Κοσμος

Ουκρανία και ρωσοφιλία

Άνσλους: από τη Μεγάλη Γερμανία στη Μεγάλη Ρωσία

portrait-322469_1920_2.jpg
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ομοιώματα του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Ζεράρ Ντεπαρτιέ στο καρναβάλι της Νίκαιας
© EPA/SEBASTIEN NOGIER

Η ρωσοφιλία, η ρωσοφοβία, η μάχη για την «ουκρανικότητα», η εισβολή της Ρωσίας και η ομοιότητα με το Άνσλους της Γερμανίας.

Γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Robert Alexander: «Μου αρέσουν οι Ρώσοι με τη δραματική, συγκινησιακή τους φύση. Δεν φοβούνται να αγαπήσουν, δεν φοβούνται μήπως πληγωθούν, δεν φοβούνται να υπερβάλλουν ή να ενεργήσουν παρορμητικά». Ρωσοφιλία σαν αυτή του Robert Alexander είναι σπάνια στις Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρεται συνήθως στη λογοτεχνική παράδοση −στον Πούσκιν, στον Γκόγκολ, στον Ντοστογιέφσκι, στον Τολστόι, στον Τσέχοφ− όχι στην πολιτική ή στη διακυβέρνηση. Εκτός από μια ολιγομελή κοσμοπολιτική ελίτ, οι περισσότεροι Αμερικανοί είναι ρωσόφοβοι. Αλλά όσο προχωρούμε προς τα ανατολικά, η ρωσοφιλία εντείνεται: τμήματα του ευρωπαϊκού πληθυσμού που θαύμαζαν τον μπολσεβικισμό έχουν διατηρήσει αισθήματα φιλίας για τους Ρώσους οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία του κομμουνιστικού πειράματος. Ακόμα πιο ανατολικά, όπως στη Σερβία και την Ελλάδα, η ρωσοφιλία είναι πιο διαδεδομένη και συνδέεται με τον μπολσεβικισμό από τη μια πλευρά και με την Ορθοδοξία από την άλλη. Πολλές προσωπικότητες με έντονη γραφικότητα, από τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Ζακ Σιράκ και τον επικεφαλής της Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι μέχρι τον Μαυροβούνιο προπονητή ποδοσφαίρου Μίοντραγκ Μπόζοβιτς και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, συγκινούνταν κατά καιρούς από το μεγάλο μέγεθος της Ρωσίας, από τη θέση της στο μεταίχμιο της Ευρώπης κι από τους ισχυρούς ηγέτες που σημάδεψαν την πολυκύμαντη ιστορία της. Τέλος, τα υπολείμματα των κομμουνιστικών κομμάτων, εξαιτίας της δύναμης της αδρανείας, του μίσους προς τη Δύση και προπάντων της μικρόνοιας που τα χαρακτηρίζει, συνεχίζουν να τρέφουν φιλικά αισθήματα για τους Ρώσους και τις ηγεσίες τους.

Το σίγουρο είναι ότι η Ρωσία προκαλεί πάθη: σε χώρες όπως η Πολωνία, η Φινλανδία και οι βαλτικές χώρες −μολονότι στη δεύτερη περίπτωση υπάρχουν πολλοί ρωσόφωνοι− η ρωσοφοβία υπερτερεί της ρωσοφιλίας. Αντιθέτως, στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο, οι Ρώσοι θεωρούνται «αδέρφια»: Σλάβοι υπό την προστασία των ίδιων αγίων. Εξάλλου, οι φιλορωσικές κοινότητες είναι δυναμικές σε όλες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπου ζουν ρωσόφωνοι και ομάδες που, χωρίς να έχουν ρωσικές ρίζες, νοσταλγούν το σοβιετικό σύστημα.

Ρωσόφιλοι υπάρχουν και στην ανατολική Ουκρανία, το Ντονέτσκ, όπου μετά την ουκρανική ανεξαρτησία το 1991, επιθυμούσαν στενή συνεργασία ή ακόμα και επανένωση με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Στενές οικονομικές σχέσεις υπήρχαν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ενισχύθηκε στη Βερχόβνα Ράντα (Ανώτατο Συμβούλιο της Ουκρανίας) το ρωσόφιλο κόμμα, το λεγόμενο Κόμμα των Περιφερειών. Αλλά το 2014, όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία, η Ρωσία έχασε μέρος της λάμψης της. Θέλω να πω ότι ίσως δεν είναι ακριβές να περιγράφουμε την Ουκρανία ως εξαρχής «αντι-ρωσική» ή ως αντι-σοβιετική: υπήρξε σιτοβολώνας της ΕΣΣΔ και φυτώριο ηγετών (Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ) − στην Ουκρανία δεν επικράτησε ποτέ γενικευμένο αντι-ρωσικό αίσθημα όπως, λόγου χάρη, στη Γεωργία. Ακούγεται παράδοξο, αλλά πολλοί Ουκρανοί δεν γνωρίζουν την ιστορία με τον τρόπο που τη γνωρίζουμε εμείς: το Γολομοντόρ και άλλες τοπικές τραγωδίες δεν διδάσκονταν ως μέρος της εθνικής ιστορίας και γενικά, μέχρι προσφάτως, η ρωσική προπαγάνδα αποσιωπούσε τις πιο σκοτεινές πλευρές του μπολσεβικισμού. Θα διακινδύνευα να πω ότι οι Ουκρανοί, τουλάχιστον πριν από την τρέχουσα ρωσική επίθεση, είναι διχασμένοι σε δυο ίσα μέρη: οι μισοί, είτε είναι ρωσόφωνοι, είτε όχι, δεν θα είχαν αντίρρηση να ενωθούν με μια μεγαλύτερη χώρα που υποτίθεται ότι θα τους βοηθούσε να αναπτυχθούν −πέντε ρωσόφιλα κόμματα συμφωνούν τουλάχιστον σε ένα πράγμα: ότι η Ουκρανία ανήκει στον ρωσικό κόσμο−, οι άλλοι μισοί επιζητούν να ενωθούν με τις προηγμένες χώρες της Δύσης.

Κατά τον 19ο αιώνα, στο τότε Βασίλειο της Γαλικίας και Λοδομερίας, που σήμερα ταυτίζεται με τη δυτική Ουκρανία, υπήρχε το πολιτικό και πολιτιστικό κίνημα των Μοσχόφιλων που τόνιζαν τη ρωσική καταγωγή των κατοίκων και καλούσαν για ένωση των απανταχού Σλάβων. Οι Μοσχόφιλοι φοβούνταν την «πολωνοποίηση», δηλαδή την εξάπλωση του Καθολικισμού που θα παραμέριζε τον ανατολικό, σλαβικό πολιτισμό τον οποίον είχαν ιδρύσει οι Ρώσοι από τη Λευκή Θάλασσα μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ο πανρωσικός και πανσλαβικός εθνικισμός υπερέβαινε τον τοπικό «ουκρανικό» και περίφημοι ρωσόφιλοι όπως ο Ιβάν Νάουμποβιτς έπεισαν τους Ουκρανούς να υιοθετήσουν τη ρωσική γλώσσα.

Η ρωσοφιλία σε αυτά τα εδάφη, αλλά και παντού στον κόσμο, ήταν αντιδημοκρατική και συχνά αντισημιτική, ενώ λειτουργούσε ως μηχανισμός άλωσης της εξουσίας: ρωσόφιλοι προωθούσαν άλλους ρωσόφιλους σε θέσεις λήψης αποφάσεων με αποτέλεσμα σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα επικεφαλής θεσμών να είναι Ρώσοι, ρωσόφωνοι και ρωσόφιλοι. Οι αντιδράσεις ήταν λιγοστές: οι εχθροί των Ουκρανών ήταν περισσότερο οι Πολωνοί και οι Ούγγροι.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στη δυτική Ουκρανία, τα λαϊκά εθνικιστικά κινήματα, οι Narodovtsi, ξεσηκώθηκαν εναντίον των ρωσόφιλων ελίτ: όχι επειδή ήταν ρωσόφιλες, αλλά επειδή ήταν ελίτ. Οι Narodovtsi αντιπροσώπευαν τους χωρικούς, ενώ εκείνη την εποχή οι ρωσόφιλοι πρόσκειντο στον Τσάρο. Αλλά, μέχρι τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, και παρότι είχαν προϋπάρξει εθνικιστές λαϊκοί ήρωες σαν τον ποιητή Tάρας Σεβτσένκο, οι Ουκρανοί αισθάνονταν άνετα με την ταυτότητα του «Μικρού Ρώσου»: πίστευαν, με κάποια υπερηφάνεια, ότι το Χετμανάτο των Κοζάκων αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του ρωσικού πολιτισμού.

Η μάχη για την «ουκρανικότητα» χρονολογείται από την αρχή του 20ού αιώνα όταν ο Μιχαέλο Χρουσέφσκι −μεταξύ άλλων− υποστήριξε ότι οι Ουκρανοί δεν ανήκαν στο ίδιο γένος με τους Ρώσους. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αντίθετα απ’ ό,τι ίσως πιστεύεται, οι μπολσεβίκοι κράτησαν αρχικά ανθρωπιστική στάση στα ζητήματα των διαφορετικών εθνοτήτων και ήταν πρόθυμοι να σεβαστούν τις τοπικές ιδιαιτερότητες σε βάση ισότητας. Η σοβιετική προπαγάνδα, όπως μπορούμε να τη δούμε, για παράδειγμα, στα σχολικά βιβλία εκείνης της εποχής, παρουσίαζε την Ουκρανία ως «αδελφή σοβιετική δημοκρατία» − κανείς δεν μιλούσε για «Ρωσία»∙ τη λέξη «ρωσικός» είχε αντικαταστήσει η λέξη «σοβιετικός».

Με την περεστρόικα και την γκλάσνοστ διαλύθηκαν πολλοί μύθοι στους οποίους πίστευαν μέχρι τότε οι περισσότεροι Ουκρανοί. Έτσι, σιγά-σιγά, ο τοπικισμός εξελίχθηκε σε αποσχιστική τάση την οποία ενέτεινε η ουκρανική διασπορά. Σήμερα, 31 χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίηση, οι Ουκρανοί θα μπορούσαν να αποφασίσουν με δημοψήφισμα αν θέλουν να αποτελούν μέρος της ρωσικής ομοσπονδίας ή αν προτιμούν την έστω μακρινή προοπτική της προσχώρησης στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς. Είτε υπάρχουν πολλοί ρωσόφιλοι, είτε όχι, είτε οι ρωσόφιλοι ονειρεύονται να ενωθούν με την Τρίτη Ρώμη, η Ουκρανία είναι ανεξάρτητο κράτος: η προσπάθεια προσάρτησής της μοιάζει με την προσάρτηση της Αυστρίας τον Μάρτιο του 1938 − αν και τότε πολλοί Αυστριακοί έβλεπαν με θαυμασμό τη ναζιστική Γερμανία, το Άνσλους, με την οποία ο Χίτλερ προσέβλεπε στην αναδημιουργία της Μεγάλης Γερμανίας, ήταν παράνομη πράξη. Όπως είναι και η σημερινή επιχείρηση του Βλαντιμίρ Πούτιν ο οποίος προσβλέπει στην αναδημιουργία της Μεγάλης Ρωσίας. Αναρωτιέται κανείς αν ο Robert Alexander διακρίνει σ’ αυτή την πολιτική την αφοβία και την παρορμητικότητα των Ρώσων.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ