Ελλαδα

Το σχολικό ημερολόγιο μιας ζόρικης φυλακής

Δύο κρατούμενοι στο Ειδικό Κέντρο Κράτησης Νέων Αυλώνα πέρασαν στο πανεπιστήμιο διαβάζοντας από το κελί

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 674
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
img_4375.jpg

Το τρένο από τον Σταθμό Λαρίσης μέχρι τον Αυλώνα κάνει 45 λεπτά κι από την αρχή έπεσε το μάτι μου σε μια κοπελίτσα στη διπλανή σειρά, γύρω στα 20. Την παρατηρούσα και σκεφτόμουν ότι συνομήλικά της αγόρια στη φυλακή αντί να βγαίνουν μια βόλτα με κορίτσια σαν κι αυτή, θα την περνάνε όλη μέρα στο κελί. Προσπαθούσα να φανταστώ κι άλλες δυσκολίες της φυλακής και την κοιτούσα ασυναίσθητα, μέχρι που με κατάλαβε και άλλαξε θέση. Έξω από τον σταθμό ένας τύπος φόρτωνε ένα φορτηγάκι. «Ξέρετε πού είναι το κέντρο κράτησης;» «Ποιο; Α, τη φυλακή λες; Ευθεία από δω, αλλά είναι περίπου τρία χιλιόμετρα». Μετά από δυο τσιγάρα δρόμο στεκόμουν έξω από τη μεγάλη σιδερένια πύλη του Ειδικού Κέντρου Κράτησης Νέων Αυλώνα (ΕΚΚΝΑ), για να συναντήσω δύο κρατούμενους που έδωσαν πανελλήνιες μέσα από τη φυλακή και πέρασαν. 

Τα περισσότερα παιδιά εδώ έχουνε ζόρικα πρόσωπα. Κρατούνται περίπου 230 άτομα, ηλικίας 18 έως 21 ετών, από περίπου 20 εθνικότητες. Σχεδόν οι μισοί είναι Έλληνες και οι περισσότεροι από αυτούς Έλληνες Ρομά. Αν κάποιος πηγαίνει σχολείο, που είναι προαιρετικό, και βρίσκεται για παράδειγμα στη Β΄ Λυκείου, για να μπορέσει να πάρει το απολυτήριο θα του επιτραπεί να παραμείνει στη φυλακή και μετά τα 21, με ανώτατο όριο τα 25. Το ίδιο ισχύει και για κάποιες λίγες περιπτώσεις κρατουμένων-τεχνιτών. Το επισκεπτήριο είναι δίωρο κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και είναι σαν τα αμερικάνικα αστυνομικά έργα: με τζάμι στη μέση και τηλέφωνο – αλλά σε πιο βαλκάνια φάση. Η παρακολούθηση του σχολείου αποκαλείται και «μεροκάματο». Γιατί στη μία μέρα είναι σαν να εκτίεις δύο. Το ίδιο ισχύει και για όσους δουλεύουν στον καθαρισμό και τα μαγειρεία. 

Από το κελί στο θρανίο

Οι αίθουσες του σχολείου έχουν ονόματα. Ρίτσος, Ελύτης, Δημόκριτος, Παλαμάς. Με τον Νίκο και τον Γιάννη κάτσαμε σε ένα θρανίο στην αίθουσα «Διδώ Σωτηρίου». Ο Νίκος είναι 24 ετών από την Αλβανία και ζει στην Ελλάδα από 3 ετών. Βρίσκεται στη φυλακή ήδη 5 χρόνια για ληστεία, με συνολική ποινή 17 χρόνια και πέρασε σε σχολή Μηχανολογίας. Ο Γιάννης είναι και αυτός από την Αλβανία, 21 ετών. Εκείνος ήρθε στην Ελλάδα 8 ετών και βρίσκεται στη φυλακή εδώ και 11 μήνες για μια υπόθεση ναρκωτικών. Πέρασε σε σχολή Οικονομικών. Στη φυλακή θα συναντήσει κανείς σχεδόν όλα τα αδικήματα, όμως η μεγάλη πλειοψηφία αφορά σε ναρκωτικά ή σε παραβατικότητα που είναι απόρροια αυτών. Σκέφτομαι φωναχτά: Υπάρχουν παιδιά που τα έχουν, σχεδόν, όλα. Ζουν σε οικογενειακό περιβάλλον, πάνε σχολείο και φροντιστήριο, έχουν δικό τους δωμάτιο ή κάποιο χώρο να απομονωθούν και να διαβάσουν, αλλά και πάλι η επιτυχία στις πανελλήνιες είναι μια δύσκολη υπόθεση. Πόσο εύκολο είναι να δώσει κανείς πανελλήνιες μέσα από τις φυλακές; Ο Νίκος και ο Γιάννης λένε ότι τους βοήθησαν πολύ οι καθηγητές τους, οι οποίοι αρκετές φορές τους άφηναν και μετά το σχόλασμα να μείνουν στην αίθουσα που έχει ησυχία για να διαβάσουν. Αλλά και οι συγκάτοικοί τους στο κελί έδειχναν κατανόηση, δεν μιλούσαν δυνατά ή έβλεπαν τηλεόραση με χαμηλά τη φωνή. Αυτή η κατανόηση μου φάνηκε λίγο περίεργη και ο Νίκος μου εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα: «Είναι όπως και στην κοινωνία. Έξω κάνει κουμάντο ο πατέρας, εδώ ο παλιότερος. Στο κελί μου αυτός είμαι εγώ, κι εγώ θα διαλέξω ποιος θα μείνει». 

img_4369.jpg
Στην είσοδο υπέγραψα υπεύθυνη δήλωση ότι με κανένα τρόπο δεν θα δημοσιοποιηθεί η ταυτότητα του Νίκου και του Γιάννη. Έτσι, φωτογραφήθηκαν με πλάτη.

Οι κανόνες και η ζωή της φυλακής

Αυτό που συνήθως ενδιαφέρει τη φυλακή είναι να υπάρχει ηρεμία. Έτσι, οι 230 κρατούμενοι (400 πριν τον νόμο Παρασκευόπουλου για την αποσυμφόρηση) είναι χωρισμένοι σε 4 ακτίνες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, με δικό της προαύλιο η καθεμία. Ένας από τους λίγους χώρους όπου μπορούν να συναντηθούν κρατούμενοι από διαφορετικές ακτίνες είναι το σχολείο. Η πλειοψηφία στο ισόγειο είναι Αλβανοί, στον πρώτο όροφο Ρομά, στον δεύτερο κρατούμενοι από αραβικές χώρες, Πακιστανοί, Αφγανοί, Σύροι κ.λπ. και στο λεγόμενο παράρτημα οι Έλληνες «μπαλαμοί», οι ενήλικες (21 έως 25 ετών) που δουλεύουν στα τεχνικά συνεργεία και κάποιοι που χρειάζονται προστασία. Είτε επειδή έκαναν κάποια φασαρία μέσα στη φυλακή, είτε γιατί κουβαλάνε κάποιο πρόβλημα απ’ έξω, είτε γιατί θέλουν προστασία επειδή είναι «μαρτυριάρηδες». «Υπάρχουν αρκετοί ρουφιάνοι, οι οποίοι για να διευκολύνουν τη δική τους θέση μπορεί να πουν ότι ο τάδε έχει κινητό ή ότι ο άλλος πουλάει ναρκωτικά, κι ας μην ισχύει. Υπάρχουν φορές που κάποιοι τέτοιοι ζητούν να μπουν ακόμα και στην απομόνωση για να αποφύγουν τα προβλήματα». Φασαρίες μπορεί να γίνουν για οποιονδήποτε λόγο, για μια σακούλα καπνού, για μια τηλεκάρτα, «ακόμα και γιατί ο Παναθηναϊκός έβαλε γκολ στον Ολυμπιακό ή το ανάποδο και κάποιος πανηγύρισε. Θα πέσει κάνα χαστούκι ή τίποτα μπουνιές, μαχαίρια όμως και τέτοια δεν έχουμε». 

Όσοι δεν έχουνε λεφτά, δεν έχουνε τίποτα

Ο Νίκος δουλεύει και στα μαγειρεία και λέει ότι το πρωινό δεν τρώγεται. Ούτε το μεσημεριανό, ούτε το βραδινό. Από το συσσίτιο τρώνε μόνο όσοι δεν έχουνε λεφτά, συνήθως Άραβες. Οι κρατούμενοι το επόμενο διάστημα θα ζητήσουν από εισαγγελέα να ελέγξει το φαγητό. «Όχι αν τα μακαρόνια με κιμά είναι μακαρόνια με κιμά, αλλά τι μακαρόνια και τι κιμάς είναι. Δε λέμε ότι φταίει η διεύθυνση της φυλακής. Αλλά άμα το καζάνι είναι 30 χρονών και από τους δύο φούρνους ο ένας είναι χαλασμένος, τι φαγητό να βγει».  
Αν κάποιος έχει χρήματα, μπορεί να παραγγείλει τα δικά του τρόφιμα και ό,τι άλλο θέλει (ψυγείο, τηλεόραση κ.λπ.) για το κελί του. Λέω του Γιάννη «έχουνε ψυγείο κι αυτοί που δεν έχουνε λεφτά;», «όχι ρε, τι να το κάνουνε το ψυγείο άμα δεν έχουνε λεφτά να βάλουνε τίποτα μέσα». Κάθε Τρίτη οι κρατούμενοι γράφουν σε ένα χαρτί αυτά που χρειάζονται και τα παραλαμβάνουν την Πέμπτη. Όλα εκτός από τα τσιγάρα, τα οποία τα προμηθεύονται δύο μέρες τη βδομάδα, κάθε Τρίτη και Παρασκευή, αφού τα έχουνε παραγγείλει μία μέρα νωρίτερα. Όσοι δεν έχουνε λεφτά, δεν έχουνε τίποτα. Στους άπορους η φυλακή δίνει 10 ευρώ το μήνα.

Μπορεί όμως να βγάλει κανείς χρήματα κι εκτός παραβατικών συμπεριφορών. Αν αναλάβει κάποιος την καθαριότητα ενός κελιού, θα πάρει δυο σακούλες καπνό την εβδομάδα ή τις αντίστοιχες τηλεκάρτες. Το καλοκαίρι η ζέστη αντιμετωπίζεται με ανεμιστήρες. Τον χειμώνα τα καλοριφέρ ανοίγουν μία ώρα το πρωί και άλλες δύο το βράδυ, αλλά εκεί κάποια λύση δίνουν μικρές θερμοφόρες που παραγγέλνουν οι κρατούμενοι με τον τρόπο που είπαμε παραπάνω. Ο Νίκος έχει μέχρι και δικό του πλυντήριο. Οι τηλεοράσεις επιτρέπονται, τα κινητά και τα λάπτοπ όχι, το ρεύμα δουλεύει 24 ώρες και τα προαύλια ανοίγουν κάποιες ώρες το πρωί και κάποιες το απόγευμα – και κλείνουν 20 λεπτά πριν τη δύση του ηλίου. Στα προαύλια κάποιοι κρατούμενοι έχουν φτιάξει αυτοσχέδια όργανα γυμναστικής. Τα κιλά στις δύο άκρες του σωλήνα που κάνει τη δουλειά της μπάρας μπορεί να είναι γάλατα ΝΟΥΝΟΥ με τσιμέντο μέσα ή και άλλες, μεγαλύτερες κατασκευές. 

img_4367.jpg
Ο Πέτρος Δαμιανός, διευθυντής του Γυμνασίου-Λυκείου της φυλακής του Αυλώνα

Όταν ο ένας γνωρίσει τον άλλον, ο φόβος φεύγει  

Ο Πέτρος Δαμιανός είναι ένας άνθρωπος που έχει κερδίσει την εκτίμηση στη φυλακή. Με πήγαινε από δω κι από κει και οι μάγκες με τα ζόρικα πρόσωπα τον χαιρετούσαν με σεβασμό, όχι με φόβο. Είναι μαθηματικός κι ερχόταν στον Αυλώνα ως εθελοντής εκπαιδευτικός ήδη από το 1994. Τότε δεν υπήρχε κανονικό σχολείο. Ιδρύθηκε το 2000, με κανονικές ώρες, 35 την εβδομάδα, με όλα τα μαθήματα, με εξετάσεις, ισότιμο με κάθε σχολείο, και από τότε ο Πέτρος Δαμιανός είναι ο διευθυντής του Γυμνασίου-Λυκείου (το μοναδικό Λύκειο στις ελληνικές φυλακές). Κουβεντιάζαμε για τις ακτίνες και τον τρόπο με τον οποίο είναι χωρισμένοι οι κρατούμενοι και ο Δαμιανός μου λέει «δεν είναι τίποτα διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία. Εγώ γεννήθηκα στον Πειραιά. Εκεί, υπάρχει μια περιοχή που λέγεται Μανιάτικα. Σε άλλη περιοχή ζούσαν οι Κρητικοί, σε κάποια άλλη οι Ναξιώτες. Καθένας θέλει να είναι κοντά σε κάποιον που αισθάνεται δικό του άνθρωπο, να νιώσει μια ασφάλεια. Δεν είναι κακό αυτό. Το θέμα είναι να έρθουν σε επαφή. Κι όταν επικοινωνήσουν οι άνθρωποι, όταν ο ένας γνωρίσει τον άλλον, παύεις να φοβάσαι κι έρχεσαι πιο κοντά».  

Αυτή η επικοινωνία μεταξύ των κρατουμένων του Αυλώνα γίνεται στο σχολείο και ακόμα περισσότερο στα περίπου 15 προαιρετικά προγράμματα που πραγματοποιούνται κάθε χρόνο. Λέει ο κ. Δαμιανός: Έχουμε προγράμματα μουσικής, χορού, για τις πρώτες βοήθειες, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τον πηλό, για το ρατσισμό, πολλά. Κι αυτά τα προγράμματα τα παιδιά τα παρακολουθούν με την καρδιά τους, επειδή κάνουνε κέφι. Το να αγαπάει κανείς τη μουσική δεν είναι ίδιον της εθνικότητάς του. Σε ένα πρόγραμμα μουσικής τα παιδιά, που σε άλλη περίπτωση θα κάθονταν σε ξεχωριστές παρέες, μαζεύονται στον ίδιο χώρο και επικοινωνούν, γνωρίζουν ο ένας τον άλλον».  

Τα μαθήματα στο σχολείο είναι προαιρετικά, όποιος θέλει πάει. Μπορεί να πάει κανείς για να κερδίσει τα «μεροκάματα» ή επειδή του είπε κάποιος φίλος του. «Τα παιδιά μας», λέει ο δάσκαλος, «είναι αυτά που έξω ήταν οι κακοί μαθητές, που αποβάλλονταν από σχολεία, που το εκπαιδευτικό σύστημα τα είχε διώξει. Κι όταν ήρθαν εδώ δεν αγαπούσαν το σχολείο, γιατί να το αγαπούν; Αφού τραυματική ήταν η εμπειρία που είχαν. Εμένα, όμως, δεν με ενδιαφέρει για ποιο λόγο ήρθαν, φτάνει να έρθουν. Κι από εκεί και μετά είναι δική μας υπόθεση να τους προσφέρουμε το σωστό περιβάλλον για να προχωρήσουν. Όχι μόνο για να επικοινωνήσουν, αλλά και για να μάθουν ό,τι μαθαίνει κάθε παιδί σε κάθε ελληνικό σχολείο».  

Το παράπονο του δάσκαλου  

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αν κάποιος κρατούμενος περνούσε στο πανεπιστήμιο κι αν η σχολή ήταν σε άλλη πόλη, μπορούσε να ζητήσει μεταγωγή. Να μεταφερθεί, δηλαδή, σε φυλακή μιας πόλης κοντά στη σχολή του. Με νόμο του Νίκου Φίλη προβλέπεται, πλέον, και η μεταγραφή, σε σχολή της πόλης του, με την προϋπόθεση βέβαια να πρόκειται για την ίδια σχολή. Έτσι, άλλοι διαλέγουν τη μεταγωγή κι άλλοι τη μεταγραφή, ανάλογα τι τους βολεύει. Κι έπειτα ο κρατούμενος θα ζητήσει άδεια από το Συμβούλιο της Φυλακής για να σπουδάσει. Ο Πέτρος Δαμιανός λέει ότι «πάντα οι εισαγγελείς έκαναν την υπόθεση ότι “αφού αυτός προσπάθησε, ας του δώσουμε μια ευκαιρία κι αν δεν ανταποκριθεί την παίρνουμε πίσω”. Η υπόθεση του Ρωμανού ήταν η πρώτη υπόθεση κρατούμενου που δεν του δόθηκε άδεια για να σπουδάσει και ακολούθησαν κι άλλες. Πριν από τρία χρόνια είχαμε τέσσερα παιδιά που πέτυχαν στις πανελλήνιες. Το Συμβούλιο του Αυλώνα τούς έδωσε την άδεια και παρακολούθησαν το πρώτο έτος κανονικά. Μετά, που τα παιδιά ζήτησαν και πήραν μεταγωγή σε άλλη φυλακή, η άδεια δεν τους δόθηκε. Ξέρεις ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η δική μου Γ’ Λυκείου να “κάτσει”. Γιατί το μάθανε και δεν είχανε κίνητρο να διαβάσουν».  

Ο Π. Δαμιανός λέει ακόμα ότι «τα παιδιά που παρακολουθούν το σχολείο με σκοπό να δώσουν πανελλήνιες δεν καταλαβαίνουν τι πάνε να πετύχουν, παρά μόνο όταν τα καταφέρουν». Και μου διηγήθηκε μια ιστορία που συνέβη πριν από λίγα χρόνια: «Όταν περνάει κάποιο παιδί, δεν δημοσιοποιούμε τα στοιχεία του, καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει λόγος να τον ξέρουν και να τον περιμένουν. Οι αρχές όμως της σχολής πρέπει να ξέρουν. Ίσως για να τον διευκολύνουν, για παράδειγμα, να μην τον βάλουν στις 8 το πρωί εργαστήριο, γιατί θα πρέπει να φύγει από τη φυλακή από τα χαράματα για να προλάβει. Είχε περάσει, λοιπόν, ένα παιδί και τηλεφώνησα στον κοσμήτορα της σχολής. Εκείνος φέρθηκε σαν δάσκαλος. Υποδέχτηκε τον νέο φοιτητή μαζί με τη μητέρα του στο γραφείο του, ήπιαν μαζί καφέ και συζήτησαν. Όταν ο κρατούμενος γύρισε, μου περιέγραψε τη σκηνή και μου λέει “κ. Πέτρο, η μάνα μου με είδε με άλλα μάτια”. Ήταν η ώρα που συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Μετά, χωρίς να έχουν αρχίσει τα μαθήματά του, βρήκε ένα βιβλίο σχετικό με τη σχολή του και άρχισε να διαβάζει». 

Ο σκληρός νόμος της απέλασης  

Πίσω στην αίθουσα «Διδώ Σωτηρίου», με τον Νίκο και τον Γιάννη, αναρωτιέμαι πού βρίσκεται η «γραμμή» που θα κάνει έναν έφηβο από αρκετά ζωηρό, ας πούμε, σε παραβατικό. Ο Νίκος λέει ότι δεν του άρεσε το σχολείο, προτιμούσε την πλατεία. Κι ότι η παρέα παίζει μεγάλο ρόλο. «Ειδικά αν είναι μεγαλύτεροι και φουλ παραβατικοί, τη φυλακή την έχεις κι εσύ σίγουρη». Ονειρεύεται κάποια μέρα, όταν τελειώσει τη σχολή, να ανοίξει δικό του συνεργείο αυτοκινήτων. Και ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται να γυρίσει στην παλιά του γειτονιά, τα Λιόσια. «Αν γίνει μια ληστεία στην περιοχή, η αστυνομία ξέρει ότι θα έχω αποφυλακιστεί για ληστεία, θα έρθει να με βρει, ίσως να με κατηγορήσουν και μετά να μείνω προφυλακιστέος για μήνες μέχρι να γίνει η δίκη. Ούτε τις παλιές μου παρέες θέλω να δω. Ένας από αυτούς να κάνει κάτι, θα τραβάνε κι εμένα. Αλλά έχω ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα και σε παρακαλώ να το γράψεις. Ο Γιάννης έχει πάρει την ελληνική ιθαγένεια, εγώ όχι. Ο νόμος λέει ότι κάθε ένας που δεν είναι υπήκοος μέλους-κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μπαίνει φυλακή, έχει στη συνέχεια απέλαση επ’ αόριστον και, μάλιστα, δεν μπορεί να πάει σε κανένα κράτος της Ε.Ε. Φαντάσου, κι όταν τελειώσω τη σχολή θα έχω απέλαση, θα πρέπει να γυρίσω στην Αλβανία. Είμαι από 3 χρονών στην Ελλάδα, εδώ είναι η οικογένειά μου, τι να κάνω στην Αλβανία; Ούτε να γράφω δεν ξέρω. Είναι σα να πας κι εσύ. Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα και το αντιμετωπίζουμε πολλοί άνθρωποι».  

Μπορώ να σε εμπιστευθώ; 

Φεύγοντας, κοντοστάθηκα έξω από τη φυλακή να βγάλω καμιά φωτογραφία κι ένα σκυλί, ευτυχώς δεμένο, είχε λυσσάξει. Μετά σταμάτησε ένα περιπολικό. «Τι κάνετε εδώ, κύριε;» «Βγάζω καμιά φωτογραφία, έχω ρωτήσει, άλλωστε εξωτερικός χώρος είναι, ο καθένας περνάει». Αφού έλεγξε την ταυτότητά μου, είπε ότι πρέπει να προσέχει γιατί η φυλακή είναι έτσι κι αλλιώς ένας εν δυνάμει στόχος και μετά προσφέρθηκε να με πάει μέχρι τον σταθμό, να μην παίρνω τον ανήφορο μεσημεριάτικα. «Για να πείτε κι έναν καλό λόγο για την αστυνομία!» Μάιστα.  

Στο τρένο της επιστροφής, που ήτανε τίγκα, ο ελεγκτής τσακωνότανε με έναν φαντάρο που δεν είχε εισιτήριο, μια κυρία απέναντί μου, που αρχικά είχε απλωθεί σε τρεις θέσεις, δυσανασχετούσε με τους χρήστες που έκατσαν στις καβάτζες της κι εγώ απέφευγα να καρφωθώ σε κάτι κοπελίτσες. Είχα ρωτήσει τον Γιάννη και τον Νίκο άμα γίνονται φιλίες στη φυλακή και σκεφτόμουν αυτά που μου είπαν. Ότι οι φιλίες είναι πολύ σπάνιες, γιατί δεν μπορείς να γνωρίσεις ουσιαστικά κάποιον. Γιατί ο κάποιος μπορεί να σε θέλει για φίλο επειδή σε φοβάται ή επειδή τον συμφέρει. Αυτό, το να μην μπορείς να εμπιστευτείς, ίσως να είναι και το μεγαλύτερο ζόρι.  

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ