Κοσμος

Γιατί αυξάνονται οι τιμές ενέργειας

Οι χώρες που παράγουν φυσικό αέριο βρίσκονται σήμερα μπροστά σε τεράστια παγκόσμια ζήτηση με αποτέλεσμα να έχουν προοπτική μεγάλων κερδών· έτσι, αυξάνουν τις τιμές

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ομοιότητες και διαφορές από την ενεργειακή κρίση του 1973, ο σημερινός ρόλος της Ρωσίας και το πετρέλαιο του αραβικού κόσμου.

Εδώ και λίγους μήνες, η ενέργεια έγινε ακριβότερη παρασύροντας τις τιμές σχεδόν όλων των προϊόντων. Ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ανάκαμψης μετά από δύο χρόνια υγειονομικής κρίσης: οι χώρες που παράγουν φυσικό αέριο βρίσκονται σήμερα μπροστά σε τεράστια παγκόσμια ζήτηση με αποτέλεσμα να έχουν προοπτική μεγάλων κερδών· έτσι, αυξάνουν τις τιμές. Όσο για το ηλεκτρικό ρεύμα, στην Ευρώπη τουλάχιστον, συμβαδίζει με το φυσικό αέριο, ακόμα και στις χώρες που αντλούν το ηλεκτρικό από την πυρηνική ενέργεια. Η αύξηση των τιμών των καυσίμων οφείλεται επίσης στον ρυθμό ανάπτυξης: η οικονομική ανάπτυξη χρειάζεται περισσότερα καύσιμα από τη στασιμότητα και η αυξημένη ζήτηση πυροδοτεί άνοδο των τιμών. Πολλές επιχειρήσεις στρέφονται πάλι στο πετρέλαιο για να αποφύγουν τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου, με συνέπεια να ωθούν προς τα πάνω και τις τιμές του πετρελαίου.

Ένας από τους παράγοντες αύξησης των τιμών είναι η απαίτηση της Ρωσίας να υπογράψουν οι ευρωπαϊκές χώρες μακροπρόθεσμα συμβόλαια με την Gazprom, όπως έκαναν παλαιότερα. Η Gazprom προκάλεσε ενεργειακές ελλείψεις στην Ευρώπη για να εντείνει τις πιέσεις στη Γερμανία και γενικότερα στην Ευρώπη έτσι ώστε να δρομολογήσουν το ταχύτερο την χορήγηση άδειας στον αγωγό North Stream 2, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία και τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής. Η Ρωσία θέλει να τεθούν σε λειτουργία οι δύο παράλληλοi αγωγοί του North Stream 2, πράγμα που ωστόσο απαιτεί εξαίρεση από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Προσφάτως, στη Ρωσική Εβδομάδα Ενέργειας, ο Βλαντιμίρ Πούτιν υπογράμμισε την σπουδαιότητα να ξεκινήσει η πλήρης λειτουργία αυτού του διπλού αγωγού.

H έλλειψη φυσικού αερίου έχει πολλά αίτια αλλά η Ρωσία εκμεταλλεύεται την θέση της στην ευρωπαϊκή αγορά. Παραλλήλως, για την ενεργειακή κρίση ευθύνονται τα χαμηλά ευρωπαϊκά αποθέματα φυσικού αερίου μετά τον δριμύ περσινό χειμώνα σε πολλές βόρειες χώρες, ο εφοδιασμός με υγρό αέριο ασιατικών χωρών οι οποίες πληρώνουν υψηλότερες τιμές από τους Ευρωπαίους, καθώς και οι χρονοβόρες επισκευές στους νορβηγικούς αγωγούς.

Η Ρωσία διασφαλίζει το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών σε φυσικό αέριο – άρα, έχει στα χέρια της ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ήδη η Ουγγαρία υπέγραψε 15ετή συμφωνία με τον ενεργειακό κολοσσό και περιμένει τώρα τη μιμηθούν κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες με μακροπρόθεσμες συμφωνίες για αγορά φυσικού αερίου.

Για τα νοικοκυριά, αυτή η άνοδος των τιμών –για τη θέρμανση, για το μαγείρεμα, για τις μεταφορές– συνεπάγεται μεγάλη οικονομική επιβάρυνση. Σε μερικές χώρες, οι λογαριασμοί φυσικού αερίου-ηλεκτρικού αυξήθηκαν ή θα αυξηθούν αυτόν τον μήνα κατά 50%: το μόνο που μπορεί να μας σώσει, εν μέρει, είναι ένας πολύ ήπιος χειμώνας. Για τις επιχειρήσεις η αύξηση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος παραγωγής, άρα και στις λιανικές τιμές των προϊόντων. Αλλά βεβαίως υπάρχει ένα όριο: οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αυξήσουν τις τιμές κατά 50% διότι κανείς δεν θα μπορεί να αγοράσει τα προϊόντα τους – ένα ποσοστό της επιβάρυνσης θα το απορροφήσουν οι ίδιες. Όμως, απορροφώντας κόστη οι επιχειρηματίες αδυνατούν να κάνουν τις επενδύσεις που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Οι ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μηχανισμούς κοινωνικής προνοίας προβλέπουν βοηθήματα και επιδόματα για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα: περίπου 10% των Ευρωπαίων πολιτών θα εισπράξουν κάποιου είδους επίδομα θέρμανσης, ενώ όπου υπάρχει πυρηνική ενέργεια –όπως στη Γαλλία– θα αποσυνδεθεί ο λογαριασμός φυσικού αερίου από τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Στην Ισπανία μειώνονται οι φόροι στον ηλεκτρισμό, ενώ στην Ιταλία και στη Βρετανία τα επιδόματα φτάνουν σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ή λίρες.

Οι ειδήμονες προβλέπουν ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022 οι τιμές της ενέργειας θα σταθεροποιηθούν κι ότι το 2023 θα μειωθούν. Αλλά το φαινόμενο του κόστους της ενέργειας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: τις διεθνείς εντάσεις, την έρευνα για τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, κυρίως από τα ορυκτά, καθώς και από την πορεία της υγειονομικής κρίσης γύρω από την οποία υπάρχει σχετική αβεβαιότητα.

Οι επιπτώσεις της σημερινής ενεργειακής κρίσης μοιάζουν με εκείνα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, αλλά τα αίτια και η γεωπολιτική κατάσταση έχουν αλλάξει δραματικά. Η κρίση του 1973, όταν τα μέλη του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών ή OAPEC (που αποτελούνταν από τα αραβικά μέλη του OPEC, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Τυνησία) επέβαλαν εμπάργκο πετρελαίου. Μέχρι το τέλος αυτού του εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974, η τιμή του πετρελαίου είχε αυξηθεί από 3 δολάρια το βαρέλι σε σχεδόν 12. Στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ εκείνη τη χρονιά, η Αίγυπτος και η Συρία, με τη στήριξη άλλων αραβικών χωρών, επιτέθηκαν στο Ισραήλ, προκειμένου να ανακτήσουν τα αραβικά εδάφη που είχαν αποσπάσει οι Ισραηλινοί το 1967 στον πόλεμο των Έξι Ημερών. Και καθώς οι ΗΠΑ εξόπλιζαν το Ισραήλ, ο OAPEC αποφάσισε να προβεί σε αντίποινα, ανακοινώνοντας εμπάργκο πετρελαίου κατά του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Ολλανδίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Αυτή η μάχη γύρω από πετρέλαιο προκάλεσε ρήγμα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ: ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή ώστε οι Άραβες να τις εξαιρέσουν από την τιμωρία. Για την αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ξεκίνησε παράλληλες διαπραγματεύσεις με τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες για τον τερματισμό του εμπάργκο, ενώ με την Αίγυπτο, τη Συρία, το Ισραήλ συζητούσε τα περί ισραηλινή οπισθοχώρησης από την περιοχή του Σινά και τα Υψίπεδα του Γκολάν. Η υπόσχεση για διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας έπεισε τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες να άρουν το εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974.

Το εμπάργκο συνέπεσε με την παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου από τις βιομηχανικές χώρες στις οποίες απευθυνόταν ο OAPEC και ιδιαίτερα με τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών πετρελαίου από τη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης πετρελαίου στον κόσμο, τις ΗΠΑ. Στον απόηχο της κρίσης, οι χώρες-στόχοι ξεκίνησαν την εφαρμογή μιας πληθώρας νέων και, ως επί το πλείστον, μακροπρόθεσμων μέτρων για τη συγκράτηση της κατανάλωσης πετρελαίου και για τη μείωση του βαθμού εξάρτησης από αυτό. Το «σοκ των τιμών του πετρελαίου» του 1973, μαζί με το κραχ του χρηματιστηρίου το 1973-1974, είχαν μόνιμο οικονομικό αποτέλεσμα στις κοινωνίες του βιομηχανικού κόσμου.

Η επιτυχία του εμπάργκο απέδειξε την οικονομική δύναμη και τον διεθνή αντίκτυπο του ισλαμικού βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου, το οποίο παραμέρισε τον προοδευτικό αραβικό εθνικισμό τον οποίον τροφοδοτούσε τότε η Σοβιετική Ένωση: έτσι κάπως άρχισε να επικρατεί ο φανατικός ισλαμισμός αντί για τον παναραβισμό τύπου Νάσερ. Σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο, η απότομη αύξηση του πλούτου και το διεθνές κύρος της Σαουδικής Αραβίας έδωσε ώθηση στην πουριτανική, συντηρητική ουαχαμπιστική ερμηνεία του Ισλάμ που ευνοούσαν οι Σαουδάραβες, το λεγόμενο «πετρο-Ισλάμ». Μακροπρόθεσμα, το εμπάργκο πετρελαίου άλλαξε την ενεργειακή πολιτική της Δύσης, η οποία στράφηκε στην ενεργειακή έρευνα, στην εξοικονόμηση ενέργειας και σε πιο περιοριστικές νομισματικές πολιτικές για τη συγκράτηση του πληθωρισμού. Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα, οι δυτικές χώρες έχουν επιτύχει κάποια ενεργειακή ποικιλία –πυρηνική, ηλιακή και αιολική ενέργεια– αλλά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο παραμένουν οι ενεργειακές μορφές εκλογής. Σήμερα, οι ΗΠΑ απομακρύνονται από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες τόσο διότι στο μεταξύ έχουν αυξήσει την εγχώρια παραγωγή πετρελαίου, όσο και διότι χρησιμοποιούν κι άλλες μορφές: το πρόβλημα είναι ότι η τεράστια δημογραφική έκρηξη και η παγκοσμιοποίηση έχουν αυξήσει τις ενεργειακές ανάγκες σε επίπεδα που δεν είχαν προβλεφθεί το 1973. Όλα έχουν αλλάξει από τότε: η θέση της Ρωσίας, η γεωπολιτική της Δύσης, ο ρόλος του ΝΑΤΟ – και μαζί η ίδια η φυσική, οικονομικοπολιτική και πληθυσμιακή κατάσταση του πλανήτη.