Κοσμος

Δολοφόνος Mαλτέζας δημοσιογράφου: Εγώ έκανα απλά μια δουλειά

«Θα ζητούσα απλά περισσότερα χρήματα αν ήξερα»

Newsroom
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο άνδρας που κατηγορείται ότι πυροδότησε τα εκρηκτικά που ήταν παγιδευμένα μέσα σε ένα αυτοκίνητο σκοτώνοντας το 2017 την Μαλτέζα διακεκριμένη δημοσιογράφο Ντάφνι Καρουάνα Γκαλίτσια ομολόγησε το έγκλημα σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ένα δημοσιογράφο του Reuters και είπε ότι σύντομα θα εμπλέξει και άλλους στο σχέδιο δολοφονίας της.

Μιλώντας μέσα από τη φυλακή στις πρώτες του δηλώσεις για την υπόθεση, ο Τζορτζ Ντετζιόρτζιο είπε ότι αν ήξερε περισσότερα για τη Γκαλίτσια -τη δημοσιογράφο που αυτός και δύο άλλοι κατηγορούνται ότι τη δολοφόνησαν το 2017- τότε θα ζητούσε περισσότερα χρήματα για να πραγματοποιήσει τον φόνο.

«Αν ήξερα, θα ζητούσα 10 εκατομμύρια. Όχι 150.000», τόνισε, αναφερόμενος στο ποσό σε ευρώ που είπε ότι πληρώθηκε για τη δολοφονία της δημοσιογράφου.

«Για μένα ήταν απλά μια δουλειά. Ναι. Μια από τα ίδια!» είπε σε δημοσιογράφο του Reuters. Και πρόσθεσε αργότερα: «Φυσικά και λυπάμαι».

Η συνέντευξη με τον Ντετζιόρτζιο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια μιας έρευνας για ένα podcast για την υπόθεση Καρουάνα Γκαλίτσια, με τίτλο «Ποιος σκότωσε την Ντάφνι;» (Who Killed Daphne?)

Η ομολογία του έγινε μετά από πολλές προσπάθειες των δικηγόρων του Ντετζιόρτζιο από το 2021 να εξασφαλίσουν χάρη σε αντάλλαγμα με καταθέσεις για το ρόλο του στη δολοφονία της Καρουάνα Γκαλίτσια και άλλα φερόμενα εγκλήματα που αφορούν εξέχουσες προσωπικότητες στην Μάλτα.

Στις 22 Ιουνίου, το Εφετείο της Μάλτας απέρριψε τις εναπομείναντες νομικές προσφυγές του Ντετζιόρτζιο για τις κατηγορίες για φόνο εναντίον του και κατά του αδελφού του Άλφρεντ, ο οποίος είναι συγκατηγορούμενος. Η απόφαση ανοίγει το δρόμο για να προχωρήσει η δίκη.

Η δολοφονία με παγιδευμένο αυτοκίνητο της ερευνήτριας δημοσιογράφου και μπλόγκερ προκάλεσε σοκ σε όλη την Ευρώπη. Οι αρχές της Μάλτας κατηγορούν τον Ντετζιόρτζιο και δύο άλλους άνδρες – τον αδερφό του Άλφρεντ και έναν συνεργάτη του, τον Βίνσε Μούσκατ – για τη δολοφονία της Καρουάνα Γκαλίτσια τον Οκτώβριο του 2017 κατόπιν εντολής ενός κορυφαίου επιχειρηματία της χώρας.

Ο Ντετζιόρτζιο είπε στο Reuters ότι θα ομολογήσει την ενοχή του πριν από οποιαδήποτε ένορκη δίκη. «Θα μιλήσω με τον δικαστή», είπε. Άφησε να εννοηθεί ότι θα καταθέσει για να εμπλέξει άλλους στη δολοφονία και σε προηγούμενη συνωμοσία για τη δολοφονία της δημοσιογράφου, που δεν εκτελέστηκε. Το κίνητρό του, ανέφερε, είναι να επιδιώξει μείωση ποινής για τον ίδιο και τον Άλφρεντ και να διασφαλίσει ότι «δεν θα βουλιάξουμε μόνοι!»

Μέχρι τώρα, και τα δύο αδέρφια Ντετζιόρτζιο είχαν αρνηθεί τη συμμετοχή τους στη δολοφονία. Ο Μούσκατ ομολόγησε την ενοχή του για τις κατηγορίες για φόνο το 2020 και καταδικάστηκε σε μειωμένη ποινή κάθειρξης 15 ετών σε αντάλλαγμα για την κατάθεσή του για αυτήν την υπόθεση και ορισμένα άλλα εγκλήματα.

Ένας από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες του νησιού, ο Γιόργκεν Φένεκ, κατηγορήθηκε επίσης τον Νοέμβριο του 2019 ότι ανέθεσε στον Ντετζιόρτζιο και τους δύο συνεργούς του να πραγματοποιήσουν το χτύπημα. Ο Φένεκ αρνήθηκε τις κατηγορίες αλλά δεν έχει ακόμη παρουσιάσει την υπεράσπισή του. Σε δήλωσή του, ο δικηγόρος του, Τζιανλούκα Καρουάνα Κουράν, είπε ότι ο Φένεκ σχεδιάζει να αποδείξει στο δικαστήριο «σε καμία περίπτωση δεν ήθελε, έψαξε ενεργά ή χρηματοδότησε» τη δολοφονία της Καρουάνα  Γκαλίτσια.

«Ενώ δηλώνει κατηγορηματικά αθώος, ο Φένεκ υποστηρίζει ότι με τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ανεξάρτητες και σοβαρές έρευνες μπορούν να οδηγήσουν στη σύλληψη και την απαγγελία κατηγοριών στους πραγματικούς δράστες που βρίσκονται πίσω από τη δολοφονία».

Ο Φένεκ αναγνωρίστηκε ως ο εγκέφαλος από έναν υποτιθέμενο μεσάζοντα, τον οδηγό ταξί Μέλβιν Τέουμα, ο οποίος διέφυγε τη δίωξη για το ρόλο του στην υπόθεση με αντάλλαγμα να καταθέσει. Ο Τέουμα δήλωσε ότι κανόνισε τη δολοφονία με τους αδερφούς Ντετζιόρτζιο για λογαριασμό του Φένεκ. Κατέθεσε ότι δεν αποκάλυψε ποτέ στη συμμορία Ντετζιόρτζιο την ταυτότητα του Φένεκ.

Στη συνέντευξη, ο Ντετζιόρτζιο ανέφερε ότι είναι πρόθυμος να καταθέσει ότι μια κορυφαία πολιτική προσωπικότητα της Μάλτας είχε προσπαθήσει να κανονίσει ένα δολοφονικό χτύπημα της Καρουάνα Γκαλίτσια σε μια ξεχωριστή πλοκή δύο χρόνια νωρίτερα. Ο Ντετζιόρτζιο τόνισε επίσης ότι θα προσφερόταν να καταθέσει για την εμπλοκή δύο ανώτερων πρώην υπουργών σε μια ένοπλη ληστεία.

Το Reuters δεν δημοσιεύει σε αυτό το στάδιο περισσότερες λεπτομέρειες για αυτούς τους ισχυρισμούς ούτε κατονομάζει τα άτομα που κατηγορούνται από τον Ντετζιόρτζιο, τα οποία αρνούνται όλοι οποιαδήποτε ανάμειξη σε οποιοδήποτε έγκλημα.

Η Καρουάνα Γκαλίτσια δολοφονήθηκε αφότου αποκάλυψε μια σειρά από κατηγορίες για διαφθορά σε επιφανείς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων υπουργών της κυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος του νησιού. Η δολοφονία της δημιούργησε υποψίες ότι ορισμένα από τα άτομα που ερευνούσε θα μπορούσαν να εμπλέκονται στα σχέδια δολοφονίας της.

Ο Φένεκ, ο οποίος κατηγορείται ότι διέταξε την δολοφονία της δημοσιογράφου, αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σε σχέση με την Καρουάνα Γκαλίτσια σε άρθρα του Νοεμβρίου 2018 από το Reuters και τους Times of Malta. Τα δημοσιεύματα τον κατονομάζουν ως ιδιοκτήτη μιας εταιρείας γνωστής ως 17 Black που η Καρουάνα Γκαλίτσια ισχυρίστηκε, χωρίς να αναφέρει στοιχεία, ότι χρησιμοποιήθηκε για δωροδοκία πολιτικών. Ο Φένεκ ήταν επίσης επικεφαλής ενός αμφιλεγόμενου έργου σταθμού παραγωγής ενέργειας στη Μάλτα.

Σύμφωνα με στοιχεία της εισαγγελίας που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο σε πολλές προκαταρκτικές ακροάσεις από το 2018, ο Τζορτζ Ντετζιόρτζιο και η συμμορία του παρακολουθούσαν την δημοσιογράφο όλο το καλοκαίρι του 2017. Τα ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου 2017, οι εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι η συμμορία τοποθέτησε μια βόμβα κάτω από ένα κάθισμα στο αυτοκίνητό της.

Εκείνο το απόγευμα, ο Ντετζιόρτζιο φέρεται να βρισκόταν σε ένα γιοτ στο Γκραντ Χάρμπορ του νησιού όταν ο αδερφός του Άλφρεντ, ο οποίος παρακολουθούσε το σπίτι, τηλεφώνησε για να πει ότι η δημοσιογράφος μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε. Στη συνέχεια, ο Ντετζιόρτζιο έστειλε ένα μήνυμα κειμένου από το γιοτ σε μια κινητή συσκευή που πυροδότησε τη βόμβα, είπαν οι εισαγγελείς στο δικαστήριο.

Μετά την έκρηξη του αυτοκινήτου, ο γιος της Καρουάνα Γκαλίτσια, Μάθιου άκουσε την έκρηξη, έτρεξε έξω από το σπίτι της οικογένειας και βρήκε το πτώμα της μητέρας του. Έκτοτε κάνει εκστρατεία για τη δικαιοσύνη για τη μητέρα του. Ερωτηθείς για τα σχόλια του Ντετζιόρτζιο, είπε στο Reuters: «Τα ίδια τα λόγια του Τζορτζ Ντετζιόρτζιο δείχνουν ότι είναι ένας ψυχρός δολοφόνος που δεν του αξίζει καμία αναστολή της ποινής».

Αφού συνελήφθη δύο μήνες μετά τη δολοφονία, ο Τζορτζ Ντετζιόρτζιο δεν κατέθεσε τίποτα στην αστυνομία, αρνούμενος να δώσει το όνομά του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Μέχρι τη συνέντευξη στο Reuters, παρέμενε σιωπηλός και οι δικηγόροι του πέρασαν τέσσερα χρόνια αρνούμενοι ότι εμπλέκεται στη δολοφονία. Έχει επίσης καταθέσει μια σειρά νομικών προσφυγών αμφισβητώντας τα εναντίον του αποδεικτικά στοιχεία.

Όμως τώρα επιδιώκει μια συμφωνία με την εισαγγελία, πριν από μια δίκη, με αντάλλαγμα να ομολογήσει στις κατηγορίες και να παράσχει τις νέες πληροφορίες.

Ο Άλφρεντ Ντετζιόρτζιο, όπως και ο αδελφός του, έχει δηλώσει αθώος για τις κατηγορίες για φόνο, αλλά δεν έχει παρουσιάσει την υπεράσπισή του. Επίσης, έχει υποβάλει πολλές αιτήσεις για να του δοθεί χάρη στις κατηγορίες με αντάλλαγμα να καταθέσει για όσα γνωρίζει.

Ο Τζορτζ Ντετζιόρτζιο είπε ότι πριν αναλάβει να εκτελέσει το δολοφονικό χτύπημα, δεν ήξερε πολλά για την Καρουάνα Γκαλίτσια ή την οικογένειά της, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ήταν απλοί άνθρωποι, όχι εγκληματίες. «Αυτό ήταν. Φυσικά! Δεν τη γνώρισα ποτέ όσο ζούσε», είπε.

Οι αδερφοί Ντετζιόρτζιο έχουν κάνει πολλές προσπάθειες από τον Μάρτιο του 2021 για να τους δοθεί επίσημη χάρη για τα εγκλήματά τους. Η τελευταία, που κατατέθηκε στις 4 Απριλίου από τον δικηγόρο τους, Γουίλιαμ Τσουσίερι, ανέφερε, χωρίς να δώσει ονόματα ή λεπτομέρειες, ότι οι Ντετζιόρτζιο μπορούσαν να καταθέσουν «Εγκλήματα απόπειρας βίαιης ληστείας και απόπειρας εκούσιας ανθρωποκτονίας στα οποία ένας από τους εγκεφάλους ήταν ένας υπουργός και ένας άλλος που είναι υπουργός». Το αίτημα απορρίφθηκε από την κυβέρνηση της Μάλτας στις 24 Απριλίου, επικαλούμενη το εθνικό συμφέρον και την απονομή της δικαιοσύνης, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση.

Ο πρωθυπουργός της Μάλτας, Ρόμπερτ Αμπέλα, καταδίκασε προηγουμένως τις προσπάθειες των Ντετζιόρτζιο να τους απονεμηθεί χάρη, αποκαλώντας τους «εγκληματίες» που επιδιώκουν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters