Κοσμος

Ντιτρόιτ: Έτσι ανέκαμψε η πόλη του Μίσιγκαν

Μια ιστορική βιομηχανική μεγαλούπολη που αργοπέθαινε, ξαναζωντανεύει
Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ντιτρόιτ: Μια νέα εποχή ανάκαμψης φαίνεται πως ξεκινά για την ιστορική μεγαλούπολη των ΗΠΑ

Για πάνω από σαράντα χρόνια, το Ντιτρόιτ, που είχε υπάρξει ένα από τα πιο θριαμβικά βιομηχανικά κέντρα στον κόσμο, παρήκμαζε με θεαματικό τρόπο. Η χειρότερη περίοδος ήταν η πενταετία 2008-2013: ολόκληρες γειτονιές είχαν εγκαταλειφθεί· η φύση είχε εισβάλει στην πόλη· δέντρα φύτρωναν μέσα στα μισοερειπωμένα σπίτια· αρουραίοι ροκάνιζαν τις ξύλινες στέγες. Σήμερα, η κατάσταση βελτιώνεται: το Ντιτρόιτ δίνει το καλό παράδειγμα σε όλες τις πόλεις που αντιμετωπίζουν οικονομική, κοινωνική και θεσμική κατάρρευση.

Μετά τις φυλετικές ταραχές του 1967, πολλές λευκές μεσοαστικές οικογένειες εγκατέλειψαν το κέντρο του Ντιτρόιτ (φαινόμενο “white flight”) και ολόκληρο το Μίσιγκαν. Λίγο αργότερα, η αποβιομηχάνιση και η αυτοματοποίηση οδήγησαν σε απολύσεις βιομηχανικών εργατών, ιδιαίτερα στην αυτοκινητοβιομηχανία από την οποία εξαρτάται εν πολλοίς η τοπική οικονομία. Το κλείσιμο μερικών εργοστασιακών μονάδων των τριών μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών (Ford, General Motors, Chrysler) και η μεταφορά μέρους της παραγωγής σε άλλες πολιτείες ή χώρες (Μεξικό, Κίνα) προκάλεσαν υψηλή ανεργία, εγκατάλειψη της πόλης από εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους, μείωση των εσόδων του δήμου και υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Από το 1950 μέχρι το 1990, ο πληθυσμός μειώθηκε από 1,85 εκατομμύρια σε 1 εκατομμύριο, κι από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Ντιτρόιτ χαρακτηρίστηκε η “Murder Capital of the U.S.” —στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή πολλές αμερικανικές μεγαλουπόλεις διεκδικούσαν τον τίτλο. Το 1991, την πιο φονική χρονιά για όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, στο Ντιτρόιτ σημειώθηκαν 686 ανθρωποκτονίες· ένα ρεκόρ —στη συνέχεια, η εγκληματικότητα, που είχε κορυφωθεί σε ολόκληρη τη χώρα, άρχισε να υποχωρεί σχεδόν παντού με την εφαρμογή ποικίλων μέτρων και με τη συμβολή μιας θετικής οικονομικής συγκυρίας. Στο μεταξύ, η κρίση του κρακ και η επιδημία του AIDS που είχαν συμπέσει με την στροφή του αμερικανικού καπιταλισμού στον χρηματιστηριακό τομέα —αντί για βιομηχανικά προϊόντα, οι ΗΠΑ άρχισαν να παράγουν φούσκες— μεταμόρφωσε τα αστικά τοπία, συμπεριλαμβανομένου του Ντιτρόιτ.

Το 2013, το Ντιτρόιτ έγινε η μεγαλύτερη πόλη στην ιστορία των ΗΠΑ που κήρυξε πτώχευση, σημειώνοντας χρέος άνω των 18 δισ. δολαρίων. Η πληθυσμιακή απώλεια 60% από το 1950 έως το 2010, η ανεργία, η φτώχεια, η συρρίκνωση των υποδομών, οι κατασχέσεις ακινήτων, τα εγκαταλελειμμένα σχολεία, τα άδεια κτίρια, τα σβηστά φανάρια της τροχαίας συγκροτούσαν εικόνα μαρασμού. Σε συνοικίες όπως το Μπέλμοντ, το Όσμπορν, το Μπράιτμορ, επικρατούσε η ανησυχητική σιωπή της αστικής ερήμου που διακοπτόταν κάπου κάπου από πυροβολισμούς. No-go areas.

To Nτιτρόιτ, αν και βόρεια πόλη, έχει εθνοτική και φυλετική σύνθεση μεγαλούπολης του αμερικανικού Νότου με ποσοστό Αφροαμερικανών 76,79%, ισπανόφωνων 8% και «μεικτής φυλής» περίπου 5%. Με διάμεσο (όχι μέσο) ετήσιο οικογενειακό εισόδημα νοικοκυριού 56.528 δολάρια, το ποσοστό φτώχειας κυμαίνεται γύρω στο 31%. Αλλά το 2024, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, στον πληθυσμό προστέθηκαν 1.852 κάτοικοι: δεν είναι πολλοί, δείχνουν όμως μια τάση που αποδίδεται σε επενδύσεις προσιτής στέγασης, δημιουργία θέσεων εργασίας και βελτίωση των υποδομών. Με λίγα λόγια, το Ντιτρόιτ έχει εισέλθει σε φάση ανάκαμψης με καινοτομία και κοινωνικά προγράμματα τα οποία έχουν συμβάλει στην ανατροπή της καμπύλης της εγκληματικότητας παρά τη μικρή επιδείνωση που κατεγράφη στη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19.

Το πρώτο που άλλαξε ήταν το μοντέλο της αστυνόμευσης: ο αρχηγός της αστυνομίας από το 2013 μέχρι το 2024, ένας Aφροαμερικανός ονόματι James White, εφάρμοσε κοινοτική, διατομεακή και ήπια προσέγγιση με ομάδες Παρέμβασης σε Κρίσεις (Crisis Intervention Teams), συνεργασία αστυνομικών με ειδικούς ψυχικής υγείας, συνεκπαίδευση αστυνομικών σε ζητήματα τραύματος και συμπεριφοράς (trauma-informed policing), επανακαθορισμό του ρόλου του περιπολικού (όχι ως κατασταλτικός και εκφοβιστικός μηχανισμός, αλλά ως μέσον επαφής με την κοινότητα), στρατηγική εστίασης στο 2% του πληθυσμού που διαπράττει τα περισσότερα εγκλήματα, επιτήρηση όπου χρειάζεται, προγράμματα όπως το FORCE Detroit που προβλέπει «ουδέτερες ζώνες» για παρέμβαση προτού ξεσπάσει βία και εκδηλώσεις όπως “peacenics” (συμφιλιωτικά πάρτι και πικνίκ γειτονιάς).

Ο White εφάρμοσε το αντίθετο από ό,τι ο Rudy Giuliani και ο William J. Bratton, γνωστοί για την πολιτική της μηδενικής ανοχής (zero tolerance) στη Νέα Υόρκη στη δεκαετία του 1990: το Ντιτρόιτ πέρασε από το μοντέλο της «αστυνόμευσης ισχύος» σε ένα μοντέλο «κοινότητας και φροντίδας» που φαίνεται να οδηγεί σε μείωση των ανθρωποκτονιών και να ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας με παράλληλη βελτίωση της σχέσης πολιτών-αστυνομίας. Ήδη από το τέλος του 2023, η πόλη κατέγραψε τις λιγότερες ανθρωποκτονίες από το 1966, μείωση 18% από το 2022, ενώ οι μη θανατηφόροι πυροβολισμοί μειώθηκαν κατά 16% και οι κλοπές αυτοκινήτων κατά 33%.

Το Ντιτρόιτ βρίσκεται στην αιχμή μιας εθνικής τάσης —οι ανθρωποκτονίες μειώνονται σχεδόν σε όλες τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις— και η περίπτωσή του παραμένει μοναδική: μετασχηματίζοντας την παραδοσιακή αστυνόμευση, οι δημοτικές και αστυνομικές αρχές αντιμετωπίζουν τον εγκληματία όχι μόνο ως υποψήφιο κρατούμενο αλλά και ως πάσχοντα. Το Ολοκληρωμένο Δίκτυο Υγείας της μητροπολιτικής περιοχής του Ντιτρόιτ (DWIHN) στελεχώνει τα τηλεφωνικά κέντρα επείγουσας ανάγκης (το 911) με επαγγελματίες ψυχικής υγείας και προσφέρει εβδομαδιαία εκπαιδευτικά προγράμματα για τους αστυνομικούς, ώστε να ξεμάθουν τον ρόλο του νταή. (Παρόμοια προσέγγιση χρησιμοποιεί από πέρυσι μια αστυνομική ομάδα στο Μέμφις του Τεννεσσή, αλλά μια ομάδα δεν αρκεί: το Μέμφις εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της εγκληματικότητας.)

Για τον White, ο οποίος είναι εκπαιδευμένος σύμβουλος ψυχικής υγείας, η φροντίδα για την ψυχική υγεία των μελών της κοινότητας δεν ήταν η μόνη στρατηγική: παρουσίασε επίσης ένα σχέδιο 12 σημείων για την «καλοκαιρινή αύξηση των βίαιων επιθέσεων» επιβάλλοντας απαγόρευση κυκλοφορίας σε τόπους και χρόνους υψηλού κινδύνου (όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των αγώνων drag racing), αυξάνοντας τους μισθούς των αστυνομικών και διευκολύνοντας την επανένταξη των κρατουμένων που αποφυλακίζονται. Το σχέδιο φαίνεται ότι πέτυχε· τα τελευταία δύο χρόνια δεν καταγράφεται αύξηση της παραβατικότητας στη διάρκεια του καλοκαιριού —σημειώνω εδώ ότι το εν λόγω φαινόμενο αποδίδεται στο ότι είναι κλειστά τα σχολεία, άρα οι έφηβοι περιφέρονται στους δρόμους, καθώς και στο ότι πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές επαφές στον δημόσιο χώρο, άρα αυξάνεται η κατανάλωση οινοπνεύματος και διευκολύνεται η κυκλοφορία όπλων.

Αυτά τα προγράμματα δεν θα ήταν εφικτά αν το Ντιτρόιτ δεν είχε δεχτεί βοήθεια 826 εκατομμυρίων δολαρίων από το Ταμείο Διάσωσης των ΗΠΑ κι από οργανώσεις της civil society που στήριξαν την πολιτική του White. Αν και από τον Οκτώβριο του 2024 ο White δεν είναι πια δήμαρχος —διορίστηκε Διευθύνων Σύμβουλος του DWIHN, που παραμένει ο μεγαλύτερος οργανισμός ψυχικής υγείας στο Μίσιγκαν εξυπηρετώντας πάνω από 123.000 άτομα— ο διάδοχός του, ο επίσης Αφροαμερικανός Todd Bettison, συνεχίζει την πολιτική του. Ο Bettison επιμένει σε πρωτοβουλίες όπως το Το “Walk a Mile Wednesday”, μια πρωτοβουλία της Αστυνομίας του Ντιτρόιτ που ξεκίνησε το 2021 και πραγματοποιείται κάθε δεύτερη Τετάρτη τα καλοκαίρια, σε διαφορετικές περιοχές της πόλης: αστυνομικοί και πολίτες περπατούν μαζί για ένα μίλι, συζητώντας και ανταλλάσσοντας απόψεις, με σκοπό να ενημερώνεται η αστυνομία για τα προβλήματα του κοινού και να χτίζεται κάποια σχέση εμπιστοσύνης. Τα επεισόδια αστυνομικής βίας, αν και πολύ σπανιότερα από ό,τι σε παλιότερες εποχές, έχουν πλήξει το κύρος και την αξιοπιστία της αστυνομίας, όπως εξάλλου και η αδιαφάνεια την οποία ο Bettison έχει σχεδόν εξαλείψει. Η διαφθορά στην αστυνομία, που οργίαζε στις δεκαετίες του 1970-80, έχει αντιμετωπιστεί με αξιοσημείωτη επιτυχία.

Η οικονομία του Ντιτρόιτ αναμένεται να αναπτυχθεί την περίοδο 2025-2029. Οι προβλέψεις δείχνουν αύξηση της απασχόλησης κατά 1% και των θέσεων εργασίας στην πόλη κατά 1,1% μέχρι το τέλος του 2025. Η αύξηση των μισθών προβλέπεται γύρω στο 3,8% ετησίως, φτάνοντας τα 55.000 δολάρια («μέσο» εισόδημα) έως το 2029 και μειώνοντας το εισοδηματικό χάσμα. Η παραδοσιακή αυτοκινητοβιομηχανία παραμένει πυλώνας της οικονομίας: η Ford επένδυσε πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια για την ανακαίνιση του σταθμού Michigan Central, μετατρέποντάς τον σε κόμβο καινοτομίας και φιλοξενώντας πάνω από 100 νεοφυείς επιχειρήσεις. Στην πόλη ανακαινίζονται ιστορικά κτίρια και γίνονται επενδύσεις σε υποδομές: το Book Tower, ένας εμβληματικός ουρανοξύστης, μετατράπηκε σε κτίριο ποικίλων χρήσεων με κατοικίες, εστιατόρια και ξενοδοχειακές μονάδες.

Παραλλήλως, οι επενδύσεις σε προσιτή στέγαση, ύψους 1 δισεκατομμυρίου την τελευταία πενταετία, ενισχύουν τη βιωσιμότητα των κοινοτήτων. Αλλά, παρά την πρόοδο, το Ντιτρόιτ αντιμετωπίζει ακόμα υψηλά ποσοστά φτώχειας, σχεδόν τριπλάσια του εθνικού μέσου όρου, και αυξανόμενα κόστη στέγασης λόγω του εξευγενισμού. Η ανεργία παραμένει γύρω στο 10,4% —με πτωτική τάση. Από την άλλη πλευρά, όσοι έχουν αγαπήσει την πόλη κι όσοι τη βλέπουν ως σύμβολο μιας παραδοσιακής αμερικανικής ιδέας του άστεως και της παραγωγής, χαίρονται περνώντας έξω από τη Art Deco 15ώροφη Lee Plaza που ανακαινίζεται μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης, από το κτίριο Farwell που ξαναβρήκε τη λάμψη του κι από το θέατρο Majestic όπου επί χρόνια κρεμόταν θλιβερά η κατεστραμμένη μαρκίζα: σήμερα τα φώτα στη μαρκίζα του Majestic αναβοσβήνουν όπως τις παλιές ένδοξες μέρες.