάρισε την πληγή και μετά τον έραψε, ως φαίνεται, με σακοράφα. Σαν να ήταν σφαχτό στο τσουβάλι. Ποιος ξέρει πόσο καιρό έκανε να συνέλθει. Αν συνήλθε ποτέ. Οι γιατροί στην Ελλάδα, πολύ αργότερα, δεκαετίες μετά, εξηγούσαν πως εκείνα τα βασανιστήρια ήταν η αιτία της σταδιακής κατάρρευσης όλων των συστημάτων του οργανισμού του. Ο Σινάν ήταν διαβητικός. Βαρύ περιστατικό. Ποτέ δεν κατάφερε να ρυθμίσει στο σάκχαρό του. Ο διαβήτης χτύπησε τις αρτηρίες, την καρδιά, τα πάντα. Σερνόταν για πολύ καιρό. Ποτέ οι θεραπείες δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

Ο Σινάν

Με την Τσιτσέκ έκαναν τρία παιδιά. Την Ολγα, την Εύα και το στερνοπαίδι τον Φιντέλ, όπως λέμε Φιντέλ Κάστρο. Άνοιξαν και το κεμπαμπζίδικο στην Μοσχονησίων, τη «Μικρά Ασία». Έγινε στέκι. Καλό κεμπάπ, καλό πιλάφι. Δικά μας πράγματα. Μόνος του προετοίμαζε τα κεμπάπ. Ήξερε ο άτιμος πώς θα το κάνει «επικίνδυνα νόστιμο». Έβαζε και λίγο λίπος από την ουρά του προβάτου. Σκέτη χοληστερίνη. Αλλά, ρε παιδί μου, εκεί ήταν όλη η νοστιμιά. Μόνος του έφτιαχνε και τον γύρο. Δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Μακριά από τους έτοιμους. Α, και το κοτόπουλο που το μαρινάριζε στο γιαούρτι. Όταν είχε κέφια καθόταν και έλεγε ιστορίες. Ήξερε πράγματα. Είχε πλήρη εικόνα για τη διακίνηση ανθρώπων στο Αιγαίο. Ήξερε πράγματα που αφορούσαν πρόσωπα, υπηρεσίες και καταστάσεις. Ήξερε ονόματα. Δεν του ξέφευγαν οι... «λεπτομέρειες». Άκουγε φερειπείν για μία ιστορία που εκτυλίχθηκε ανοιχτά της Λέσβου. Σε κοίταζε με νόημα, χαμογελούσε με ένα αδιόρατο σχεδόν υπομειδίαμα και μετά κουνούσε ελαφρά το κεφάλι του. Ο Σινάν στην πραγματικότητα είχε ακούσει πολύ περισσότερα από την «πιάτσα». Δεν έλεγε πολλά. Κατέφευγε σε κάτι αδιόρατους σχεδόν μυϊκούς σπασμούς του προσώπου του. Μπορεί και να σου «σφύριζε» μία λέξη, ένα όνομα, έτσι στα κουφά. Αν πρόσεχες και το έπιανες, τότε είχες την κρίσιμη πληροφορία, αρκεί να διέθετες τα φόντα να την επεξεργαστείς. Αλλιώς σου ήταν άχρηστη. Ήξερε και για υψηλά ιστάμενους, άτομα υπεράνω υποψίας, που κινούσαν τα νήματα της διακίνησης προσφύγων. Δεν σου περνάει από το μυαλό τι ήξερε ο Σινάν. Δεν μίλαγε ανοικτά όμως. Μια φορά πρόσφυγας, πάντα πρόσφυγας. Προσέχεις για να έχεις.

Ήταν αριστερός ο Σινάν. Όχι του σαλονιού. Πολέμησε στα αλώνια της Ανατολίας, όπου το να είσαι αριστερός σήμαινε ποινή θανάτου. Γεύτηκε την βία μέχρι το μεδούλι. Προσπάθησε να στήσει ένα τσαρδάκι στην Ελλάδα. Τα κατάφερε. Τα κορίτσια μπήκαν στη δουλειά, απέκτησαν συντρόφους. Ο Φιντέλ, ο στερνός, ήταν ο χαϊδεμένος τους.

Η υγεία του Σινάν επιδεινώθηκε. Κάθε ημέρα και χειρότερα. Όλα άρχισαν να καταρρέουν. Έπρεπε να υποβληθεί σε ένα βαρύ χειρουργείο. Κάποιοι γιατροί είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για ένα χειρουργείο τόσο σοβαρό. Ο Σινάν μπήκε ζωντανός στο νοσοκομείο αλλά δεν άντεξε. Μετά την εγχείρηση τον έβαλαν στην Εντατική. Έφυγε μετά από λίγο. Δεν ξέρω ποια προσευχή, σε ποια γλώσσα και για ποιον Θεό μίλησε εκεί που έφθασε. Στη δική μας την Ανατολία, τα πράγματα είναι πολύπλοκα. Πολύ πολύπλοκα. Πρέπει να σηκώσεις κάθε πέτρα, να μετρήσεις τα κόκαλα που θα βρεις από κάτω, να μυρίσεις τις σταγόνες από το αίμα που τα έχουν ποτίσει μπας και ανακαλύψεις από πού κρατά η σκούφια του καθένα μας. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνεις. Τόσο καλά κρυμμένα είναι τα μυστικά και τα ντοκουμέντα.

Ο Σινάν είχε μάθει ωστόσο πως, όπου και να βρεθείς, όταν ανοίξεις το παράθυρό σου με το χάραμα πρώτα λες καλημέρα στον γείτονα, όποιος και να είναι, και μετά στον Θεό. Αν το είχαν καταλάβει αυτό όλοι οι άνθρωποι, ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.