Ελλαδα

Ο Ιερώνυμος, ο Τσίπρας, ο Μητσοτάκης και… ο νόμος Τρίτση

Τα δύο «αποκαλυπτικά» του Αρχιεπίσκοπου Ιεώνυμου περιγράφουν τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας

130607-296071.jpg
Χρύσα Μακρή
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ
© EUROKINISSI / ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

Τα βιβλία του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου για την Εκκλησιαστική Περιουσία, οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, οι σχέσεις με τον Αλ. Τσίπρα και τον Κυρ. Μητσοτάκη

Όταν ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος γράφει και ξαναγράφει για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας του κλήρου, σημαίνει ότι… κάτι τρέχει. Όταν μάλιστα γράφει δύο βιβλία, με το ίδιο περιεχόμενο, σε διάστημα 8 χρόνων, για να περιγράψει τις προτάσεις του, τις θέσεις του αλλά και τις σχέσεις του με τους κατά καιρούς πρωθυπουργούς, σημαίνει ότι αναζητά λύσεις που για κάποιους λόγους δεν βρίσκει.

«Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου»
Το 2012 ο αρχιεπίσκοπος στο βιβλίο του «Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου» αναφέρεται με σχετικά αναλυτικό τρόπο σ’ ένα θέμα που πολλές φορές και για διαφορετικούς λόγους έχει προκαλέσει εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Όπως έγραφε τότε, «στις κρίσιμες ώρες που ζούμε, χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε άλλη φορά την αλήθεια, χρειαζόμαστε φως, περισσότερο φως σε θέματα μικρά ή μεγάλα που αφέθηκαν από αδράνεια, από αμέλεια και περισσότερο από σκοπιμότητες να δηλητηριάζουν τις ψυχές, τις σχέσεις των ανθρώπων και να δημιουργούν επικίνδυνες κοινωνικές καταστάσεις». Και σε άλλο σημείο ξεκαθάριζε τη θέση του: «Μέχρι τώρα το 96% αυτής της περιουσίας (σ.σ. εννοεί της εκκλησιαστικής) σχεδόν λεηλατήθηκε ή εξυπηρέτησε μερικούς "καταφερτζήδες και τσαρλατάνους" που δυστυχώς καπηλεύθηκαν τα ιερά. Διασώζεται μόνον το 4% αυτής της περιουσίας. Λίγο, αλλά πολύ για να σηκώσει αυτήν την ώρα το βάρος και να ανακουφίσει τον λαό μας και την πατρίδα μας… αυτό το υπόλοιπον της περιουσίας μας να αξιοποιηθεί καταλλήλως, ευπρεπώς και με διαφάνεια. Τα προϊόντα από αυτή την αξιοποίηση θα προορίζονται σε έργα διακονίας και φροντίδος των ευπαθών ομάδων της κοινωνίας μας και την εξυπηρέτηση του ανθρώπινου προσώπου… Ως Αρχιεπίσκοπος αυτής της χώρας, αυτήν, την δεύτερη πρόταση έχω να παρουσιάσω».

Αυτό, το πρώτο βιβλίο, συνολικά 239 σελίδων, περιλάμβανε παράρτημα 112 σελίδων. Ήταν ιδιαίτερα προσεγμένο στις αναφορές του και στις πηγές του, κάτι που δεν ισχύει για τη δεύτερη, τωρινή απόπειρα του Ιερώνυμου με την οποία προσπαθεί περισσότερο να μας αφήσει μια παρακαταθήκη για την υστεροφημία του.

«Συνοπτική Θεώρηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας»
Στο δεύτερο πόνημά του με τον τίτλο «Συνοπτική Θεώρηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» που κυκλοφόρησε πριν από περίπου δύο μήνες ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σε μεγάλο βαθμό επαναλαμβάνει μια σειρά από ιστορικά στοιχεία για την τύχη της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά αυτή τη φορά με ανακρίβειες και σημαντικά λάθη.
Μία σημαντική ανακρίβεια που καταγράφει ο αρχιεπίσκοπος σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο του αφορά στην απόφαση που είχε λάβει το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά τη προσφυγή 8 Μοναστηριών κατά του νόμου 1700/87 τον έναν δηλαδή από τους δύο «νόμους Τρίτση». Συγκεκριμένα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αναφέρει ότι μετά τη διαμάχη για τον νόμο: «Μολονότι φάνηκε, προς το παρόν, ότι εξομαλύνεται η κατάστασης, έξι Ιερές Μονές προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για να υποστηρίξουν την λεγόμενη «διακατεχόμενη» περιουσία τους, αγροτολιβαδική και δασική, η οποία είχε περιέλθει ήδη στην Πολιτεία με τον Νόμο 1700/6 Μαΐου 1987 (ΦΕΚ Α’ 61) και τον υπ’ αριθμ. 1811/13 Οκτωβρίου 1988 (ΦΕΚ Α’ 231). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπως ήταν φυσικό επειδή οι ως άνω νόμοι (1700/1987 και 1811/1988) παραβιάζουν τη σύμβαση της Ρώμης και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των Μοναστηριών, τα εδικαίωσε κατοχυρώνοντας μάλιστα και την αρχή της χρησικτησίας. Κατά την από 9/12/1994 απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υπόθεσις αρ. 10/1993/405/483-484), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή των Ιερών Μονών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή ο Ν. 1700/1987 παραβίασε το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα παρουσιάζει ο Ιερώνυμος. Κατ’ αρχάς, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσέφυγαν οχτώ και όχι έξι μοναστήρια. Και προσέφυγαν κατά του νόμου 1700/87, δηλαδή του πρώτου από τους δύο «νόμους Τρίτση» και όχι του 1811/88, δηλαδή του δεύτερου νόμου, που προέβλεπε τη σύμβαση την οποία υπέγραψαν 149 Μοναστήρια.

Έτσι από τα οχτώ μοναστήρια που προσέφυγαν, δικαιώθηκαν τα πέντε (η Μονή Άνω Ξενιάς, Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Μεταμορφώσεως Σωτήρος, Χρυσολεοντίσσης Αιγίνης και Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων). Όμως τρία μοναστήρια (Μονή Ασωμάτων Πετράκη, Οσίου Λουκά - της Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας με Μητροπολίτη τότε τον σημερινό αρχιεπίσκοπο - και Φλαμουρίου Βόλου) δεν δικαιώθηκαν καθώς είχαν υπογράψει τη σύμβαση που προέβλεπε ο νόμος 1811/88.

Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι στο πρώτο του βιβλίο ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είναι προσεκτικός και δεν γράφει ότι… δικαιώθηκαν όλοι για όλα.

Αξίζει να σταθούμε στο ζήτημα ειδικά για τον νόμο 1811/88, καθώς έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, μεταξύ των αιτημάτων του Ιερώνυμου προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι και η κατάργησή του. Την κατάργησή του ζητούσε και ο προκάτοχος του Ιερώνυμου, αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά. Ο «νόμος Τρίτση 1811/88», που παραμένει σε ισχύ, δεν άπτεται μόνο θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας. Περιλαμβάνει και ζητήματα εκδημοκρατισμού εντός της Εκκλησίας, καθώς αναφέρεται και σε ένα καίριο για την εκκλησία θέμα, αυτό της παρουσίας λαϊκού συνηγόρου (δικηγόρου) στα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορά κυρίως το δικαίωμα των ιερέων να έχουν δικηγόρο σε υποθέσεις τους για να μην αφήνονται στην τύχη των εκκλησιαστικών και μόνο παραγόντων). Και δυστυχώς αυτό το δικαίωμα -όπως ο προκάτοχός του- θέλει να καταργήσει ο κ. Ιερώνυμος.

Το δεύτερο σημείο που αξίζει να σημειωθεί, αφορά μια επιστολή που δημοσιεύεται στο παράρτημα του πρόσφατου βιβλίου του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου. Πρόκειται για ένα κείμενο που δεν έχει ημερομηνία, απευθύνεται στον «εξοχώτατο κ. πρόεδρο», δεν έχει υπογραφή ή όνομα συντάκτη και είναι άξιο απορίας πως ο αρχιεπίσκοπος την εντάσσει στο βιβλίο του χωρίς να αναφέρεται στο όνομα του αποστολέα και του παραλήπτη.

Βάσει του κειμένου είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι ο «εξοχώτατος κ. πρόεδρος» δεν είναι άλλος από τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. «Η γενναιότητά σας έγκειται στο γεγονός ότι είπατε δημόσια αυτό που άλλοι έλεγαν μόνο εντός συσκέψεων και με τις πόρτες κλειστές», του γράφει ο συντάκτης του κειμένου που φαίνεται γνώστης και όσων συμβαίνουν πίσω από τις «κλειστές πόρτες». Το ερώτημα είναι γιατί ο αρχιεπίσκοπος περιλαμβάνει στο βιβλίο του ένα κείμενο που απευθυνόμενο στον «αξιότιμο κ. πρόεδρο» περιγράφει και τις αγαστές σχέσεις τους: «Βρισκόμαστε μπροστά σε μια δραματική στιγμή. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταυροδρόμι και καλούμαστε να λάβουμε μίαν απόφαση για τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε. Μπορούμε ασφαλώς να εμείνουμε στο 5% του τρόπου υλοποίησης που μας χωρίζει και η μεγάλη ευκαιρία που μαζί δημιουργήσουμε στις 6/11/2018 να παραμείνει στα αμέτρητα "αν" της ιστορίας. Μπορούμε, όμως, να επιλέξουμε το 95% που μας ενώνει, να αναζητήσουμε έναν άλλο τρόπο διευθέτησης του 5% που μας χωρίζει κι έτσι να σβήσουμε ένα "αν" και να προσθέσουμε μία σελίδα ιστορίας που θα είναι ο πρόλογος μιας νέας περιόδου στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας στην Ελλάδα». Συμπερασματικά, το κείμενο γράφτηκε μετά τη συμφωνία που ανακοίνωσαν Τσίπρας και Ιερώνυμος στις 6 Νοεμβρίου 20.

Επιπλέον, στο εν λόγω βιβλίο, ο κ. Ιερώνυμος παραθέτει μέρος από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) που προηγήθηκε της συνάντησης και της ανακοίνωσης της συμφωνίας που έκανε με τον Αλέξη Τσίπρα. Προφανώς για να μοιράσει τις ευθύνες για την αποτυχία να καταλήξει σε γραπτή Σύμβαση η συμφωνία που έκανε ο ίδιος με τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.

Κάνει και κάτι άλλο όμως: Με εύσχημο τρόπο μας λέει ότι δεν έχει αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Επίσης, παραθέτει και ένα μέρος από τα πρακτικά της συνεδρίασης της ΔΙΣ στις 7 Νοεμβρίου, μία ημέρα μετά τη συμφωνία της 6ης Νοεμβρίου 2018, από τα οποία προκύπτει ότι ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος, αντέδρασε στη συμφωνία, θέτοντας σειρά ερωτημάτων καθώς έκρινε το κράτος «αναξιόπιστο». Όπως είπε χαρακτηριστικά, «βασικό είναι ότι έχουμε απέναντί μας ένα Κράτος αναξιόπιστο, όπως έχει αποδειχθεί και μία Κυβέρνηση που δεν ξέρουμε στις κρίσιμες καταστάσεις πώς θα αντέξει, και αυτή η διαδικασία πόσο χρόνο θα πάρει, οι πιέσεις που θα δεχθεί ο πρωθυπουργός κ.λπ. Να σκεφθούμε, λοιπόν, και το ενδεχόμενο να παραμείνουν εκκρεμότητες για άλλη Κυβέρνηση διότι μας είπατε την ιστορία και πως παλαιότερα δεσμεύονταν και δεν εφάρμοζαν. Πώς θα εξασφαλισθούμε ενώπιον ενός Κράτους που θέλει να γίνει, να λέγεται "ουδετερόθρησκο" και, μάλιστα, εχθρικά διακείμενου. Πώς θα εξασφαλιστούμε; Θα γίνει νόμος;»

Από τα ίδια πρακτικά προκύπτει ότι πριν από τη συνάντηση της 6ης Νοεμβρίου είχε ενημερωθεί για όσα θα ακολουθούσαν και ο σημερινός πρωθυπουργός –τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης– Κυριάκος Μητσοτάκης.

Σε κάποιο σημείο λέει ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, απευθυνόμενος στους μητροπολίτες: «Και με τον κ. Μητσοτάκη έχω μιλήσει και μου έχει υποσχεθεί ότι θα πράξει ό,τι θέλουμε. Εγώ θα παρακαλέσω να δείξουν όλοι πνεύμα συναίνεσης για το καλό του Τόπου και της πορείας του. Εάν επιτύχει, λοιπόν, είναι μια ιστορική στιγμή. Εάν αποτύχει ίσως μελλοντικά κάποιοι το συνεχίσουν».

Σ’ ό,τι αφορά τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που έγινε την επομένη της συμφωνίας, δηλαδή στις 7 Νοεμβρίου 2018, προκύπτει ένα μέρος του «παρασκηνίου», της προηγούμενης ημέρας που δείχνει τη σύμπνοια των επιχειρημάτων αλλά και την αγάπη που –σύμφωνα με τον Πατρών– τρέφει ο κος Τσίπρα προς τον Αρχιεπίσκοπο. Όπως ενημέρωσε ο μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος τα μέλη της Συνόδου, ο πρώην πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας «είπε χαρακτηριστικά τη φράση, "όχι μόνο σέβομαι τον Αρχιεπίσκοπο (γιατί έκανα μία παρατήρηση εγώ σ’ αυτό, ότι σέβεστε τον Αρχιεπίσκοπο), αλλά τον αγαπώ"».

Και συμπλήρωσε ότι: «Ο Πρωθυπουργός από την αρχή μέχρι το τέλος είχε μια στάση βαθέος σεβασμού απέναντι στον Μακαριώτατο και σε μας και στην Εκκλησία γενικά, η οποία στάση του προσωπικά με εξέπληξε. Δεν είχα μιλήσει μαζί του, ούτε τον είχα ακούσει ποτέ να διαπραγματεύεται με τον Μακαριώτατο. Εξέφρασε τον ασεβασμό του προς τον Αρχιεπίσκοπο και ετόνισε ότι η Εκκλησία και η πίστη είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ταυτότητος του Λαού μας, τα οποία είπε και μετά ταύτα, στη συνέντευξή του». Και σε άλλο σημείο συνέχισε: «Ομολόγησε δε (σ.σ. ο πρωθυπουργός Αλ.Τσίπρας) ότι η Πολιτεία αναγνωρίζει ότι απέκτησε την εκκλησιαστική περιουσία, αναφέρθη έως το 1939, αντί πινακίου φακής, ελαχίστου δηλαδή τιμήματος και έκαμε λόγο για τον σχετικό νόμο του 1939». 

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα βιβλίο που υπό άλλες συνθήκες θα χαρακτηριζόταν «αποκαλυπτικό». Γιατί περιέχει σημαντικές ανακρίβειες και φαίνεται να εκδόθηκε μόνο και μόνο για να περιγράψει τις «καλές» σχέσεις με τον Αλέξη Τσίπρα και τις «ανύπαρκτες» σχέσεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κυρίως όμως να αναφερθεί στην αποτυχία της συμφωνίας που έκανε με τον Τσίπρα. Μια συμφωνία, για την οποία, όπως γράφει, προσπάθησε πολύ. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ