Κοσμος

Τέντ Μπάντι: Ο πιο διαβόητος σίριαλ κίλερ

Ο αριθμός των γυναικών που δολοφόνησε ίσως ξεπερνάει τις 100, ενώ ομολόγησε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία 30 εξ αυτών

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τέντ Μπάντι: Η ιστορία του Αμερικανού κατά συρροήν δολοφόνου, απαγωγέα, βιαστή, διαρρήκτη και νεκρόφιλου – Α’ μέρος

Ο δολοφόνος γυναικών που αναζητάει το FBI στην ταινία «Η Σιωπή των Αμνών» είναι ένας ευγενικός άντρας με ένα χέρι στον γύψο, που προσπαθεί να φορτώσει ένα έπιπλο στο φορτηγάκι του. Όταν μια νέα κοπέλα προσφέρεται να τον βοηθήσει και ανεβάζει εκείνη το έπιπλο στο φορτηγό, ο δολοφόνος της ορμάει, την παγιδεύει και την απάγει. Ο ήρωας της ταινίας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Τεντ Μπάντι. Ο Τόμας Χάρις, συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία και πράκτορας του FBI, έχει πει ότι έπλασε τον δολοφόνο με στοιχεία του Τεντ Μπάντι (και άλλων δύο γνωστών σίριαλ κίλερ).

Ο Τεντ Μπάντι είναι ένας από τους πιο διαβόητους εγκληματίες του τέλους του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1946 στο Βερμόντ των ΗΠΑ και εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα στις 24 Ιανουαρίου 1989 στη Φλόριντα. Ο βιολογικός πατέρας του είναι άγνωστος και ως την ηλικία των 22 ετών θεωρούσε τη μητέρα του Λουίζ αδερφή του. Έως τριών ετών έζησε στο σπίτι των παππούδων του απ’ τη μεριά της μητέρας του, που τον μεγάλωσαν ως γιο τους για να αποφύγουν το κοινωνικό στίγμα που συνόδευε τότε τα παιδιά εκτός γάμου. Η οικογένεια, οι φίλοι, ακόμα και ο νεαρός Τεντ έλεγαν ότι οι παππούδες του ήταν οι γονείς του και ότι η μητέρα του ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του.

Η μητέρα του το 1951 γνώρισε τον Τζον Μπάντι, έναν μάγειρα νοσοκομείου. Παντρεύτηκαν και ο Τζόνι υιοθέτησε επίσημα τον Τεντ. Ο Τζον και η Λουίζ έκαναν μαζί τέσσερα παιδιά και, παρόλο που ο Τζόνι προσπαθούσε να συμπεριλάβει τον υιοθετημένο γιο του σε ταξίδια και άλλες οικογενειακές δραστηριότητες, ο Τεντ παρέμενε απόμακρος. Αργότερα είπε σε μια φίλη ότι ο Τζόνι δεν ήταν ο πραγματικός του πατέρας - «δεν ήταν πολύ ευφυής» και «δεν έβγαζε πολλά χρήματα». Ο Μπάντι έλεγε ότι είχε δύσκολη παιδική ηλικία, τεταμένη σχέση με τον πατριό του και η συστολή του τον έκανε συχνά στόχο μπούλινγκ. Ωστόσο, σε συνεντεύξεις τους οι συμμαθητές του από το σχολείο τον περιγράφουν ως πολύ δημοφιλή και αγαπητό.

Τεντ Μπάντι: Φοιτητής Ψυχολογίας, εθελοντής σε γραμμή ψυχολογικής βοήθειας, εθελοντής σε προεκλογικές καμπάνιες πολιτικών, βιαστής, νεκρόφιλος και δολοφόνος

Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1965, ο Μπάντι παρακολούθησε μαθήματα Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο UPS και αργότερα σπούδασε κινέζικα στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. Το 1967 έκανε δεσμό με τη Νταϊάν Έντουαρντς, κόρη βουλευτή από εύπορη οικογένεια της Καλιφόρνιας. Λένε ότι αυτή η σχέση τον έκανε να ενδιαφερθεί για την πολιτική και σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή του. Στις αρχές του 1968 ο Μπάντι εγκατέλειψε τις σπουδές του και προσφέρθηκε ως εθελοντής στην προεδρική εκστρατεία του Νέλσον Ροκφέλερ. Το φθινόπωρο η Έντουαρντς έδωσε τέλος στη σχέση κι επέστρεψε στο πατρικό της στην Καλιφόρνια, απογοητευμένη όπως είπε από την ανωριμότητα και την έλλειψη φιλοδοξίας του Μπάντι. Πολλοί ψυχίατροι επεσήμαναν αργότερα ότι αυτή ήταν πιθανότατα μια κομβική στιγμή στην ανάπτυξή του - η Έντουαρντς είχε μακριά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση. Η πλειονότητα των δολοφονημένων από τον Μπάντι γυναικών είχαν μακριά μαλλιά με χωρίστρα στη μέση.

Ο Μπάντι, συντετριμμένος από τη διάλυση της σχέσης, ταξίδεψε στο Κολοράντο και πιο ανατολικά, επισκεπτόμενος συγγενείς στο Άρκανσο. Σύμφωνα με την Ανν Ρουλ, προσωπική φίλη του που έχει γράψει πολλά βιβλία για εκείνον, ίσως τότε επισκέφτηκε το ληξιαρχείο και έμαθε τα στοιχεία της γέννησής του (ο Μπάντι εξέφραζε πάντα δυσαρέσκεια προς τη μητέρα του επειδή δεν του μίλησε ποτέ για τον βιολογικό του πατέρα). Επέστρεψε στην Ουάσιγκτον το φθινόπωρο του 1969 και γνώρισε την Ελίζαμπεθ Κλέπφερ, ανύπαντρη μητέρα μιας 3χρονης κόρης, με την οποία συζούσε έως την αρχική του φυλάκιση το 1976. Στα μέσα του 1970, ο Μπάντι εγγράφηκε ξανά στο πανεπιστήμιο με κλάδο επιλογής την Ψυχολογία κι έτυχε μεγάλης εκτίμησης από τους καθηγητές του. Το 1971 έπιασε δουλειά στο Κέντρο Κρίσης της Γραμμής Αυτοκτονίας του Σιάτλ. Εκεί γνώρισε και την Ανν Ρουλ, που δεν είδε τίποτα ενοχλητικό στην προσωπικότητα του Μπάντι εκείνη την εποχή. Τον περιέγραψε αργότερα ως «ευγενικό και συμπονετικό».

Μετά την αποφοίτησή του συμμετείχε πάλι σε καμπάνιες εκλογής πολλών πολιτικών, οι οποίοι του παρείχαν εξαιρετικές συστατικές επιστολές -όπως και οι καθηγητές του- χάρη στις οποίες έγινε δεκτός σε Νομικές Σχολές πολλών πανεπιστημίων. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Καλιφόρνια για θέματα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το καλοκαίρι του 1973, ο Μπάντι αναζωπύρωσε τη σχέση του με την Έντουαρντς. Εκείνη θαύμασε τη μεταμόρφωσή του σε σοβαρό και αφοσιωμένο επαγγελματία που φαινομενικά βρισκόταν στο κατώφλι μιας σημαντικής νομικής και πολιτικής καριέρας και ταξίδεψε αρκετές φορές στο Σιάτλ για να είναι μαζί του. Συζητούσαν για τον γάμο και κάποια στιγμή τη σύστησε ως αρραβωνιαστικιά του.

Τον Ιανουάριο του 1974 ο Μπάντι διέκοψε απότομα κάθε επαφή με την Έντουαρντς, δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα και στα γράμματά της. Όταν τελικά εκείνη του ζήτησε εξηγήσεις από το τηλέφωνο, με ήρεμη φωνή απάντησε: «Νταϊάν, δεν έχω ιδέα τι εννοείς» και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Μπάντι εξήγησε αργότερα ότι ήθελε απλώς να αποδείξει στον εαυτό του ότι θα μπορούσε να την είχε παντρευτεί. Αλλά η Έντουαρντς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε σχεδιάσει σκόπιμα ολόκληρη την ερωτοτροπία και την απόρριψη εκ των προτέρων, ως εκδίκηση για τον πρώτο χωρισμό που ξεκίνησε εκείνη το 1968.

Μέχρι τότε, ο Μπάντι είχε αρχίσει να παραλείπει τα μαθήματα στη Νομική. Τον Απρίλιο είχε σταματήσει να πηγαίνει εντελώς, ενώ νέες κοπέλες άρχισαν να εξαφανίζονται στις βορειοδυτικές πολιτείες (πολλοί μελετητές της ζωής και της δράσης του θεωρούν ότι είχε αρχίσει να σκοτώνει γυναίκες από την εφηβεία του). Ως τα μέσα του 1974 εξαφανιζόταν περίπου μια γυναίκα κάθε μήνα. Οι δολοφονίες στο Όρεγκον και στην πολιτεία της Ουάσιγκτον κορυφώθηκαν στις 14 Ιουλίου με τις απαγωγές δύο γυναικών το φως της ημέρας από μια πολυσύχναστη παραλία στο πάρκο Σαμάμις. Πέντε γυναίκες μάρτυρες περιέγραψαν έναν ελκυστικό νεαρό άνδρα που φορούσε λευκή στολή τένις και είχε το αριστερό χέρι σε γύψο. Συστηνόταν ως «Τεντ», ζητούσε τη βοήθειά τους για να ξεφορτώσει ένα ιστιοφόρο από το Volkswagen σκαραβαίο του. Τέσσερις αρνήθηκαν, ενώ μία τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητό του, είδε ότι δεν υπήρχε ιστιοφόρο και τράπηκε σε φυγή. Η αστυνομία τελικά, έχοντας μια λεπτομερή περιγραφή του υπόπτου και του αυτοκινήτου του, δημοσίευσε φυλλάδια σε όλη την περιοχή του Σιάτλ. Το σκίτσο τυπώθηκε σε περιφερειακές εφημερίδες και μεταδόθηκε από τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Η σύντροφός του αναγνώρισε στο σκίτσο τον Μπάντι και κάλεσε την αστυνομία, όπως και η Ανν Ρουλ και ένας καθηγητής του, αλλά οι ντετέκτιβ, οι οποίοι λάμβαναν έως και 200 κλήσεις τη μέρα σχετικά με το σκίτσο, θεώρησαν απίθανο ένας φοιτητής Νομικής χωρίς ποινικό μητρώο να είναι ο δράστης.

Τον Αύγουστο του 1974 ο Μπάντι έγινε δεκτός και από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γιούτα και μετακόμισε εκεί, αφήνοντας την Κλέπφερ στο Σιάτλ. Σύντομα απογοητεύτηκε γιατί διαπίστωσε ότι δεν τα έβγαζε πέρα στις σπουδές του. Μια νέα σειρά δολοφονιών ξεκίνησε τον επόμενο μήνα (συμπεριλαμβανομένων δύο που παρέμεναν άγνωστες μέχρι που ο Μπάντι τις ομολόγησε λίγο πριν την εκτέλεσή του). Στις 2 Σεπτεμβρίου βίασε και στραγγάλισε μια ακόμη άγνωστη που έκανε ωτοστόπ στο Άινταχο και στη συνέχεια, είτε πέταξε τα λείψανα αμέσως σε ένα κοντινό ποτάμι, είτε επέστρεψε την επόμενη μέρα για να φωτογραφίσει και να διαμελίσει το πτώμα. Στις 2 Οκτωβρίου απήγαγε μια 16χρονη. Στις 18 Οκτωβρίου η 17χρονη κόρη του αρχηγού της αστυνομίας ενός προαστίου του Σολτ Λέικ Σίτι εξαφανίστηκε αφού έφυγε από μια πιτσαρία. Το γυμνό σώμα της βρέθηκε σε μια κοντινή ορεινή περιοχή εννέα μέρες αργότερα. Η μεταθανάτια εξέταση έδειξε ότι μπορεί να παρέμεινε ζωντανή έως και 7 μέρες μετά την εξαφάνισή της. Στις 31 Οκτωβρίου άλλη μια 17χρονη εξαφανίστηκε αφού έφυγε από ένα καφέ λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Το γυμνό σώμα της βρέθηκε από πεζοπόρους. Και τα δύο κορίτσια είχαν ξυλοκοπηθεί, βιαστεί, σοδομιστεί και στραγγαλιστεί με νάιλον κάλτσες. (Χρόνια αργότερα, ο Μπάντι περιέγραψε τις μεταθανάτιες τελετουργίες του με τα πτώματά τους - λούσιμο μαλλιών, μακιγιάζ προσώπου).

Tο απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου ο Μπάντι πλησίασε τη 18χρονη τηλεφωνήτρια Κάρολ Νταρόντς σε ένα εμπορικό κέντρο. Συστήθηκε ως αστυνομικός του τοπικού αστυνομικού Τμήματος και της είπε ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να διαρρήξει το αυτοκίνητό της. Της ζήτησε να τον ακολουθήσει στο Τμήμα για να υποβάλλει καταγγελία. Όταν η Νταρόντς διαμαρτυρήθηκε ότι ο Μπάντι οδηγούσε μακριά από το Αστυνομικό Τμήμα, εκείνος την τράβηξε από τον ώμο και προσπάθησε να της βάλει χειροπέδες. Κατά λάθος έβαλε και τις δύο χειροπέδες στον ίδιο καρπό κι η Νταρόντς κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να δραπετεύσει. Αργότερα το ίδιο βράδυ μια 17χρονη μαθήτρια εξαφανίστηκε φεύγοντας από μια σχολική θεατρική παράσταση για να πάρει με το αμάξι της τον αδερφό της. Έξω από το αμφιθέατρο, οι ερευνητές βρήκαν ένα κλειδί που ξεκλείδωσε τις χειροπέδες που αφαιρέθηκαν από τον καρπό της Κάρολ Νταρόντς.

Όταν το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1974 άρχισαν να εξαφανίζονται πολλές φοιτήτριες και νέες κοπέλες γύρω από το Σολτ Λέικ Σίτυ, η Κλέπφερ κάλεσε την εκεί αστυνομία και ανέφερε ότι θεωρούσε ύποπτο τον Τεντ Μπάντι. Μέχρι τότε ο Μπάντι ήταν πολύ ψηλά στη λίστα των υπόπτων, αλλά δυστυχώς η μάρτυρας από τη λίμνη Σαμάμις που η αστυνομία θεωρούσε την πιο αξιόπιστη δεν κατάφερε να τον αναγνωρίσει από μια σειρά φωτογραφιών. Τον Δεκέμβριο, η Κλέπφερ τηλεφώνησε στο γραφείο του σερίφη της κομητείας του Σολτ Λέικ και επανέλαβε τις υποψίες της. Το όνομα του Μπάντι προστέθηκε στη λίστα των υπόπτων τους, αλλά εκείνη την εποχή κανένα αξιόπιστο ιατροδικαστικό στοιχείο δεν τον συνέδεε με τα εγκλήματα της Γιούτα. Τον Ιανουάριο του 1975 ο Μπάντι επέστρεψε στο Σιάτλ μετά τα τελικά διαγωνίσματα και πέρασε μια εβδομάδα με την Κλέπφερ, η οποία δεν του είπε ότι τον είχε ήδη αναφέρει στην αστυνομία τρεις φορές.

- Τέλος Α' μέρους -