Κοσμος

51 χρόνια μετά το μοιραίο 1974: Το Κυπριακό στα πρόθυρα της λήθης;

Τι (δεν) μαθαίνουν οι νέες γενιές για την Κύπρο και γιατί

Γιάννης Στεφανίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το Κυπριακό ως καθρέφτης της συλλογικής μας αμνησίας.

Το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974, δεν με ξύπνησαν οι σειρήνες. Με σήκωσε από το κρεβάτι το τηλεφώνημα του πατέρα από τη δουλειά του (τότε ίσχυε ακόμα η εργάσιμη εβδομάδα των έξι ημερών). «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο» μας ανακοίνωσε. Όσοι ακούγαμε Deutsche Welle και BBC δεν πέσαμε από τα σύννεφα. Ανοίγοντας το ελληνικό ραδιόφωνο, το διαμέρισμα πλημμύρισαν εμβατήρια. Τα ίδια και η τηλεόραση, με τη διαφορά ότι τη μουσική συνόδευαν καρέ από την πολεμική αρετή των Ελλήνων. Το μονότονο αυτό πρόγραμμα διέκοπταν τα δελτία ειδήσεων και το διάγγελμα με το οποίο ο «πρόεδρος» - στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης ανήγγελλε την κήρυξη γενικής επιστράτευσης. Κάποια στιγμή, από το μπαλκόνι, το βλέμμα μου περιπλανήθηκε πάνω από τις πολυκατοικίες και έπειτα στον ουρανό. Σάμπως να έβλεπα τον ορίζοντα της πόλης για τελευταία φορά προτού αρχίσουν να πέφτουν οι βόμβες των Τούρκων;

Το 1974, οι άνθρωποι της ηλικίας μου ήταν αρκετά μικροί ώστε να μην έχουν πιο άμεση συμμετοχή στα γεγονότα, αλλά αρκετά μεγάλοι ώστε να τα ανακαλούν σήμερα, όπως ανακαλούν και τα συναισθήματα εκείνων των ημερών. Τότε, στην πρώιμη εφηβεία, πήραμε μια γεύση του τι σημαίνει να ζεις «ιστορικές στιγμές», έστω και, όπως φάνηκε στη συνέχεια, από απόσταση ασφαλείας – σε αντίθεση με τους ανθρώπους στην Κύπρο.

Σήμερα, με τρόμο διαπιστώνω ότι τα «γεγονότα» (όπως επικράτησε να λέγονται) του 1974 απέχουν από την εποχή μας σχεδόν όσο απείχε η Μικρασιατική Καταστροφή από τον δραματικό εκείνο Ιούλιο. Πενήντα ένα χρόνια μετά, και έχοντας διδάξει νεότερη και πρόσφατη ιστορία του Κυπριακού κάμποσα χρόνια, εκτιμώ ότι το ενδιαφέρον και η γνώση για το ζήτημα αυτό, που σημάδεψε την εθνική μας ιστορία, φθίνουν. Πλην μιας ετήσιας επετειακής εκδήλωσης (συνήθως την 1η Απριλίου), οι μαθητές στην Ελλάδα δεν έχουν καμιά επαφή με τη νεότερη ιστορία της Κύπρου (του δεύτερου ελληνόφωνου κράτους σήμερα), κατ’ αναλογία με τη δική μας γενιά, για την οποία ο Διχασμός και το Μικρασιατικό ήταν πολύ «πρόσφατα» για να διδάσκονται (η ύλη για μας σταματούσε στο ένδοξο 1912-13). Θυμάμαι, λοιπόν, την απάντηση που κάποτε μου έδωσε φοιτήτρια στην ερώτηση: «Με ποιο πανελλήνιο αίτημα το Κυπριακό μπήκε στην αρένα της διεθνούς πολιτικής;» Και η απάντηση ήταν: «Δεν γνωρίζω, κύριε, αλλά για τέτοιες ερωτήσεις υπάρχει το Google»!

Υποθέτω πως, με την πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, οι σχετικές εφαρμογές θα πληροφορήσουν τους ενδιαφερόμενους ότι το Κυπριακό ζήτημα δημιουργείται όταν οι Ελληνοκύπριοι ζητούν επίμονα την Ένωση με την Ελλάδα και η κατέχουσα δύναμη, η Βρετανία, αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημα, με συνέπεια την πρώτη ελληνική προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη (1954) και την έναρξη του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ (1955). Πουθενά η δημοφιλής εφαρμογή που δοκίμασα δεν αναφέρει τον ρόλο του ισχυρότερου (επί δεκαετίες) κυπριακού κόμματος, του κομμουνιστικού ΑΚΕΛ. Το φθινόπωρο του 1949, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου στην Ελλάδα, το ΑΚΕΛ έθεσε ζήτημα διεξαγωγής δημοψηφίσματος στην Κύπρο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ώστε να διαπιστωθεί η βούληση των Κυπρίων σχετικά με το πολιτικό μέλλον του νησιού: να παραμείνει αποικία του βρετανικού στέμματος ή να ενωθεί με τη «μητέρα-πατρίδα» (αυτή την άστοργη που έστελνε κομμουνιστές στο εκτελεστικό απόσπασμα);

Έτσι ξεκίνησε η σύγχρονη φάση του Κυπριακού, που μετρά τρία τέταρτα αιώνα – και όχι 51 χρόνια, από το μοιραίο 1974. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1970, το ζήτημα, με λίγες εξαιρέσεις, απασχολεί όλο και λιγότερο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Για τον δημοσιογραφικό κόσμο «δεν πουλάει». Οι λίγες εξαιρέσεις συνδέονται κυρίως με δυσάρεστες εξελίξεις (η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, οι φόνοι Ελληνοκυπρίων στη Νεκρή Ζώνη, η κρίση των S-300, το Σχέδιο Αννάν). Είκοσι και πλέον χρόνια από το δημοψήφισμα του 2004, το Κυπριακό ακολουθεί τη μοίρα των διεθνών προβλημάτων χαμηλής έντασης.

Η σχετική αφάνεια του Κυπριακού από τα ενδιαφέροντα των Ελλαδιτών (ή Καλαμαράδων, στα κυπραίικα) δεν είναι μόνο ζήτημα παιδείας και επιλογών των ΜΜΕ. Είναι μετατραυματικό σύμπτωμα μιας κοινωνίας που παθιάστηκε με την Ένωση της Κύπρου μεταξύ 1950-1974, είδε το πανελλήνιο αυτό αίτημα να ματαιώνεται επανειλημμένα, βίωσε την ταπείνωση της ήττας, και έμαθε να ζει με την de facto διχοτόμηση ενός νησιού που «κείται μακράν» αλλά, σε πείσμα της iστορίας του, ευημερεί. Εξίσου ευημερεί και η ακαδημαϊκή έρευνα για το Κυπριακό. Ωστόσο, τα πορίσματά της δεν αγγίζουν, ακόμα, τη Δημόσια Ιστορία. Εκεί, εξακολουθούν να επικρατούν σιωπές και στερεότυπα. Έτσι, χάνεται ένα μοναδικό, ακριβοπληρωμένο μάθημα: Πώς να μην πορευόμαστε σε έναν κόσμο όπου η ισχύς είναι άνισα κατανεμημένη και το δίκαιο παραμένει ζήτημα ερμηνείας.