Κοσμος

Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Τραμπ και το τέλος των ΗΠΑ όπως τις ξέραμε

Γιατί η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου αποτελεί μια τομή για την αμερικανική εξωτερική πολιτική

Άγης Παπαγεωργίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ και η αφελής πεποίθηση πως οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να εγγυώνται την ευρωπαϊκή ασφάλεια

Αν είχε μείνει έστω και ένας να αμφιβάλλει σχετικά με το πώς βλέπει ο Ντόναλντ Τραμπ τον κόσμο, η δημοσιοποίηση της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας (National Security Strategy) των ΗΠΑ – την οποία υπογράφει ο ίδιος – δεν αφήνει πλέον κανένα απολύτως περιθώριο για παρερμηνείες: οι ΗΠΑ ασπάζονται πλέον πλήρως και με κάθε επισημότητα το ηθικά συνεπειοκρατικό και πρακτικά συναλλακτικό Δόγμα Τραμπ, στο πλαίσιο του οποίου δεν υπάρχουν πλέον αντίπαλοι και σύμμαχοι, παρά μόνο εμπορικοί εταίροι. Στην ουσία η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ επιβεβαιώνει την πρόθεση του Αμερικανού Προέδρου ώστε να αψηφήσει τις σταθερές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, καθιστώντας τον εαυτό του ως τον μοναδικό διαμορφωτή της.

Αδιαμφισβήτητα, η συγκεκριμένη στροφή της Ουάσιγκτον είναι βγαλμένη από τα όνειρα των απανταχού ήμι-δικτατόρων εντός του διεθνούς συστήματος, καθώς ο Λευκός Οίκος απεμπολεί πλέον κάθε αξιακό φραγμό στην επένδυση των διμερών σχέσεών του μαζί τους, εφόσον αυτή εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Κατ’ επέκταση, μακράν ο μεγαλύτερος χαμένος στο συγκεκριμένο πλαίσιο είναι η Ευρώπη – και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση – η οποία πλέον καλείται να επιλέξει αν θα εξακολουθήσει να βλέπει αποσβολωμένη – και πλήρως ανήμπορη να αντιδράσει – τον Αμερικανό Πρόεδρο να ξηλώνει τις διατλαντικές σχέσεις με κάθε ευκαιρία, ή αν θα προχωρήσει σε μια σειρά πολιτικά επώδυνων και επικοινωνιακά δύσπεπτων τομών, οι οποίες ωστόσο ίσως να της επιτρέψουν να αποτελέσει συνδιαμορφωτή των εξελίξεων στο διηνεκές.

Πώς βλέπει ο Λευκός Οίκος την Ευρώπη

Πρώτα απ’ όλα, αξίζει να σημειωθεί πως η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας κατατάσσει την ευρωπαϊκή ήπειρο ως τη δεύτερη κατά σειρά σε σημασία γεωπολιτική γειτονιά, μετά από εκείνη της Ασίας. Θεωρητικά, η συγκεκριμένη προτεραιοποίηση θα είχε βάση, λόγω της πολυδιάστατης πρόκλησης την οποία αποτελεί πλέον η Κίνα για τις ΗΠΑ, την οποία ωστόσο – και σε πλήρη αντίθεση με την αντίστοιχη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017, της πρώτης δηλαδή θητείας του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η νέα έκδοση δεν χαρακτηρίζει ως γεωπολιτικό αντίπαλο, αλλά περίπου ως στρατηγικό ανταγωνιστή· αυτό ωστόσο είναι ένα άλλο ζήτημα το οποίο χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας ξεκινάει δηλώνοντας πως η Γηραιά Ήπειρος βρίσκεται σε μια παρατεταμένη οικονομική στασιμότητα, χάνοντας έδαφος από τους διεθνείς ανταγωνιστές της, ενώ παράλληλα κινδυνεύει με πολιτισμικό αφανισμό, τόσο λόγω της ισχύος των υπερεθνικών της θεσμών, όσο και λόγω της μεταναστευτικής πολιτικής την οποία εφάρμοσαν τόσο αυτοί, όσο και αρκετές εθνικές κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Παράλληλα, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας υποστηρίζει πως η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής αυτοπεποίθησης, αλλά και η επιβίωση των εθνικών ταυτοτήτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ισχυροποίηση του στρατιωτικού αποτυπώματος της Ευρώπης, η οποία θα εξασφαλίσει τις διατλαντικές σχέσεις σε βάθος χρόνου, αλλά και θα αποτρέψει το ενδεχόμενο να γίνει «αγνώριστη μέσα σε είκοσι χρόνια» υπονοώντας πως σε κάθε άλλη περίπτωση, ο πυρήνας της ευρωπαϊκής κοινωνίας θα αλλοιωθεί σε πρωτοφανή βαθμό.

Βλέποντας το αντικειμενικά, οι συγκεκριμένες θέσεις έχουν μια βάση, καθώς τόσο η εκτόξευση της μετανάστευσης στην Ευρώπη – η οποία, με τις ευλογίες της Άνγκελα Μέρκελ και του αυτοκαταστροφικού δόγματος του «Wir schaffen das», ήτοι «μπορούμε να το καταφέρουμε αυτό», έχει προκαλέσει πρωτοφανείς εσωτερικές τριβές στην ΕΕ – όσο και η αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να ενισχύσουν τη γεωπολιτική ισχύ της ευρωπαϊκής ηπείρου αποτελούν κοινώς αποδεκτά τρωτά σημεία. Κάπου εκεί ωστόσο, το πράγμα αρχίζει να μπερδεύεται, καθώς η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας θεωρεί ότι η ελλιπής ευρωπαϊκή αυτοπεποίθηση είναι ιδιαίτερα εμφανής στον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλέον τη Ρωσία. Πιο συγκεκριμένα, ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει πως τα ευρωπαϊκά κράτη απολαμβάνουν σαφώς μεγαλύτερη ισχύ στο πεδίο εναντίον της Ρωσίας, γεγονός το οποίο δε δικαιολογεί τόσο τον ευρωπαϊκό φόβο, όσο και τον ευρύτερο σκεπτικισμό εναντίον της Μόσχας, αν εξαιρέσει κανείς τη ρωσική πυρηνική υπεροπλία· πώς μπορεί κανείς να εξαιρέσει αυτή την συγκλονιστικά καθοριστική παράμετρο, άραγε. Όμως, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας δε σταματάει εδώ, καθώς υποστηρίζει πως η Ουάσιγκτον θα πρέπει να διαχειριστεί τις ευρώ-ρωσικές σχέσεις επενδύοντας σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο, με τον απώτερο σκοπό του Λευκού Οίκου να αποτελεί η επιστροφή της «στρατηγικής σταθερότητας» στην Ευρώπη, και η αποτροπή μιας ευρώ-ρωσικής σύγκρουσης. Σημαντικότερα, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας δηλώνει ρητά πως ο τερματισμός του ρώσο-ουκρανικού πολέμου αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον, ακριβώς επειδή θα της επιτρέψει να επαναφέρει τις διμερείς της σχέσεις με τη Μόσχα σε ένα επίπεδο «στρατηγικής σταθερότητας»· σημειολογικά, ο Λευκός Οίκος δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο στις ρωσικές εδαφικές διεκδικήσεις, ούτε καταδικάζει με οποιονδήποτε τρόπο τον ρωσικό γεωπολιτικό επεκτατισμό.

Επιπλέον – και κάπως σοκαριστικά, όπως και αν το δει κανείς – η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας προοικονομεί και την πρόθεση του Λευκού Οίκου να παρέμβει στα εσωτερικά πολιτικά συστήματα της Ευρώπης σε βάθος χρόνου, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την πορεία της Γηραιάς Ηπείρου προς μια επιθυμητή για την Ουάσιγκτον κατεύθυνση, τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε ένα περισσότερο πολιτισμικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας δηλώνει ρητά πως καθώς η αμερικανική διπλωματία θα πρέπει να «εξακολουθήσει να υποστηρίζει την αυθεντική δημοκρατία, την ελευθερία της έκφρασης, και την απενοχοποιημένη εξύμνηση των ευρωπαϊκών ταυτοτήτων» οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να «ενισχύουν την προσπάθεια των πολιτικών τους συμμάχων ώστε να αναβιώσουν το ευρωπαϊκό πνεύμα» σημειώνοντας πως «η αυξανόμενη επιρροή των πατριωτικών ευρωπαϊκών κομμάτων προκαλεί έντονη αισιοδοξία» στην αμερικανική κυβέρνηση καθώς εξυπηρετεί «τον στόχο της διόρθωσης της τρέχουσας πορείας που έχει χαράξει η Ευρώπη». Ουσιαστικά, η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας επισημαίνει με τον πλέον σαφή τρόπο πως, όπως το βλέπει ο Λευκός Οίκος, το μέλλον της Ευρώπης μπορεί να είναι ευοίωνο μόνο εφόσον πολιτικές δυνάμεις όπως το Fidesz του Βικτόρ Ορμπάν στην Ουγγαρία, το SMER του Ρόμπερτ Φίκο στη Σλοβακία, η Lega του Ματέο Σαλβίνι και το Fratelli d'Italia της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, το PiS του Γιάροσλαβ Καζίνσκι στην Πολωνία, το Rassemblement National των Μαρίν Λε Πεν και Τζορνταν Μπαρντέλα στη Γαλλία, το PVV του Γκεέρτ Βίλντερς στην Ολλανδία, το ΑNO 2011 του του Αντρέι Μπάμπις στην Τσεχία, το FPÖ του Χέρμπερτ Χικλ στην Αυστρία, και – φυσικά – το AfD στη Γερμανία, και το ReformUK στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ άλλων, εξακολουθούν να ενισχύουν τα ποσοστά τους, αναλαμβάνοντας κάποια στιγμή τη διακυβέρνηση των χωρών τους.

Στην πράξη, μέσω της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, οι ΗΠΑ προχωρούν σε μια βαθύτατη τομή στην άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής ως προς τις διατλαντικές σχέσεις, επιλέγοντας σαφώς συμμάχους και – κατά συνέπεια – αντιπάλους, σε μια συνθήκη η οποία υποδεικνύει τη διαιώνιση της συγκρουσιακής προσέγγισης του Τραμπ απέναντι στην ΕΕ, όπου οι φιλικές προς αυτόν ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να αποτελούν μειοψηφία, ακριβώς επειδή επιθυμούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τη διάλυσή της, ή έστω τη δραστική της συρρίκνωση σε κάθε επίπεδο. Αν κανείς συνυπολογίσει το γεγονός πως η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας έχει ως στόχο την «κατάρριψη της τρέχουσας πεποίθησης πως το ΝΑΤΟ μπορεί συνεχώς να μεγεθύνεται» – σε μια διατύπωση την οποία ούτε ο ίδιος ο Πούτιν δε θα τολμούσε μάλλον να γράψει με τόσο κατηγορηματικό τρόπο, τότε καθίσταται απολύτως προφανές πως ο Λευκός Οίκος ανατρέπει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις σταθερές της μεταπολεμικής και μεταψυχροπολεμικής εξωτερικής πολιτικής. Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας υποδεικνύει – αν δεν αποδεικνύει – πως ο Λευκός Οίκος θα εξακολουθήσει να καλλιεργεί τις σχέσεις του με τις ευρωσκεπτικιστικές και φιλορωσικές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ενισχύσει εκ νέου τις ρώσο-ευρωπαϊκές σχέσεις, αλλά και θα συνεχίσει να βλέπει την ΕΕ – το επιστέγασμα δηλαδή της ευρωπαϊκής ενοποποίησης, την οποία η Ουάσιγκτον ενίσχυε με κάθε τρόπο εδώ και οκτώ δεκαετίες – ως έναν υπαρξιακό αντίπαλο της Ουάσιγκτον, και όλα αυτά τη στιγμή που οι ΗΠΑ, ως ηγέτιδα δύναμη του ΝΑΤΟ, δε θεωρούν πως η Ατλαντική Συμμαχία χρειάζεται να μεγεθυνθεί περαιτέρω.

Οκτώβριος 2022. Ο Πρόεδρος Τραμπ σε συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε © Alex Wong/Getty Images

Η Ευρώπη προ των ευθυνών της

Προφανώς, η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ καθιστά την άσκηση της πάγιας κριτικής προς τον Τραμπ – ότι δηλαδή αποτελεί έναν ανυποχώρητο υποστηρικτή τόσο του Πούτιν, όσο και των λοιπών αναθεωρητικών δυνάμεων εντός του διεθνούς συστήματος – εύκολη, αλλά στην πράξη εντελώς επιδερμική. Αυτός είναι ο Τραμπ – όπως εξάλλου απέδειξε και στο πλαίσιο της πρώτης του θητείας – και αυτόν επέλεξαν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι στις εκλογές του 2024, με τον πλέον θριαμβευτικό τρόπο· είτε μας αρέσει, είτε όχι, οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει συνειδητά, και απολύτως δημοκρατικά, όσο διχασμένη και να είναι η χώρα, να πραγματοποιήσουν μια στροφή προς τον νέο-απομονωτισμό, και την υιοθέτηση μιας αμιγώς συνεπειοκρατικής και συναλλακτικής εξωτερικής πολιτικής, όπου οι αξίες τις οποίες θεωρητικά ανέκαθεν προστάτευε η Ουάσιγκτον εντός του διεθνούς συστήματος όχι απλώς δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά ούτε καν λαμβάνονται υπόψη. Ο ίδιος ο Τραμπ το δηλώνει ευθαρσώς, υπογράφοντας τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας· αυτό φυσικά σημαίνει πως κανείς δε μπορεί πλέον να προσποιηθεί πως δεν ήξερε, πως δεν προειδοποιήθηκε, ή πως εξεπλάγη από οποιαδήποτε πρωτοβουλία λάβει η Ουάσιγκτον σε βάθος χρόνου. Εκεί ακριβώς έγκειται και η συγκλονιστική ευθύνη την οποία αναλαμβάνει πλέον η πολιτική Ευρώπη, ό,τι και αν σημαίνει πλέον αυτός ο όρος. Οι ισχυρές διατλαντικές σχέσεις επέτρεψαν και επιτάχυναν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οποία παρά τις κολοσσιαίες της ατέλειες και θεσμικές δυναμίες, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα πειράματα της Ιστορίας· σε μια ήπειρο όπου ο αλληλοσπαραγμός αποτελούσε τη μόνη σταθερά για χιλιετίες, οι Ευρωπαίοι όχι απλώς έμαθαν να συνυπάρχουν, αλλά κατάφεραν να δομήσουν από κοινού την πιο ζηλευτή κοινωνία σε βιοτικό επίπεδο, γεγονός που αποτελεί αντικειμενικά θαυμαστό επίτευγμα.

Όμως, αυτό δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί χωρίς την εξασφάλιση της αμερικανικής ομπρέλας προστασίας απέναντι στην ΕΣΣΔ επί του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τη Ρωσία σε μεταψυχροπολεμικό επίπεδο. Σήμερα, αυτή η ομπρέλα προστασίας – μέσω της υποβάθμισης του ΝΑΤΟ – όχι απλώς αμφισβητείται, αλλά η Ουάσιγκτον δηλώνει στην πράξη πως επιθυμεί να σπρώξει την Ευρώπη προς μια αναβάθμιση των σχέσεων της με τη Μόσχα, παράλληλα με την αποδυνάμωση της ΕΕ σε κάθε επίπεδο, χρησιμοποιώντας ως όχημα τους τοπικούς πολιτικούς παίκτες οι οποίοι εξυπηρετούν τους ίδιους σκοπούς· και όλα αυτά, τη στιγμή που οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις εξακολουθούν να επιχειρούν εντός της Ουκρανίας, με τους πολιτικούς δεσμούς της Μόσχας με τουλάχιστον τα μισά από τα παραπάνω κόμματα να είναι επιβεβαιωμένοι. Ουσιαστικά, η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας υπενθυμίζει σε όποιον μοιράζεται την ευθύνη για το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου, από τις εθνικές κυβερνήσεις ακόμα και περιφερειακών κρατών όπως της Νορβηγίας και της Ισλανδία, μέχρι την Ευρωπαϊκή Κομισιόν, το απολύτως προφανές: οι διατλαντικές σχέσεις όπως τις γνωρίζαμε ανήκουν στο παρελθόν. Δεδομένα, ο Τραμπ δεν πρόκειται να ξηλώσει τις αμερικανικές βάσεις από την ευρωπαϊκή επικράτεια, ενώ η ενίσχυση της εμπορικής διάστασης των διατλαντικών σχέσεων εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον, ωστόσο η πεποίθηση πως οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να εγγυώνται την ευρωπαϊκή ασφάλεια μοιάζει πλέον σοκαριστικά αφελής· το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ευρώπης εξαρτάται πλέον αποκλειστικά και μόνο από την πρόθεση όσων επιθυμούν να συμβάλλουν σε αυτό, όπως ακριβώς και ο περιορισμός του ρωσικού γεωπολιτικού και ενεργειακού επεκτατισμού μπορεί να περιοριστεί μόνο απ’ όσους μπορούν να δουν και τα δύο ως την πραγματική απειλή την οποία στοιχειοθετούν για την Ευρώπη, σε κάθε επίπεδο.

Για την Ευρώπη δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο

Η τραγική πραγματικότητα για την πολιτική Ευρώπη είναι πως, ακριβώς επειδή δομήθηκε εξ αρχής με τις ιδεολογικές, χρηματοδοτικές, και εξοπλιστικές ευλογίες της Ουάσιγκτον, η τρέχουσα μορφή της δεν της επιτρέπει να υλοποιήσει τις όποιες γεωπολιτικές επιδιώξεις τις οποίες μπορεί να έχει, όπως και – κυρίως – να ενισχύσει τις αποτρεπτικές της δυνατότητες εναντίον της Ρωσίας. Το γεγονός πως η ΕΕ καλείται κάθε λίγες εβδομάδες να αναζητήσει μια σειρά τεχνασμάτων ώστε είτε να παρακάμψει την εναντίωση του Ορμπάν ή του Φίκο στις κυρώσεις τις οποίες θέλει να επιβάλλει, ή στις όποιες στρατηγικές επιλογές στις οποίες επιθυμεί να προχωρήσει, είναι απολύτως ενδεικτικό του στρατηγικού τέλματος στο οποίο βρίσκονται οι Βρυξέλλες, ακριβώς επειδή ο τρόπος με τον οποίο δομήθηκε η ΕΕ – με την παρωχημένη της πλέον δομή, η οποία αντανακλάται στην πρωτοβουλία της Συμμαχίας των Προθύμων, στην οποία συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο παρά το Brexit, αλλά δε συμμετέχουν χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία που ανήκουν στην ΕΕ – δεν προέβλεπε ποτέ την τρέχουσα πραγματικότητα, ήτοι πως η Ευρώπη δε θα μπορούσε να βασίζεται άλλο στις ΗΠΑ για την ασφάλειά της. Όμως, όπως σημειώνει η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της Ουάσιγκτον, «η αμερικανική μεταψυχροπολεμική στρατηγική έχει αποτύχει» και η «αναγκαία και καλοδεχούμενη διόρθωση του Προέδρου Τραμπ» είναι εκείνη η παράμετρος που μπορεί να «ενισχύσει την αμερικανική ισχύ και πρωτοκαθεδρία, καθιστώντας τις ΗΠΑ σπουδαιότερες από ποτέ.» Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν έχουν κανένα περιθώριο να παρερμηνεύσουν τις προθέσεις των ΗΠΑ, ούτε να ολιγωρήσουν μπροστά στο πασιφανές: σύντομα, η Ευρώπη θα είναι μόνη της – και έτσι θα πρέπει να επιβιώσει.