Κοσμος

Στο Αφγανιστάν, η Ευρώπη αναμετράται με τον εαυτό της

Γιατί η αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης φέρνει την Ευρώπη ενώπιον μιας σειράς αξιακών ερωτημάτων

Άγης Παπαγεωργίου
Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στο Αφγανιστάν, η Ευρώπη αναμετράται με τον εαυτό της
© EPA/Stringer

H διπλωματική επαναπροσέγγιση Ευρώπης - Ταλιμπάν, με στόχο την επαναπροώθηση Αφγανών παρανόμων μεταναστών.

Εν μέσω του πλέον ταραχώδους πολιτικού χρόνου της μεταψυχροπολεμικής εποχής εντός του διεθνούς συστήματος, ο εικοσαετής πόλεμος στο Αφγανιστάν (2001-2021) μοιάζει με έναν κάπως αφηρημένο, αλλά ακόμα καθηλωτικά τρομακτικό εφιάλτη. Οι δύο παράλληλες συγκρούσεις στην Ανατολική Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας, και ευρύτερα στη Μέση Ανατολή, αποδίδουν στην επέλαση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν έναν αυθεντικά και παράδοξα λυτρωτικό χαρακτήρα· η σύγκλιση της Δύσης αναφορικά με την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, εφόσον αυτή εξακολουθούσε να απαιτείται ακόμα σήμερα, θα έμοιαζε όντως αδύνατη, με την Ουάσινγκτον, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο να έχουν αποδεχθεί –από το 2021 και μετά– τη συντριβή, αφήνοντας σιωπηλά το Αφγανιστάν στη μαρτυρική του τύχη.

Ωστόσο, η αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρώπη έχει αναγκάσει μια σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξετάσουν εκ νέου τις διπλωματικές τους σχέσεις με το θεοκρατικό και σκοταδιστικό καθεστώς των Ταλιμπάν. Στην προσπάθειά τους να προχωρήσουν σε επαναπροωθήσεις σημαντικού αριθμού Αφγανών πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταναστεύσει παρανόμως εντός της ΕΕ, μια σειρά ευρωπαϊκών ηγεσιών προωθούν πρωτοβουλίες που θα έμοιαζαν αδιανόητες λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, αποστέλλοντας διπλωματικές αντιπροσωπείες στην Καμπούλ και διαπιστεύοντας Αφγανούς διπλωμάτες στην επικράτειά τους, παρέχοντας παράλληλα στους Ταλιμπάν αυτό που έχουν ανάγκη περισσότερο και από την παροχή πάσης φύσεως υλικοτεχνικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας: μια υποψία διεθνούς αναγνώρισης.

Στο Αφγανιστάν, το σκοτάδι έχει επιστρέψει

Είναι μάλλον δύσκολο να εκτιμηθεί, στο μέγεθος που της αξίζει, η πλήρης αποτυχία των ΗΠΑ –και των συμμαχικών τους δυνάμεων– να τοποθετήσουν τα απαραίτητα θεσμικά θεμέλια στο Αφγανιστάν, ώστε η χώρα να μεταβεί σε μια έστω και οριακά σταθερότερη εποχή, σε κάθε επίπεδο, συγκριτικά με αυτή που προηγήθηκε πριν από την εισβολή των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001. Παρότι η επιχείρηση Enduring Freedom, της οποίας ηγήθηκαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, με την παράλληλη υποστήριξη ορισμένων εκ των εταίρων τους, αλλά και της Συμμαχίας του Βορρά –δηλαδή μιας όψιμης συμμαχίας ατάκτων Αφγανών ανταρτών πολυποίκιλων εθνικών καταβολών– πέτυχε τελικά την πτώση του Ισλαμικού Εμιράτου που είχαν εγκαταστήσει οι Ταλιμπάν στη χώρα από το 1996, όταν κατέλαβαν την Καμπούλ, οι μετέπειτα προσπάθειες ανοικοδόμησης ενός δυτικού τύπου κράτους αποδείχθηκαν συγκλονιστικά εκτός πραγματικότητας. Οι δυτικές δυνάμεις υπερεκτίμησαν τόσο τη δική τους ικανότητα να παρέχουν στους Αφγανούς ένα σταθερό πρότυπο ανοικοδόμησης, υποτιμώντας παράλληλα τον εθνικά πολυσυλλεκτικό δημογραφικό χαρακτήρα της χώρας, όσο όμως και τον βαθμό στον οποίο η ανεξάντλητη και πολυετής παροχή βοήθειας θα δημιουργούσε εξαρτητικούς δεσμούς μεταξύ της εκάστοτε –και φύσει αδύναμης– αφγανικής κυβέρνησης και της Δύσης.

Βλέποντάς το από μακριά, η δυτική εισβολή στο Αφγανιστάν –παρότι πέτυχε τον στρατηγικό της στόχο, απομακρύνοντας τους Ταλιμπάν από τη διακυβέρνηση– και η μετέπειτα αποτυχημένη ανοικοδόμηση του κράτους αποτελεί έναν όλεθρο του νεο-συντηρητισμού, του δόγματος δηλαδή της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του υιού, το οποίο υποστήριζε πως οι ΗΠΑ –και η Δύση, εν γένει– έχουν μια εγγενή ικανότητα να εξάγουν τις αρχές της και το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα μέσω της στρατιωτικής οδού. Η κατάρρευση των φιλοδυτικών κυβερνήσεων στην Καμπούλ ήταν θέμα χρόνου, καθώς τη φυσική στρατηγική κόπωση των είκοσι χρόνων δυτικής παρουσίας στη χώρα συμπλήρωσε η ανθρωπιστική κρίση της πανδημίας του Covid-19, που ανάγκασε τις δυτικές κυβερνήσεις να επαναπροσδιορίσουν το οικονομικό τους αποτύπωμα, αλλά και τις διεθνείς ανθρωπιστικές τους δεσμεύσεις, στον βωμό της ηθικής υποχρέωσης να προστατέψουν πρωτίστως τους δικούς τους πολίτες· στην πράξη, οι Αφγανοί δεν είχαν καμία απολύτως τύχη, για αυτό εξάλλου και η επιστροφή των Ταλιμπάν στην αφγανική πρωτεύουσα πραγματοποιήθηκε αναίμακτα, με τις εικόνες από τους δρόμους της αφγανικής πρωτεύουσας τον Σεπτέμβριο του 2021 να αποπνέουν μιας απόκοσμη και θριαμβευτική δυστοπία.

 Παρότι πέτυχε τον στρατηγικό της στόχο, η δυτική εισβολή στο Αφγανιστάν και η μετέπειτα αποτυχημένη ανοικοδόμηση του κράτους αποτελεί έναν όλεθρο του νεο-συντηρητισμού

Αν το δει κανείς καθαρά λογιστικά, η στρατηγική ήττα των ΗΠΑ –και της Δύσης– στο Αφγανιστάν και η παράδοση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν μοιάζει τρομακτικά με εκείνη της παράδοσης της Σαϊγκόν στους Βιετκόνγκ το 1975· προφανώς, οι Αμερικάνοι έχασαν χιλιάδες στρατιώτες στο Αφγανιστάν, όπου χάθηκαν και εκατοντάδες χιλιάδες λιγότερες ανθρώπινες ζωές συνολικά, ωστόσο η επέμβαση στη χώρα κόστισε περισσότερο απ’ όσο είχε κοστίσει εκείνη στο Βιετνάμ, με το συνολικό ποσό να ξεπερνάει τα δύο τρισεκατομμύρια δολάρια.

Η επιστροφή των Ταλιμπάν στη διακυβέρνηση του Αφγανιστάν σηματοδότησε και την απόλυτη επιστροφή του κοινωνικού σκοταδισμού. Ενδεικτικά, το καθεστώς απαγόρευσε άμεσα την πρόσβαση των γυναικών σε πάσης φύσεως εκπαίδευση και εργασία, επιβάλλοντάς τους να συνοδεύονται πάντα από άνδρες κατά την κυκλοφορία τους, επανέφερε τις δημόσιες εκτελέσεις –και μαστιγώματα, για ηπιότερα, αλλά πάντα θρησκευτικά, εγκλήματα– επέβαλε πλήρη έλεγχο στα ΜΜΕ, καταπίεσε τις υπόλοιπες εθνοτικές μειονότητες στη χώρα και εγκατέστησε ένα κράτος-παρία το οποίο στέκεται αποκλειστικά και μόνο μέσω του φόβου τον οποίο ασκεί στους πολίτες. Ειρωνικά, το Αφγανιστάν του 2021 δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνο του 1996. Με τη διαφορά ίσως πως οι Ταλιμπάν δεν επικράτησαν απλώς της ισχυρότερης υπερδύναμης της Ιστορίας με κύριο όπλο την υπομονή τους, εγκαθιστώντας ένα καθεστώς το οποίο δε μοιράζεται τίποτα με τη Δύση πέραν του ίδιου πλανήτη στον οποίο αναγκαστικά βρίσκεται, αλλά κληρονόμησαν και ένα τμήμα του βαρέος οπλισμού της, τον οποίο βρήκαν παρατημένο στις εγκαταλελειμμένες βάσεις γύρω από την Καμπούλ.

Η μεταναστευτική κρίση ξαναβάζει τους Ταλιμπάν στον χάρτη

Παρά την αμηχανία με την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετώπισε την επιστροφή των Ταλιμπάν στην Καμπούλ, οι Βρυξέλλες δεν προχώρησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, σε οποιαδήποτε αναγνώριση του νέου αφγανικού καθεστώτος, ανακατευθύνοντας την ευρωπαϊκή ανθρωπιστική βοήθεια προς τους Αφγανούς πολίτες μέσω της παρουσίας των Ηνωμένων Εθνών –και ορισμένων ΜΚΟ– εντός της αφγανικής επικράτειας. Παράλληλα, τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ, διατήρησαν σε ισχύ πρότερες κυρώσεις εναντίον των Ταλιμπάν, προχωρώντας και στην επιβολή νέων, με σκοπό τον οικονομικό στραγγαλισμό του καθεστώτος ώστε να αναγκαστεί να προχωρήσει σε μια σειρά συμβιβασμών υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων των γυναικών και των μειονοτήτων στη χώρα. Αντίθετα, οι μεγάλοι γεωπολιτικοί παίκτες, οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαρκή φάση σύγκρουσης υπερδυνάμεων με τη Δύση –ήτοι η Ρωσία και η Κίνα– προχώρησαν σε έναν προσεκτικό μεν, αλλά σαφή εναγκαλισμό δε, του σκοταδιστικού καθεστώτος· η μεν Ρωσία εκμεταλλεύτηκε την απουσία της Δύσης, συσφίγγοντας τους οικονομικούς και διπλωματικούς της δεσμούς με τους Ταλιμπάν, και αναγνωρίζοντας εντέλει το καθεστώς τον περασμένο Ιούλιο, ενώ η Κίνα –πιστή στο διπλωματικά μειλίχιο, αλλά στρατηγικά απολύτως αποτελεσματικό δόγμα του Πεκίνου– επένδυσε και εκείνη στις διμερείς διπλωματικές σχέσεις με την Καμπούλ, αλλά σε αμιγώς υλικοτεχνικό επίπεδο, εντάσσοντας σταδιακά το Στενό του Γουακάν, που ενώνει το Αφγανιστάν με το δυτικό άκρο της Κίνας, στον ευρύτερο στρατηγικό της σχεδιασμό ώστε να ενισχύσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα.

Ο πραγματισμός της Ρωσίας, όσο και της Κίνας, δεν σοκάρει φυσικά κανέναν. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, μια σειρά ευρωπαϊκών κυβερνήσεων φαίνονται πρόθυμες να προχωρήσουν σε μια –αναγκαστική– επαναπροσέγγιση με την Καμπούλ, στην προσπάθειά τους να ανταποκριθούν στην πίεση των εκλογικών τους σωμάτων αναφορικά με την αντιμετώπιση της μεταναστευτικής κρίσης, τόσο εντός των συνόρων τους, όσο και συνολικά εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας. Συγκεκριμένα, τόσο η γερμανική και η αυστριακή κυβέρνηση, όσο όμως και η ελβετική και η νορβηγική, έχουν είτε αποστείλει διπλωμάτες στην Καμπούλ ώστε να δημιουργηθεί μια πρώτη διπλωματική διμερής επαφή μεταξύ των χωρών τις οποίες εκπροσωπούν, είτε έχουν δεχθεί Αφγανούς διπλωμάτες, δηλαδή μέλη των Ταλιμπάν με διπλωματικά διαβατήρια του καθεστώτος. Προς το παρόν, οι Ταλιμπάν λειτουργούν μόνο μια επισήμως αναγνωρισμένη από εκείνους πρεσβεία στην Ευρώπη,  στο Όσλο –με τις προϋπάρχουσες διπλωματικές αποστολές να μην αναγνωρίζονται πλέον από την Καμπούλ–, ωστόσο η ίδρυση νέων πρεσβειών φαίνεται πως αποτελεί θέμα χρόνου, με τις σχετικές εξελίξεις να αναμένονται πρωτίστως στην Ισπανία και την Ολλανδία.

Ο λόγος είναι φυσικά πως οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, έχοντας αποδεχθεί τη ζοφερή πραγματικότητα στο Αφγανιστάν, όπως και το γεγονός πως δε μπορούν να κάνουν το παραμικρό πλέον ώστε να την αλλάξουν, υιοθετούν σταδιακά μια αμιγώς πραγματιστική προσέγγιση απέναντι στην Καμπούλ, επιχειρώντας να αποσπάσουν το μέγιστο: τη συμβολή των Ταλιμπάν στην επαναπροώθηση των Αφγανών πολιτών που έχουν μεταναστεύσει παρανόμως στην Ευρώπη, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό του εκάστοτε κράτους, και προκαλώντας κοινωνικές αντιδράσεις από τις οποίες επωφελούνται συστηματικά αντιστοίχως τα εκάστοτε ευρωσκεπτικιστικά, υπερσυντηρητικά και λαϊκίστικα κόμματα. Ενδεικτικά, το Reform UK του Νάιτζελ Φάρατζ, το οποίο προηγείται δημοσκοπικά εδώ και καιρό στο Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηρίζει πως η βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να πληρώσει τους Ταλιμπάν ώστε να αποδεχτούν την επιστροφή των Αφγανών μεταναστών στη χώρα.

Παρά την υπαρξιακού επιπέδου σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και του καθεστώτος της Καμπούλ, ενδεχομένως τα συμφέροντα τους να ταυτίζονται, έστω και σε ελάχιστα σημεία

Προφανώς, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν έχει εκφράσει την παραμικρή πρόθεση να αναγνωρίσει το καθεστώς των Ταλιμπάν, και το γνωρίζουν κι οι ίδιοι. Ωστόσο, μέσω της αδιαμφισβήτητης διπλωματικής τους επαναπροσέγγισης με τη Δύση, οι Ταλιμπάν φιλοδοξούν να πάρουν κι εκείνοι με τη σειρά τους το μέγιστο: οι οποιουδήποτε τύπου διπλωματικοί τους δεσμοί με τη Δύση όχι μόνο συμβάλλουν στην ισχυροποίηση του καθεστώτος τους, αλλά εξασφαλίζουν παράλληλα τη συνέχιση της οικονομικής, υλικοτεχνικής και ανθρωπιστικής βοήθειας, την οποία έχουν απόλυτη ανάγκη. Εξάλλου, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς την πρόκληση του τζιχαντιστικού Ισλαμικού Κράτους του Κορασάν, οι Ταλιμπάν έχουν αποδείξει στη Δύση πως έχουν τη δυνατότητα να κρατήσουν τη χώρα υπό τον έλεγχό τους, σε μια συνθήκη διττής σημειολογικής σημασίας, υπενθυμίζοντας πως υπάρχουν και χειρότερα, αλλά και πως –παρά την υπαρξιακού επιπέδου σύγκρουση μεταξύ της Δύσης και του καθεστώτος της Καμπούλ– ενδεχομένως τα συμφέροντα τους να ταυτίζονται, έστω και σε ελάχιστα σημεία.

Το στρατηγικό –και ηθικό– δίλημμα της Ευρώπης

Με τις ΗΠΑ να αδιαφορούν πλήρως για το Αφγανιστάν στην τρέχουσα χρονική συγκυρία –με τον Ντόναλντ Τραμπ να έχει αποδεχθεί μια κατάσταση απέναντι στην οποία, και να ήθελε, δεν έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει–, η Ευρώπη θα είναι εκείνη που θα κρίνει τον βαθμό στον οποίο το Αφγανιστάν θα εισέλθει εκ νέου και σταδιακά εντός του διεθνούς συστήματος. Από τη μία, η σύσφιξη των διπλωματικών δεσμών με την Καμπούλ θα εξυπηρετήσει, έστω και μερικώς, την αποκλιμάκωση της μεταναστευτικής στην Ευρώπη, η οποία απειλεί να παραλύσει τα πολιτικά συστήματα των πλέον κραταιών ευρωπαϊκών χωρών, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, και της Γερμανίας· η άνοδος του Φάρατζ, η απειλή μιας προεδρίας της Μαρίν Λεπέν και η αναγωγή του AfD στη θέση της γερμανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αποτελούν αιτίες, αλλά μόνο τα πιο κραυγαλέα από τα αμέτρητα συμπτώματα της αποδεδειγμένα και πανευρωπαϊκά αποτυχημένης διαχείρισης της παράνομης μετανάστευσης.

Όμως, η αντιμετώπιση αυτών ακριβώς των συμπτωμάτων, την οποία ακόμα και η επαναπροώθηση όλων των παράνομων Αφγανών μεταναστών στη Γηραιά Ήπειρο δεν πρόκειται να λύσει αν δεν υπάρξει ένας ευρωπαϊκός συντονισμός των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, απαιτεί την αξιακή έκπτωση της συνδιαλλαγής με τους σκοταδιστές θεοκράτες της Καμπούλ, οι οποίοι από το 2021 ζουν ξανά το μεσαιωνικό όνειρό τους, χωρίς κανένας να απειλεί να τους ξυπνήσει· ζόρικη πίστα. Στην πράξη, η Ευρώπη –ήτοι η ΕΕ, τα κράτη-μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και το Ηνωμένο Βασίλειο– έχει μόνο μία επιλογή, εφόσον επιλέξει να συνδιαλλαγεί με τους Ταλιμπάν: να λειτουργήσει ως υπερδύναμη, εκμεταλλευόμενη τη δυσθεώρητη οικονομική της ισχύ ώστε να πάρει το μέγιστο: την επαναπροώθηση των παρανόμων Αφγανών μεταναστών πίσω στο Αφγανιστάν, και την παράλληλη εξασφάλιση ενός μίνιμουμ επιπέδου κοινωνικών συνθηκών, οι οποίες να επιτρέπουν ένα ελάχιστο επίπεδο ζωής και αξιοπρέπειας για τους Αφγανούς πολίτες. Το 2001, οι Αμερικάνοι νεο-συντηρητικοί έθεσαν τον πήχη στη στρατόσφαιρα, και το 2025 –αναπόφευκτα– τον είδαν να καταρρέει συνθλίβοντας την αφέλειά τους· το 2025, οι Ευρωπαίοι ίσως έχουν τη δυνατότητα να πάρουν από τους Ταλιμπάν τις ανθρωπιστικές συνθήκες που στη Δύση μοιάζουν ελάχιστες και εξευτελιστικές, αλλά δυστυχώς για το Αφγανιστάν αποτελούν το μέγιστο, εκμεταλλευόμενοι την ισχύ της Ευρώπης, την οποία είναι καιρός ίσως να συνειδητοποιήσουν πως διαθέτουν.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY