Κοσμος

Παράλληλοι κόσμοι: Ελλάδα - Αφγανιστάν

Δεν χρειάστηκε να περάσω όσα οι αφγανές γυναίκες γιατί μεγάλωσα στον ελεύθερο δυτικό κόσμο κι έχω την πολυτέλεια να εξοργίζομαι, να αντιδρώ, να μιλάω, να φωνάζω για τις Αφγανές που υποφέρουν σχεδόν σε κάθε τους ανάσα

alexandra-mprountzaki.jpg
Αλεξάνδρα Μπρουντζάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ένα κορίτσι κοιτάζει ανάμεσα από άλλες Αφγανές γυναίκες
© IsaaK Alexandre KaRslian / Unsplash

Σκέψεις για τη ζωή των γυναικών στην Ελλάδα και το Αφγανιστάν, την καθημερινότητα και τα δικαιώματά τους.

Ελλάδα
Σιχαινόμουν να σηκώνομαι νωρίς. Ακόμα δεν μπορώ το πρωινό ξύπνημα. Η μητέρα μου μού έβαζε, θυμάμαι, μουσική για να καταφέρω να σηκωθώ… Ξεκινούσα μουγκρίζοντας για το σχολείο. Τα απογεύματα όταν γυρνούσα έτρωγα κάτι στα γρήγορα και μετά πήγαινα στα αγγλικά μου ή στο βόλεϊ. Πόσο μου άρεσε το βόλεϊ… Με ξεκούραζε από το σχολείο, τα μαθήματα, τα ιδιαίτερα, τις ξένες γλώσσες, έκανα παρέες, γελάγαμε και παίζαμε. Μετά την προπόνηση έλυνα τα μαλλιά μου γιατί με πονούσε η κοτσίδα μου και γυρνούσα μόνη μου σπίτι ακούγοντας με τα ακουστικά μου μουσική.
Αργότερα πέρασα στο πανεπιστήμιο. Κάθε μέρα, μάθημα, όλοι μαζί στο λεωφορείο κι αργότερα με το αμάξι μου. Στα κενά κανόνιζα τι θα κάνω το βράδυ με τους συμφοιτητές μου. Στα 20 είχα κουράγιο να βγαίνω κάθε μέρα σχεδόν! Κάπου εκεί ανακάλυψα και το στυλ που μου αρέσει στα ρούχα, να αλλάζω τα μαλλιά μου, να βάφομαι, να μιλάω και να κάνω σχέσεις με αγόρια. Πολλές φορές οι γονείς μου διαφωνούσαν με τις επιλογές μου αλλά πάντα με στήριζαν και με ωθούσαν να κάνω καριέρα, να κυνηγήσω και να διεκδικήσω τη ζωή μου και να μην δέχομαι βλακείες και «μαγκιές» από κανέναν.

Αφγανιστάν
Σηκώνεται από το κρεβάτι της. Ξεκινάει την προετοιμασία της για το σχολείο. Τα ρούχα της είναι μαύρα, βάζει την μπούργκα της και ξεκινάει. Είναι 11 χρονών και την πυροβολούν στο κεφάλι επειδή επέμενε να πάει στο σχολείο. Τη λένε Μαλάλα κι έζησε από θαύμα.
Η Μαχτζαμπίν Χακίμι έπαιζε στον Όμιλο Βόλεϊ του Δήμου Καμπούλ κι έπειτα στην εθνική ομάδα του Αφγανιστάν στην κατηγορία των νεανίδων. Φυσικά δεν άκουγε μουσική όταν γύριζε στο σπίτι της γιατί απαγορεύεται, ούτε άφηνε τα μαλλιά της για να ξεκουράσει το κεφάλι της. Και -πολύ κακώς- έπαιζε βόλεϊ. Αυτά στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν τιμωρούνται με αποκεφαλισμό.
Μια ανώνυμη, για προφανής λόγους, 24χρονη Αφγανή φοιτήτρια έγραψε μια συγκλονιστική επιστολή για το τι έγινε στα Πανεπιστήμια όταν μπήκαν οι Ταλιμπάν στην Καμπούλ. Γυναίκες έτρεχαν πανικόβλητες να γλιτώσουν, οι οδηγοί δεν τις άφηναν να μπουν στα ΜΜΜ για να μην αναλάβουν τη μεταφορά κάποιας γυναίκας - φυσικά εάν είσαι γυναίκα, δεν οδηγείς. Οι άντρες γέλαγαν με τον πανικό τους. «Πήγαινε φόρεσε μπούρκα» ο ένας, «είναι οι τελευταίες μέρες σας στους δρόμους» ένας άλλος, «Θα παντρευτώ τέσσερις από εσάς». Ήταν η τελευταία της μέρα στο πανεπιστήμιο.

Δεν μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω την καθημερινότητα αυτών των γυναικών, τον φόβο τους, τον πανικό τους, γιατί εγώ γεννήθηκα στην άλλη μεριά του κόσμου, στην Ευρώπη. Δεν φοβήθηκα να βάψω τα νύχια μου ή τα μαλλιά μου, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι η επιλογή στα ρούχα μπορεί να μου κόστιζε τη ζωή μου, δεν χρειαζόταν να με πηγαινοφέρνει παντού ο πατέρας μου ή κάποιος συγγενής μου. Δεν χρειάστηκε να παλέψω για την εκπαίδευσή μου γιατί ήταν δεδομένη. Δεν χρειάστηκε να λογοδοθώ με έναν άγνωστο άντρα που πιθανά να έπαιρνε άλλες τέσσερις γυναίκες, ούτε με σάπισε στο ξύλο ο πατέρας μου όπως την κοπέλα στην Κυψέλη, για την οποία παρεμπιπτόντως όλοι οι δικαιωματιστές το έκαναν τουμπεκί. Δεν μου είπε ποτέ κανείς να μην πω τη γνώμη μου - αντίθετα οι γονείς και οι δάσκαλοί μου με παρότρυναν να δυναμώσω τη φωνή μου.

Και δεν χρειάστηκε ποτέ να τα περάσω όλα αυτά γιατί γεννήθηκα στην Ευρώπη που ξέρουμε να κατηγορούμε ή να καταγγέλλουμε - δικαίωμα που μας έχει εξασφαλίσει η Ευρώπη! Δεν χρειάστηκε γιατί στην Ευρώπη έχουμε κατοχυρωμένα δικαιώματα που μας έχει εξασφαλίσει η δημοκρατία. Δεν χρειάστηκε γιατί μεγάλωσα στον ελεύθερο δυτικό κόσμο κι έχω την πολυτέλεια να εξοργίζομαι, να αντιδρώ, να μιλάω, να φωνάζω για τις Αφγανές που υποφέρουν σχεδόν σε κάθε τους ανάσα.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ