Κοσμος

Τριάντα χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης

Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών κατρακυλούσε επί τρία χρόνια: το 1991 διαλύθηκε επισήμως και οι δημοκρατίες που την αποτελούσαν υιοθέτησαν την οικονομία της αγοράς

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σοβιετική Ένωση - Τριάντα χρόνια από τη διάλυσή της: Η ανεξαρτησία των κρατών και οι προσπάθειές του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για μεταρρύθμιση.

Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε επισήμως στις 26 Δεκεμβρίου 1991, αλλά ήδη από τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, οι σοβιετικές δημοκρατίες άρχισαν να εγκαταλείπουν την ομοσπονδία και να ανεξαρτητοποιούνται. Είχαν προηγηθεί εθνικιστικά, αντι-ρωσικά κινήματα και εθνικές διεκδικήσεις στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης οι οποίες από το 1989 εξελίχθηκαν σε αποσχιστικές επαναστάσεις: πρώτες δήλωσαν την επιθυμία τους να αποσχιστούν οι Βαλτικές δημοκρατίες –η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία– οι οποίες είχαν συνενωθεί βιαίως με τη Σοβιετική Ένωση το 1944. Στη συνέχεια, ξέσπασαν διαδηλώσεις στο Γερεβάν της Αρμενίας, με αφορμή τη μόλυνση της Λίμνης Σεβάν, το χημικό εργοστάσιο Ναϊρίτ και το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας Μετσαμόρ. Παρά τις μεταρρυθμίσεις που προσπάθησε να εφαρμόσει ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προκειμένου να διατηρήσει την ενότητα και να τονώσει τη μαραζωμένη σοβιετική οικονομία, οι Βαλτικές δημοκρατίες και ο Καύκασος είχαν πάρει τον δρόμο της απόσχισης· όσο για την ευρύτερη περιοχή του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, κατευθυνόταν προς τον εμφύλιο πόλεμο.

Το 1988 ήταν μια χρονιά ταραχών, μειονοτικών συγκρούσεων αλλά και φυσικών καταστροφών –στις 7 Δεκεμβρίου 1988, ο σεισμός του Σπιτάκ προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 25.000 ατόμων– που εξασθένησαν ακόμα περισσότερο τη σοβιετική κυβέρνηση και διέβρωσαν το κύρος της. Η Γεωργία, η Μολδαβία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία ακολούθησαν το παράδειγμα των εξεγέρσεων, ενώ βγήκαν στην επιφάνεια πικρά παράπονα για την καταστροφή του Τσερνόμπιλ, για την καταστολή του Καθολικισμού και προπάντων για την ίδια την προσάρτησή τους στην ΕΣΣΔ και την προσπάθεια του εκρωσισμού που ακολούθησε. Η συχνά βάναυση καταστολή των διαδηλώσεων και το γενικό πελάγωμα της κεντρικής εξουσίας –το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήξερε τι να κάνει– επιδείνωσαν το κλίμα το οποίο ο σχετικός εκδημοκρατισμός την άνοιξη του 1989 –οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης εξέλεξαν για πρώτη φορά από το 1917 το νέο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού– δεν κατάφερε να κατευνάσει. Στο μεταξύ, ανετράπη η κομμουνιστική κυβέρνηση στη Βαρσοβία, πράγμα που πυροδότησε εξεγέρσεις που ανέτρεψαν τον κομμουνισμό στις άλλες πέντε χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας πριν από το τέλος του 1989, τις μέρες όπου έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Αυτά τα γεγονότα έδειξαν ότι οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης δεν υποστήριζαν τον εκσυγχρονισμό που προσπαθούσε να οργανώσει ο Γκορμπατσόφ, αλλά προτιμούσαν να εγκαταλείψουν εντελώς το σύστημα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έτσι, η ΕΣΣΔ έχασε τα κράτη δορυφόρους τα οποία κρατούσε με εγκάθετες κυβερνήσεις από το 1947-8.

Η Ρωσία άντεξε τρίζοντας για τρία χρόνια περίπου: προσπαθούσε να συγκρατήσει τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας (Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν κ.τ.λ.) αλλά μέχρι τα μέσα του 1990 είχε χάσει σε εκλογικό επίπεδο έξι δημοκρατίες οι οποίες εξέλεξαν εθνικιστές εκπροσώπους: η Λιθουανία, η Μολδαβία, η Εσθονία, η Λετονία, η Αρμενία και η Γεωργία άρχισαν να δηλώνουν την εθνική τους κυριαρχία κηρύσσοντας τον λεγόμενο «πόλεμο των νόμων» εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης στη Μόσχα. Απέρριπταν δηλαδή την ενωσιακή νομοθεσία όταν ερχόταν σε σύγκρουση με τους τοπικούς νόμους και αρνούνταν να πληρώσουν φόρους. Αυτή η σύγκρουση συνέβαλε στην οικονομική αποδιάρθρωση στην οποία είχε παίξει ρόλο και η πολυετής εκστρατεία οικοδόμησης κράτους στο Αφγανιστάν.

Στις 4 Μαρτίου του 1990 η Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία πραγματοποίησε σχετικά ελεύθερες εκλογές για το Κογκρέσο των Αντιπροσώπων του Λαού της Ρωσίας. Ο νικητής ήταν ο Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος εκπροσωπούσε το Σβερντλόφσκ και συγκέντρωσε το 72% των ψήφων. Στις 29 Μαΐου 1990, ο Γέλτσιν εξελέγη πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ της ΡΣΟΣΔ, παρά το γεγονός ότι ο Γκορμπατσόφ ζήτησε από τους Ρώσους βουλευτές να τον καταψηφίσουν. Τον Γέλτσιν υποστήριζαν τα δημοκρατικά και συντηρητικά μέλη του Ανωτάτου Σοβιέτ. Στις 12 Ιουλίου 1990, ο Γέλτσιν παραιτήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα με μια δραματική ομιλία στο 28ο Συνέδριο του Κόμματος: έκτοτε φαινόταν να συμβολίζει την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η Ρωσία.

Το 1990 οι δημοκρατίες, η μία μετά την άλλη, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους: οι Βαλτικές ειρηνικά, το Αζερμπαϊτζάν μετά από πολυαίμακτες εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων, και το Τατζικιστάν μετά από συγκρούσεις με τις σοβιετικές αρχές. Τον Ιούνιο του 1990 σημειώθηκαν αιματηρές εθνοτικές συγκρούσεις μεταξύ της κιργιζικής εθνικιστικής ομάδας Ος Αϋμάγκι και της ουζμπεκικής εθνικιστικής ομάδας Αντολάτ: πάνω από 300 άτομα σκοτώθηκαν και άλλα 462 τραυματίστηκαν σοβαρά.

Φτάνουμε στο 1991: μετά την ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Γεωργίας το 1991, η Νότια Οσσετία και η Αμπχαζία εξέφρασαν την επιθυμία τους να αποσχιστούν από τη Γεωργία και να παραμείνουν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσίας. Με λίγα λόγια, στις συγκρούσεις ενεπλάκησαν κομμουνιστές σοβιετόφιλοι, εθνικιστές, ρεβανσιστές, δημοκράτες και θρησκευόμενοι όλων των δογμάτων που μισούσαν οι μεν τους δε, ενώ η Μόσχα δίσταζε ανάμεσα στη βίαιη καταστολή και στις γρήγορες, θεαματικές μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν, την έσχατη στιγμή, τη διάλυση της ομοσπονδίας. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, στις 20 Αυγούστου 1991 προγραμματίστηκε η υπογραφή μιας νέας Ενωσιακής Συνθήκης που θα μετέτρεπε τη Σοβιετική Ένωση σε ομοσπονδία ανεξάρτητων δημοκρατιών με κοινό πρόεδρο, εξωτερική πολιτική και στρατό. Το σχέδιο στήριξαν οι δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας οι οποίες χρειάζονταν τα οικονομικά πλεονεκτήματα μιας κοινής αγοράς και στρατιωτικής προστασίας. Ωστόσο, αυτό θα σήμαινε κάποιο βαθμό τη διατήρηση του ελέγχου εκ μέρους του Κομμουνιστικού Κόμματος επί της οικονομικής και κοινωνικής τους ζωής.

Οι πιο ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές ήταν όλο και περισσότερο πεπεισμένοι ότι η ταχεία μετάβαση στην οικονομία της αγοράς ήταν απαραίτητη, ακόμη κι αν το τελικό αποτέλεσμα σήμαινε τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Αλλά στις 19 Αυγούστου 1991 ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Γκορμπατσόφ, Γκενάντι Γιανάγιεφ, ο πρωθυπουργός Βαλεντίν Πάβλοφ, ο Υπουργός Άμυνας Ντμίτρι Γιάζοφ, ο αρχηγός της KGB Βλαντιμίρ Κριούτσκοφ και άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι κινήθηκαν με σκοπό να εμποδίσουν την υπογραφή της Νέας Ενωσιακής Συνθήκης διαμορφώνοντας την «Γενική Επιτροπή για την Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης» η οποία έθεσε τον Γκορμπατσόφ σε κατ’ οίκον περιορισμό, διακόπτοντας την επικοινωνία του με τον έξω κόσμο. Έγινε δηλαδή πραξικόπημα. Οι επικεφαλής του πραξικοπήματος εξέδωσαν επείγον διάταγμα για την αναστολή της πολιτικής δραστηριότητας και την απαγόρευση των περισσότερων εφημερίδων, προσδοκώντας λαϊκή υποστήριξη. Πλην όμως, η κοινή γνώμη στις μεγάλες πόλεις και δημοκρατίες ήταν είτε εναντίον τους, είτε διατελούσε σε αμηχανία. Ο Γέλτσιν, ως πρόεδρος της Ρωσικής ΣΟΣΔ, καταδίκασε το πραξικόπημα και η δημοτικότητά του αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι κομμουνιστές πραξικοπηματίες προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να συλλάβουν τον Γέλτσιν, ο οποίος εκφωνούσε, σε φωτογενές στιλ, ομιλίες από την κορυφή άρματος μάχης. Μέσα σε τρεις μέρες, στις 21 Αυγούστου 1991, το πραξικόπημα φάνηκε να αποτυγχάνει οικτρά. Οι διοργανωτές συνελήφθησαν και ο Γκορμπατσόφ αποκαταστάθηκε στο αξίωμά του· όμως ήταν πια παροπλισμένος.

Στις 24 Αυγούστου του 1991, ο Γκορμπατσόφ διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ και παραιτήθηκε από γενικός γραμματέας του κόμματος ιδρύοντας το Κρατικό Συμβούλιο της Σοβιετικής Ένωσης (στις 5 Σεπτεμβρίου), με σκοπό την ενότητα των δημοκρατιών. Αλλά, δεν κατάφερε τίποτα: μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου, 10 δημοκρατίες ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1991, η Εσθονία, τη Λετονία και η Λιθουανία προσχώρησαν στα Ηνωμένα Έθνη και από τις 7 Νοεμβρίου 1991 οι περισσότερες εφημερίδες αναφέρονταν στη χώρα ως «πρώην Σοβιετική Ένωση». Το τέλος είχε έρθει. Τα Χριστούγεννα ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε αναγνωρίζοντας ως τετελεσμένο γεγονός τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Αν και οι γνώμες του κοινού αλλάζουν σαν τους ανεμοδείκτες, έχει ενδιαφέρον ότι σε δημοσκόπηση του 2014 το 57% των Ρώσων λυπόταν για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης: οι ηλικιωμένοι ήταν πιο νοσταλγικοί σε σύγκριση με τους νεότερους Ρώσους. Το 2005, στην Ουκρανία, το 50% των ερωτηθέντων σε παρόμοια δημοσκόπηση δήλωνε ότι λυπόταν για την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 2016 το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 35%.