Κοσμος

Ποιοι είναι οι βάνδαλοι στη Γαλλία και τι θέλουν να μας πουν;

Το θέμα δεν είναι μόνο ποιος προκαλεί την κοινωνική διάλυση, αλλά κυρίως ποιος την προλαμβάνει και πώς την επανορθώνει

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ποιοι είναι οι βάνδαλοι στη Γαλλία και τι θέλουν να μας πουν;
© Abdulmonam Eassa/Getty Images

Η Σώτη Τριανταφύλλου σχολιάζει τις ταραχές στη Γαλλία: πού κάνουμε το λάθος;

Ποιοι είναι επιτέλους οι βάνδαλοι που κάθε τόσο ξεχύνονται σε ορδές στους δρόμους στη Γαλλία; Τι φταίει γι’ αυτές τις επαναλαμβανόμενες ταραχές; Πράγματι, η γαλλική κοινωνία απειλείται με διάλυση και τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Δεν υπερβάλλω και ίσως το έχω ξαναγράψει με τις ίδιες λέξεις: αν και η «νεολαία των προαστίων» δεν είναι ούτε συμπαγής ομάδα, ούτε ο απόλυτος δημόσιος κίνδυνος, ενσαρκώνει ένα πρόβλημα για το οποίο προσπαθώ να μιλήσω επί δεκαετίες συναντώντας πολλά εμπόδια. Η άρνηση ένταξης στη γαλλική κοινωνία δεν απορρέει μόνο από την οκνηρία, τον συστημικό ρατσισμό και τις λανθασμένες πρακτικές εκ μέρους των αρχών· είναι ζήτημα εθνοτικού και ταξικού μίσους εκ μέρους των ίδιων των μαζών. Αν και σε όλες τις χώρες υπάρχουν παρόμοιες πληθυσμιακές ομάδες που ακροβατούν στο κοινωνικό περιθώριο —με αποτέλεσμα να «εξεγείρονται» με ποικίλες αφορμές και σε ποικίλες αναλογίες ή δυσαναλογίες ως προς τα γεγονότα— η Γαλλία εμφανίζει κάποιες ιδιαιτερότητες. Πιστεύω ότι αυτές οι ιδιαιτερότητες οφείλονται περισσότερο στο γαλλικό νομικό πλαίσιο και στις αρτηριοσκληρωτικές θέσεις των πολιτικών δυνάμεων παρά στην ίδια τη φύση της περιθωριακής νεολαίας. Οι κουκουλοφόροι των γαλλικών προαστίων δεν έχουν να πουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τους ομολόγους τους στο Ζεφύρι, στο Luton του μείζονος Λονδίνου, ή στο νότιο Μέμφις: η καταγωγή είναι διαφορετική, η στάση έναντι του νόμου και του πολιτισμού είναι παρόμοια.

Οι περιοχές με μεγάλη πυκνότητα οικογενειών που προέρχονται από την εξω-ευρωπαϊκή μετανάστευση βρίσκονται συνήθως σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το κέντρο των γαλλικών μεγαλουπόλεων και συνδέονται με αυτό μέσω ενός ικανοποιητικού συγκοινωνιακού δικτύου: δεν υπάρχουν τείχη· υπάρχει μια νοητή τάφρος, ένα συμβολικό σύνορο που χωρίζει δύο συχνά διαφορετικές πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές αντιλήψεις — στις προαστιακές ζώνες έχουν κτιστεί από τις δεκαετίες 1960-70-80 συγκροτήματα κατοικιών χαμηλού ενοικίου μαζί με μια σειρά υποδομές που εξυπηρετούν τον τοπικό πληθυσμό. Όταν δημιουργήθηκαν όλα τούτα, όλοι φαίνονταν ευχαριστημένοι: μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, συνέρρεαν στη Γαλλία χιλιάδες από το Μαγκρέμπ και την υποσαχάρια Αφρική και εγκαθίσταντο εντός και εκτός του κέντρου των πόλεων — όπου βρήκαν οικείο κύκλο, εργασία και κατάλληλη στέγη. Πολλοί μετανάστες εγκαταστάθηκαν στο κέντρο του Παρισιού, της Λυόν ή της Μασσαλίας: δεν υπήρξε κάποιο σατανικό σχέδιο για να αποκλειστούν στα προάστια· η έννοια της εσώτερης πόλης που διακρίνουμε στα αμερικανικά αστικά κέντρα, δεν λείπει ούτε από τη Γαλλία. Για παράδειγμα, πολλές γειτονιές του Παρισιού, όπως η Goutte d’Or, ήταν και παραμένουν θύλακες παλιών και νεότερων μεταναστών. Με λίγα λόγια: δεν τίθεται κανένα ζήτημα φυλετικού διαχωρισμού.

Το πολεοδομικό πρότυπο των λαϊκών πολυκατοικιών, των «cités», ήταν πρόχειρο και εφαρμόστηκε με επείγουσες διαδικασίες για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της έλλειψης στέγασης. Το χαμηλό ποσοστό ατομικής ιδιοκτησίας, ο συνωστισμός και η απουσία πολιτικής κουλτούρας των κατοίκων συνέβαλαν στην παραμέληση και στη γοργή παρακμή αυτών των προαστίων. Όταν άρχισαν να σπάνε παράθυρα και να μην αντικαθίστανται, όλα τα παράθυρα ξεχαρβαλώθηκαν — και παρ’ όλ’ αυτά, αν διασχίσει κανείς το St Denis ή το Mantes-la-Jolie δεν έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για «γκέτο»· αν βεβαίως ξέρουμε τι σημαίνει «γκέτο». Μάλλον έχει την αίσθηση ότι γύρω του υπάρχουν περισσότερα σουβλατζίδικα απ’ όσα θα περίμενε· ο αέρας μυρίζει κεμπάπ. Σίγουρα, μερικά προάστια —αλλά και μερικές κεντρικές συνοικίες— έχουν αφρικανική ατμόσφαιρα, πράγμα που σημαίνει ότι οι άνθρωποι περνούν περισσότερο χρόνο στον δρόμο παρά στο εσωτερικό του σπιτιού τους: στο Château Rouge, στο Παρίσι, μπορείς να δεις κόσμο να μαγειρεύει καταμεσής στο πεζοδρόμιο· μερικοί άνθρωποι το βρίσκουν χαριτωμένο, άλλοι ξενίζονται· ορισμένοι μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους «Γυρίστε στην Αφρική!»

Αλλά το πρόβλημα δεν έγκειται φυσικά στον τρόπο ζωής και στις γραφικότητες που προκύπτουν από την πολυπολιτισμικότητα. Το πρόβλημα είναι η ίδια η πολυπολιτισμικότητα: το ότι δηλαδή πολλές κοινότητες δεν διαφέρουν από τον κοινωνικό κορμό μονάχα ως προς κάποια έθιμα, φαγητά και μουσικές, αλλά ως προς τη συνολική κοσμοαντίληψη και την πρόσληψη του νόμου και της ιδέας της κοινότητας. Το Ισλάμ, ο αραβικός εθνικισμός, το μίσος για τους Γάλλους –τους πρώην αποικιοκράτες, τους «λευκούς»– μαζί με το αίσθημα της αδικίας στη διαχρονία και στη συγχρονία συνενώνονται σε ένα όργιο αντι-γαλλικής προπαγάνδας η οποία ευνοεί την αποκοπή ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων από το κοινωνικό σώμα.

Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες ενσωμάτωσής τους και πολλές προσπάθειες ακόμα πιο ριζικού διαχωρισμού τους. Οι μουσουλμάνοι των προαστίων δεν είναι «ξεχασμένοι από το σύστημα»· αντιθέτως, το «σύστημα» ασχολείται διαρκώς μαζί τους πασχίζοντας να βρει λύσεις στο πρόβλημα της ελλιπούς εκπαίδευσης των παιδιών και των νέων, στις μαθησιακές δυσκολίες, στην παραβατικότητα, στην αεργία. Σήμερα, γύρω στα 6.000.000 άτομα ζουν σε περίπου 1.200 συνοικίες που θεωρούνται «ευαίσθητες»: όμως, ποια είναι ακριβώς τα ευαίσθητα σημεία τους;

Το πρώτο είναι η αναδίπλωση στο εσωτερικό τους: οι κοινότητες έχουν λιγοστές αλληλεπιδράσεις με όσους πολίτες δεν είναι όμοιοί τους από εθνο-θρησκευτική άποψη. Όπως παλιότερα οι Καθολικοί συγκεντρώνονταν γύρω από τις ενορίες τους, έτσι σήμερα οι μουσουλμάνοι συγκεντρώνονται γύρω από τα τζαμιά. Η αιτία δεν είναι οικονομική, ούτε μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στη μεταναστευτική πολιτική ή στην πολιτική του άστεως. Ο κοινοτισμός είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο που είτε ενθαρρύνεται, είτε αποθαρρύνεται από την πολιτική —δεν δημιουργείται από αυτή. Πιστεύω ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, παρά τη λανθασμένη αντίληψη της γαλλικής αριστεράς για τη μη-ένταξη των προερχομένων από τη μετανάστευση, ο κοινοτισμός στη Γαλλία δεν ενθαρρύνεται από τις αρχές, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στη Βρετανία ή στις ΗΠΑ. Αλλά, έχει ενθαρρυνθεί στο παρελθόν: τόσο από τον Ζακ Σιράκ —ο πιο γκαφατζής πρόεδρος στα ζητήματα των αλλοδαπών— όσο κι από το σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο τώρα προσπαθεί να συμμαζέψει τα λάθη του παρά την εγγύτητά του με την Ανυπότακτη Γαλλία στο εσωτερικό της Nupes.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως η χωρική και κοινωνική αναδίπλωση οδηγεί τις μουσουλμανικές κοινότητες σε έναν διαφορετικό χρόνο· σ’ ένα παρελθόν το οποίο όλοι οι άλλοι θα ήθελαν να ξεχάσουν ώστε να προχωρήσουν: το παρελθόν της θρησκοληψίας, των δεισιδαιμονιών και ταυτοχρόνως του πολεμικού πνεύματος μεταξύ Γάλλων και αποικιοκρατουμένων. Επιπλέον, είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι οι νεότερες γενιές, που δεν έζησαν π.χ. τα δύσκολα χρόνια του πολέμου της Αλγερίας, επιμένουν περισσότερο στην ιστορική σύγκρουση από όσο οι παλιότερες γενιές. Γιατί άραγε; Κατ’ αρχάς, έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διδάσκεται η ιστορία στο σχολείο και έξω από αυτό: σήμερα η ενοχοποιητική ιστορία, αν και δικαιότερη, δεν φαίνεται να έχει καλά αποτελέσματα για την κοινωνική συνοχή η οποία μας είναι απολύτως απαραίτητη — μόνο η άκρα αριστερά διαφωνεί σ’ αυτή την τελευταία πρόταση. Κατά δεύτερο λόγο, η υποχώρηση της κοσμικότητας, η ανεξέλεγκτη ίδρυση τζαμιών και ισλαμικών κέντρων, έχει δημιουργήσει, όπως έχω γράψει πολλές φορές, ένα τρομερό δίκτυο προσηλυτισμού. Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός θα έπρεπε να απαγορεύεται ως πρακτική στον σύγχρονο κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, απόρροια της θρησκείας και του ακραίου πατριαρχικού σχήματος στις εν λόγω κοινότητες είναι οι μορφές βίας στις οποίες επιδίδεται το τοπικό αρσενικό πρότυπο: η οπλοφορία, η βαναυσότητα προς τις γυναίκες, οι βεντέτες, οι μονομαχίες, οι σούζες, ακόμα και η πώληση ναρκωτικών σε κουτόφραγκους εντάσσονται στο μεσογειακό ή αφρικανικό macho πλαίσιο που εντείνεται και επικυρώνεται από τη συχνά αόριστη πίστη στον Αλλάχ.

Το λαϊκό, το θεωρητικά εκκοσμικευμένο, σχολείο είναι δωρεάν και υποχρεωτικό για όλους, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να τραβήξεις κάποιον από το αυτί και να τον καθίσεις στο θρανίο. Εξάλλου, οι οικογένειες χάνουν πολύ σύντομα τον έλεγχο των παιδιών, των αγοριών κυρίως, πράγμα που φυσικά δεν έχει αντίκτυπο στα βοηθήματα και στα επιδόματα τα οποία εισπράττουν. Το ζήτημα των κοινωνικών παροχών προκαλεί αγανάκτηση στους φορολογουμένους, αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω τι θα συνέβαινε χωρίς αυτές. Ίσως η κατάσταση να ήταν ακόμα χειρότερη. Μια λύση θα ήταν να τεθούν όροι: να μη μοιράζονται χρήματα οριζοντίως και αδιακρίτως, αλλά να τίθενται προϋποθέσεις παιδείας, εργασίας, συμμόρφωσης στους νόμους.

Αν και στις ΗΠΑ η καταστολή παρόμοιων νεανικών κοινοτήτων έχει αποτύχει —πράγματι, δεν μπορούμε να ξέρουμε με ακρίβεια τι θα συνέβαινε με περισσότερη επιείκεια— πολλοί πλέον στη Γαλλία καλούν για περισσότερη αυστηρότητα, για τον λεγόμενο παραδειγματισμό. Πρόκειται για δύσκολες αποφάσεις: θα βαλθούμε να κλείνουμε στη φυλακή 18χρονα; Άλλωστε, στις γαλλικές φυλακές υπάρχει συνωστισμός… Μήπως, προτού φτάσουμε εκεί θα ήταν προτιμότερο να εφαρμόζονται οι νόμοι και να αποδίδονται δίκαιες ποινές; Προς το παρόν, οι βανδαλισμοί και τα τοιαύτα, παρά τις συλλήψεις, αποδίδονται στο ένστικτο της αγέλης, ο ένας ρίχνει το φταίξιμο στον άλλον, και τελικά, αν και στο κλειστό σύστημα των αστυνομικών τμημάτων μπορούν να συμβούν κάμποσες στραβές, επιστρέφουν όλοι στη μαμά τους. Οι «στραβές», που αποκαλύπτουν την αγανάκτηση των αστυνομικών, τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο του μίσους. Καμιά φορά, όπως συνέβη με τον Ναέλ στη Ναντέρ, οι αστυνομικοί είναι ανίκανοι να συγκρατηθούν: το ποτήρι έχει ξεχειλίσει ήδη από πάρα πολλές σταγόνες.

Σ’ αυτό το σημείο κάνουμε ένα λογικό άλμα. Πολλοί πιστεύουν ότι τα εν λόγω φαινόμενα αποδεικνύουν πως η Γαλλία είναι μη κυβερνήσιμη: το πλοίο των τρελών. Ας δείξουμε περισσότερη σύνεση. Ή μάλλον ας δείξουν σύνεση όσοι πιστεύουν ότι το χάος τούς ευνοεί: «η κανονικότητα ποτέ δεν ωφέλησε την αριστερά»… Δεν είναι καν αλήθεια: αυτή την εποχή, το χάος ωφελεί τη δεξιά και ιδιαίτερα τη δεξιά της Μαρίν Λεπέν. Σε λίγο, οι περισσότεροι Γάλλοι θα επιζητούν μια ωραία δικτατορία και δεν θα είναι εκείνη του προλεταριάτου.

Πολλά είναι τα θέματα που πρέπει να τολμήσουμε να ξανασυζητήσουμε: ποιος, εκτός από την αριστερά —και ιδιαίτερα τη ριζοσπαστική αριστερά— πιστεύει με ειλικρίνεια ότι η κοινωνική ανομοιογένεια είναι επιθυμητή; Είμαστε άραγε ακόμα προσκολλημένοι στην ιδέα ότι οι αιτίες όλων των κοινωνικών προβλημάτων είναι οικονομικές; Υπάρχουν σήμερα Γάλλοι που φρονούν ότι πρέπει να «πέσουν λεφτά» στα προάστια; Υπενθυμίζω ότι έχουν «πέσει» κάμποσα δισεκατομμύρια, αλλά ότι πολλές οικογένειες ζουν με χρήματα που εξασφαλίζουν τα «παιδιά» τα οποία εργάζονται ως βαποράκια. Το παράδοξο είναι ότι κρατικά χρήματα έχουν διοχετευτεί και στη δημιουργία ιδρυμάτων που δήθεν στηρίζουν τη νεολαία και τη βοηθούν να βρει τον δρόμο της στον κόσμο της εργασίας: συνήθως πρόκειται για ισλαμιστικές οργανώσεις ή για βιτρίνες αναρχικών ομάδων. Οι δύο αυτές κοινωνικές τάσεις, που διασταυρώνονται τόσο στο επίπεδο της καθημερινής παραβατικότητας όσο και των ταραχών, χρηματοδοτούνται συχνά από το κράτος.

Στο μεταξύ, ο αριθμός των αλλοδαπών που δεν εντάσσονται αυξάνεται: από το 2005, όταν είχαν ξεσπάσει ταραχές μετά την ηλeκτροπληξία δύο νεαρών στο Clichy-sous-Βois, έχουν έρθει στη Γαλλία 4 εκατομμύρια ξένοι. Αλλά, το υπογραμμίζω: η κοινωνική διάλυση δεν οφείλεται αποκλειστικά στους ξένους. Κοινωνική διάλυση παρατηρήσαμε και στην Ελλάδα —ιδιαίτερα το 2008 μετά τον τυχαίο φόνο ενός 16χρονου— την οποία η επίσημη πολιτική σχεδόν αγκάλιασε: λίγο έλειψε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας να κατέβει στους δρόμους μαζί με τους κουκουλοφόρους. Το θέμα δεν είναι μόνο ποιος προκαλεί την κοινωνική διάλυση, αλλά κυρίως ποιος την προλαμβάνει και πώς την επανορθώνει.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ