Κοσμος

Ο τουρισμός του πλήθους

Χάσαμε την περιέργεια του ταξιδιώτη και γίναμε ευκαιριακοί ―οπορτουνιστές― επισκέπτες, καλοπερασάκηδες και ταυτοχρόνως ανθεκτικοί στην ταλαιπωρία

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η παραλία Μπενιντόρμ στην Ισπανία
Μπενιντόρμ, Ισπανία © Zowy Voeten/Getty Images

Το ρηχό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τους τόπους που επισκέπτονται, η σπατάλη των πόρων και η υπερκατανάλωση τουριστικών προϊόντων.

Θυμάμαι ένα καλοκαίρι στο Γκραντ Κάνυον: σε ένα από τα πιο δραματικά και υποβλητικά τοπία στη γη πλήθη επισκεπτών έπαιρναν φωτογραφίες, μιλούσαν δυνατά και χαχάνιζαν. Ήταν η εποχή πριν από τις selfies· ακουγόταν το κλικ των φωτογραφικών μηχανών. Το πήρα κατάκαρδα. Ένα άλλο καλοκαίρι, πριν από λίγα χρόνια, πήγα στο Στόουνχετζ, όπου παλιότερα, κάθε Ιούνιο, τη νύχτα του θερινού ηλιοστασίου, γίνονταν μεγάλες ροκ συναυλίες ―και τι είδαν τα μάτια μου; Σειρές από τουριστικά λεωφορεία παρκαρισμένα στον δρόμο και τα μενίρ περιφραγμένα για να προστατευτούν από τις μυρμηγκιές των ανθρώπων. Το προϊστορικό μνημείο, που είχε φθαρεί όλα εκείνα τα χρόνια της ελεύθερης πρόσβασης, είχε γίνει μουσείο, ένα είδος τουριστικής παγίδας καταμεσής στο λιβάδι.

Καθώς η ανθρώπινη βλακεία αυξάνεται συναρτήσει του όγκου του πλήθους, σε μερικά από τα ωραιότερα μέρη στον κόσμο επικρατεί αναπόφευκτα αγελαία συμπεριφορά ―εξάλλου, οι μεγάλοι αριθμοί έχουν την ακαταμάχητη δύναμη να μεταμορφώνουν τα ωραιότερα μέρη στα πιο άσχημα, στα πιο επαίσχυντα. Η πλατεία Times στη Νέα Υόρκη, το Τορεμολίνος στην Ισπανία, η βόρεια ακτή του νομού Ηρακλείου, το Ακαπούλκο, το Κανκούν δεν ήταν πάντοτε εφιαλτικά όπως είναι σήμερα (ίσως η πλατεία Times ήταν, αλλά με διαφορετικό τρόπο). Η κερδοσκοπία και η πληθυσμιακή ασυμμετρία που συνδέονται με τον μαζικό τουρισμό έχουν υποβαθμίσει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του. Σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι. Tο φαινόμενο του τουρισμού έχει παρόμοια κοινωνική λειτουργία, αισθητική και επιπτώσεις με τις μαζικές κατασκευές, με τη μαζική παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων: εκφράζει και εξυπηρετεί τις μάζες που χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα στην Οία και τη λανθασμένη αρχιτεκτονική του πύργου της Πίζας.

Τι συνέβη; Συνέβη ότι χάσαμε την περιέργεια του ταξιδιώτη και γίναμε ευκαιριακοί ―οπορτουνιστές― επισκέπτες, καλοπερασάκηδες και ταυτοχρόνως ανθεκτικοί στην ταλαιπωρία. Ταλαιπωρία μεταφορικών μέσων ―οι αερομεταφορές, παρά τις συστηματικές καθυστερήσεις, παραμένουν γρήγορες, αλλά επιβαρύνονται από τα πλήθη κι από τη μανία του κέρδους― και ταλαιπωρία στον προορισμό: ουρές, ασυνεννοησία με τους αυτόχθονες, διάψευση προσδοκιών. Λίγοι άνθρωποι ταξιδεύουν για να διευρύνουν τον πνευματικό τους ορίζοντα· οι περισσότεροι πάνε «διακοπές», έχουν νοοτροπία holiday maker, παραθεριστή: αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν μαθαίνουν τίποτα από τον καινούργιο τόπο, δεν ανακαλύπτουν τίποτα που να τους αλλάζει και να τους κάνει καλύτερους. Πράγματι, μερικές φορές δεν υπάρχει τίποτα για να μάθει κανείς· άλλοτε, είναι τόσες δυσκολίες και τα έξοδα που τους αποθαρρύνουν από κάθε εξερεύνηση. Η έλξη της τουριστικής παγίδας ―ο Πύργος του Άιφελ, το Κολοσσαίο, η Γκρέισλαντ, οι Πυραμίδες― οδηγεί σε ψυχικό καταναγκασμό: άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται παρά για τις τσάντες Louis Vuitton συνωστίζονται μπροστά στην Τζοκόντα, όπου, βεβαίως, βγάζουν selfies. Πήγαμε στο Λούβρο, εντααάξει, δεν τρελάθηκα κιόλας.

Έτσι, δικαίως, η λέξη τουρισμός —από το tour = περιήγηση― έχει αποκτήσει υποτιμητική έννοια: ο τουρίστας έχει ρηχό ενδιαφέρον για τους πολιτισμούς και τoυς τόπους που επισκέπτεται. Παραμένει εθνικιστής, επαρχιώτης, κωφάλαλος: τον ενδιαφέρουν οι «υπηρεσίες», καμιά φορά και οι «δραστηριότητες»  οι οποίες, μέσω του μάρκετινγκ, δημιουργούν ομαδικές εμπειρίες και αναμνήσεις. Παρά τις δυνατότητες της παγκοσμιοποίησης, δεν φαίνεται ότι αποκομίζουμε περισσότερα για τον κόσμο από όσα αποκόμιζαν οι περιηγητές του 19ου αιώνα. Αν και 500.000 άνθρωποι βρίσκονται ανά πάσα στιγμή σε πτήση ―ίσως ακόμη περισσότεροι φέτος― αυτό το συνεχές πηγαινέλα, εκτός του ότι έχει τις συνέπειες που έχει για το περιβάλλον, δεν μας έχει κάνει σοφότερους. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι κάτοικοι των ανεπτυγμένων χωρών έκαναν ταξίδια αστραπή —Ιf it’s Tuesday, that must be Belgium— σε μια κούρσα υπαρξιακού άγχους και αναζήτησης στάτους. Στο Βέλγιο; Έχω πάει και ήταν ημέρα Τρίτη.

Συχνά, πολύ συχνά, ό,τι ερεθίζει την περιέργεια του σύγχρονου τουρίστα φαίνονται αρκετά παράλογα: το glamour της βρετανικής βασιλικής οικογένειας φέρνει στη Βρετανία εκατομμύρια τουρίστες· το Λας Βέγκας, μια από πιο θλιβερές αμερικανικές πόλεις, προσελκύει ακόμα και οικογενειακό τουρισμό λόγω των τεχνητών αναπαραστάσεων άλλων πόλεων που επιδεικνύει στους επισκέπτες ―μινιατούρα Παρισιού, μινιατούρα Μανχάταν κτλ― χώρια, βεβαίως, τα τυχερά παιχνίδια και τις κιτς γαμήλιες τελετές που απευθύνονται σε ενηλίκους. Στο Παρίσι πολλοί έρχονται για τη Ντίσνεϊλαντ και για το Πάρκο του Αστερίξ· στην Αφρική και στην Ασία κουβαλιούνται αναζητώντας «εξωτισμό»· ακόμα και στην Ελλάδα μερικοί είναι τόσο αστοιχείωτοι ώστε προσδοκούν πρωτόγονα νησιά όπου Ζορμπάδες χορεύουν συρτάκι στην ακροθαλασσιά. Όλα αυτά και πολλά άλλα οφείλονται στη frigida incuriositas, στην ψυχρή έλλειψη περιέργειας, στην οποία προστίθεται η συμπεριφορά του Ugly American που δεν περιορίζεται στους Αμερικανούς: με τα χρόνια, έχει γενικευτεί ο απαιτητικός, γκρινιάρης, τσιγκούνης, υπεροπτικός τουρίστας που εισβάλλει σε ξένους τόπους για να υπογραμμίσει τη δική του υποτιθέμενη ανωτερότητα. Έχω δει τέτοιους ανθρώπους παντού: στο Παρίσι, όπου δεν καταλαβαίνουν τίποτα από την ομορφιά του Παρισιού· στην Αφρική όπου επιδεικνύουν εγκληματική αλαζονεία έναντι των «ιθαγενών»· στην Ιταλία όπου αποτυγχάνουν να κάνουν τις απαραίτητες αφαιρέσεις: παραπονιούνται, λόγου χάρη, για τα σκουπίδια ―αλλά, αν και η διαχείριση των σκουπιδιών στη Ρώμη και στη Νάπολη είναι προβληματική, δεν επισκεπτόμαστε τη Ρώμη και τη Νάπολη για να θαυμάσουμε την καθαριότητά της. Αν είμαστε ανίκανοι να εκτιμήσουμε τις άλλες αρετές της Ιταλίας ας μείνουμε στο σπίτι μας στο Στίξβιλ του Κολοράντο.

Στον 17ο, στον 18ο και στον 19ο αιώνα οι νέοι των ανώτερων τάξεων ταξίδευαν ως μέρος της μαθητείας τους, της μύησής τους στον κόσμο των ενηλίκων. Αν και πάντοτε υπήρχε η ιδέα της ευρωπαϊκής υπεροχής και προπάντων της υπεροχής της κλασικής αρχαιότητας, δεν εμπόδιζε τη μάθηση: τα ταξίδια γίνονταν με βραδύτερους ρυθμούς, οι άνθρωποι ζούσαν για λίγο καιρό σε ξένες χώρες, έκαναν μεγάλες πεζοπορίες ―όπως ήταν εκείνη στη Γαλλική Ριβιέρα, γνωστή σήμερα ως Promenade des Anglais. Πράγματι, οι φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν την ευκαιρία τέτοιων περιηγήσεων, ο δε θεσμός των διακοπών, ιδιαίτερα των πληρωμένων διακοπών, είναι φαινόμενο του 20ού αιώνα. Η ιστορία των διακοπών και των θερέτρων είναι ένας τρόπος να αφηγηθούμε στην ιστορία της εργασίας, των κοινωνικών κινημάτων και το πώς επεκτάθηκε ο τομέας των υπηρεσιών για να αποκτήσει τις σημερινές τερατώδεις διαστάσεις. Δεν εννοώ μόνο τη δημιουργία της τουριστικής βιομηχανίας αλλά μιας νοοτροπίας ότι μπορούμε να αναθέσουμε όλες μας τις ανάγκες σε υπαλλήλους. Κάποιος οδηγεί το όχημα, κάποιος ετοιμάζει το φαγητό, κάποιος μας κάνει μασάζ και αέρα με ένα μεγάλο φτερό. H πρωτοβουλία και η περιπέτεια είναι ανεπιθύμητες.

Όπως μιλάμε για υπερπληθυσμό ―παρά τις διαμαρτυρίες της διεθνούς αριστεράς ότι ο «υπερπληθυσμός» είναι μύθος― μπορούμε να μιλήσουμε για υπερτουρισμό:  για περιβαλλοντικά και πολιτισμικά ασυνείδητες μάζες που είτε ατομικά, είτε μέσω πακέτων, συρρέουν σε ήδη συνωστισμένα θέρετρα της Μεσογείου, του Μεξικού ή της Φλόριντα. Ή, ακόμα χειρότερα, επιδίδονται σε σεξουαλικό τουρισμό στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοανατολική Ασία. Ντροπή μας. Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλοι αυτοί οι σπάταλοι άνθρωποι έμεναν στο σπίτι τους και φρόντιζαν τον κήπο τους.

Μερικοί κάνουν αγωνιώδεις προσπάθειες να εξορθολογίσουν τα ταξίδια: να καταστήσουν περιβαλλοντικά φιλικό και βιώσιμο τον τουρισμό, να αναπτύξουν μορφές ταξιδιού με κάποιο ψυχικό και διανοητικό νόημα ―τον θρησκευτικό τουρισμό, τον λεγόμενο «δημιουργικό τουρισμό», τα βιωματικά ταξίδια. Αλλά είμαι κάπως απαισιόδοξη· υπερβολικά μεγάλο μέρος των οικονομιών βασίζονται σ’ εκείνο το είδος τουρισμού που προτείνουν οι θηριώδεις ξενοδοχειακές υποδομές όπως εκείνες στην ακτή της Μάλαγα. Την απαισιοδοξία μου επιδεινώνει η υπερθέρμανση της γης που μοιραία ενισχύει τη μετακίνηση προς τη θάλασσα, προς το νερό γενικά, και προς τα βουνά τα οποία απειλούνται όλο και περισσότερο από υποβάθμιση: πάγοι κατρακυλάνε από τις κορυφές των Άλπεων και του Κιλιμάντζαρο.

Επί χρόνια έμενα στη Μονμάρτρης, μια περιοχή που πάσχει από υπερβολικό αριθμό τουριστών: οι περαστικοί σε έναν τόπο δεν πολυενδιαφέρονται για την καθαριότητα, την ευταξία και τις κοινωνικές σχέσεις σε βάθος χρόνου· αφήνουν πίσω τους σπασμένα πράγματα. Προπάντων, τη Μονμάρτρη ασχημαίνουν τα καταστήματα των σουβενίρ που πουλάνε άχρηστα, προχειροφτιαγμένα και φανταχτερά ματζαφλαράκια: αναρωτιέμαι πού καταλήγουν άραγε όλα αυτά τα κακόγουστα πλαστικά ματζαφλαράκια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ