Κοσμος

Ντάρλι Ρούτιερ: Ένοχη για τη δολοφονία των παιδιών της

24 χρόνια στην πτέρυγα μελλοθανάτων ισχυρίζεται ότι είναι αθώα

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Ντάρλι Ρούτιερ: Ο γάμος σε νεαρή ηλικία, η δολοφονία των παιδιών της, η καταδίκη της σε θάνατο με θανατηφόρο ένεση και η επιμονή για την αθωότητά της.

Η Ντάρλι Ρούτιερ είναι μια γυναίκα καταδικασμένη σε θάνατο για τη δολοφονία των δυο αγοριών της και βρίσκεται στην πτέρυγα μελλοθανάτων από τις 4 Φεβρουαρίου 1997. Δεν έπαψε στιγμή να ισχυρίζεται ότι ένας άγνωστος εισβολέας ευθύνεται για τον θάνατο των παιδιών της και ότι η ίδια είναι αθώα, ωστόσο όλες οι εφέσεις της μετά τη δίκη και την καταδίκη της έχουν απορριφθεί και περιμένει στις φυλακές Γκέιτσβιλ του Τέξας την εκτέλεσή της −άγνωστο πότε− με θανατηφόρο ένεση.

Η Ντάρλι Ρούτιερ το 1996 ήταν 26 χρόνων και ζούσε σε ένα προάστιο του Τέξας με τον άντρα της, Ντάριν, και τα τρία αγόρια τους. Ο Ντάριν είχε ερωτευθεί κεραυνοβόλα την εκρηκτική ξανθιά όταν εκείνη δεν είχε κλείσει ακόμη τα 20 και παντρεύτηκαν αμέσως. Η εταιρία ηλεκτρονικών εξαρτημάτων που έστησε πήγαινε πολύ καλά και οι Ρούτιερ είχαν αγοράσει ένα επιβλητικό σπίτι, ακριβά αυτοκίνητα, σκάφος, έκαναν ακριβές διακοπές. Η Ντάρλι είχε μόνο να φροντίζει τα παιδιά και τον εαυτό της. Φαίνεται ότι τα κατάφερνε και στα δύο. Όχι μόνο τα δικά της παιδιά, αλλά και τα παιδιά της γειτονιάς λάτρευαν το σπιτικό των Ρούτιερ και περνούσαν πολύ χρόνο εκεί. Η Ντάρλι, που έδινε μεγάλη προσοχή στην εξωτερική της εμφάνιση, κυκλοφορούσε πάντα περιποιημένη και σέξι, καμαρώνοντας –όσο κι ο άντρας της–για τα προσθετικά στήθους που είχε αποκτήσει, σε μέγεθος έξτρα λαρτζ.

Το δράμα άρχισε με ένα τηλεφώνημα της Ντάρλι Ρούτιερ στην Άμεση Δράση στις 2.31π.μ., ξημερώματα Πέμπτης 6 Ιουνίου 1996 από το σπίτι της στο Ανατολικό Ντάλας. Ισχυριζόταν ουρλιάζοντας υστερικά ότι ένας άγνωστος είχε εισβάλει και είχε επιτεθεί στα παιδιά της. Η αστυνομία έφτασε μόλις τρία λεπτά αργότερα, ενώ η Ντάρλι ήταν ακόμη στο τηλέφωνο. Αφού ελέγχθηκε ο χώρος και διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε εισβολέας, η αστυνομία έδωσε την άδεια εισόδου στους νοσοκόμους. Βρήκαν τη Ντάρλι με μια βαθιά μαχαιριά στον λαιμό μόλις δυο χιλιοστά από την καρωτίδα, τραύματα στα χέρια και στον ώμο της, αλλά οι γιοι της, ο Ντέβον 6 ετών και ο Ντέιμον 5 ετών, είχαν πεθάνει από τα τραύματά τους – είχαν δεχτεί πολύ βαθιές μαχαιριές στο στήθος και στον λαιμό και ο Ντέιμον, που χαροπάλευε, κατέληξε ώσπου να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Υπήρχε μια σχισμένη σίτα στο παράθυρο του γκαράζ και το όπλο του εγκλήματος, ένα κοφτερό μαχαίρι, βρέθηκε στον πάγκο της κουζίνας. 

Η Ντάρλι πέρασε δύο μέρες στο νοσοκομείο όπου χειρουργήθηκε. Είπε αργότερα στους αξιωματικούς ότι εκείνο το βράδυ αποκοιμήθηκε στον καναπέ, ενώ παρακολουθούσε τηλεόραση με τα δύο μεγάλα αγόρια της. Ήταν κάτι που συνήθιζαν να κάνουν, αφότου γεννήθηκε το τρίτο αγόρι της οικογένειας. Το 7 μηνών βρέφος κοιμόταν με τον άντρα της στον επάνω όροφο. Η Ντάρλι ξύπνησε μέσα στη νύχτα και είδε έναν μακρυμάλλη άνδρα, που φορούσε καπέλο του μπέιζμπολ και μαύρα ρούχα, μέσα στο σαλόνι της. Μόλις πήγε να τον πλησιάσει, ο άντρας το έβαλε στα πόδια πηγαίνοντας προς το γκαράζ και τότε έπεσε από τα χέρια του το μαχαίρι. Η Ντάρλι, πριν συνειδητοποιήσει ότι εκείνη και τα παιδιά της είχαν τραυματισθεί και καλέσει τη αστυνομία, το πήρε και το έβαλε στον πάγκο της κουζίνας (όταν το είπε αυτό κατά την τηλεφωνική κλήση της, συμπλήρωσε: «κρίμα, γιατί θα μπορούσαν να πάρουν αποτυπώματα» – φράση που χρησιμοποιήθηκε εναντίον της στη δίκη). 

Ωστόσο, οι ντετέκτιβ βρήκαν την ιστορία της πολύ απίθανη, ειδικά αφού η σκηνή του εγκλήματος φαινόταν να έχει σκηνοθετηθεί. Η Ντάρλι Ρούτιερ είπε στην αστυνομία ότι ο εισβολέας διέφυγε από το γκαράζ, αλλά στο γκαράζ δεν βρέθηκαν σταγόνες αίματος ούτε ενδείξεις ότι κάποιος πέρασε από εκεί. Το περβάζι στο παράθυρο είχε ανέγγιχτα στρώματα σκόνης, όπως και η σίτα που είχε κοπεί, δηλαδή κανείς δεν είχε πατήσει στο περβάζι. Το χώμα στα παρτέρια ανάμεσα στο γκαράζ και την πύλη της αυλής ήταν απάτητο – βρέθηκε μόνο ένα δακτυλικό αποτύπωμα στο περβάζι που δεν ανήκε σε κανέναν στην οικογένεια.

Οι αστυνομικοί, μισή ώρα μετά την είσοδό τους στο σπίτι, είχαν συμπεράνει ότι δεν υπήρξε εισβολέας και ίσως αυτό καθόρισε εξ αρχής τις έρευνές τους. Στη συνέχεια διενεργήθηκαν περίπου 100 εξετάσεις στα εγκληματολογικά εργαστήρια για κάθε σταγόνα αίματος που βρέθηκε στον χώρο και στα ρούχα της Ντάρλι. Δύο τετράγωνα μακριά από το σπίτι ανακαλύφθηκε μια ματωμένη κάλτσα. Οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ότι περιείχε αίμα του Ντέιμον και του Ντέβον και είχε πεταχτεί δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών, και όχι μέσα, ώστε να είναι εμφανής σε όλους.

Οκτώ μέρες μετά τις δολοφονίες, ένα τοπικό τηλεοπτικό κανάλι κάλυψε το πάρτι γενεθλίων του Ντέβον, που θα έκλεινε τα 7, στο νεκροταφείο. Η Ντάρλι και ο Ντάριν, μαζί με φίλους, γιόρταζαν τα γενέθλια που ανυπομονούσε αλλά δεν πρόλαβε να γιορτάσει ο μεγάλος τους γιος. Η εικόνα της Ντάρλι στον τάφο των πρόσφατα δολοφονημένων αγοριών της θεωρήθηκε απρεπής από όποιον είδε το ρεπορτάζ: Η Ντάρλι, μασώντας τσίχλα, φορώντας σορτσάκι και γελώντας, ψεκάζει silly string (χρωματιστές σερπαντίνες που βγαίνουν υγρές από σπρέι και μετά στερεοποιούνται) στους τάφους, ενώ τραγουδάει «Χρόνια Πολλά» και πολύχρωμα μπαλόνια αφήνονται να πετάξουν στον ουρανό.

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου, η Ντάρλι Ρούτιερ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για τη δολοφονία των παιδιών της. Η αστυνομία είχε στοιχεία για δύο πράγματα: η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και οι πληγές της Ντάρλι ήταν επιφανειακές – πιθανό να της είχε προκαλέσει μόνη της.

Όταν ξεκίνησε η δίκη της Ντάρλι Ρούτιερ στις 6 Ιανουαρίου 1997, οι κατήγοροι δήλωσαν ότι ο κύριος στόχος της ήταν να σκηνοθετήσει διάρρηξη, να σκοτώσει τους γιους της και να τραυματισθεί, ώστε να εισπράξει τα χρήματα από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής των αγοριών της, επειδή η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και ο πολυτελής τρόπος ζωής στον οποίο ήταν μαθημένη επρόκειτο να τελειώσει. Εκτός από τους χαρακτηρισμούς «χαϊδεμένη, αδιάφορη και υλιστική γυναίκα» που της απέδωσαν, οι κατήγοροι τόνισαν επίσης ότι δεν μπορούσε να δώσει σαφή περιγραφή του εισβολέα και ότι τίποτα δεν είχε κλαπεί από το σπίτι, θέτοντας το ερώτημα εάν υπήρξε ποτέ εισβολέας − επίσης δεν υπήρχαν ίχνη αίματος από το σπίτι έως έξω από το γκαράζ. Το βίντεο από τον γιορτασμό των γενεθλίων του Ντέβον στο νεκροταφείο προβλήθηκε για τους ενόρκους κατά τη δίκη, με τον εισαγγελέα να δηλώνει ότι η εικόνα της κατηγορουμένης σε αυτό ήταν πολύ εύγλωττη σχετικά με τον χαρακτήρα της (όταν οι ένορκοι διαβουλεύονταν πριν την ετυμηγορία τους, είπαν ότι έπαιξαν 7-8 φορές αυτό το βίντεο).

Κορυφαίος εγκληματολόγος κατέθεσε ότι το αίμα που βρέθηκε στην πλάτη της μπλούζας της Ρούτιερ έδειχνε ότι σήκωνε το μαχαίρι πάνω από το κεφάλι της πριν μαχαιρώσει ξανά κάθε αγόρι. Φυσικά, κατά τη δίκη, οι κατήγοροι υπενθύμισαν ότι δεν είναι υποχρεωμένοι σύμφωνα με τον νόμο να αποδείξουν το κίνητρο των δολοφονιών που διέπραξε, μόνο να παρουσιάσουν τα στοιχεία που τεκμηριώνουν την ενοχή της. 

Η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι το ποσό από τα ασφαλιστήρια ζωής των αγοριών ανερχόταν σε 10.000 δολάρια που δεν έφταναν να καλύψουν ούτε τις κηδείες τους. Αν η Ντάρλι ήταν υλίστρια και πρόθυμη να σκοτώσει για το χρήμα, θα μπορούσε να δολοφονήσει τον άντρα της που είχε ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής για 800.000 δολάρια. Οι συνήγοροί της δήλωσαν ότι για κανέναν λόγο δε θα σκότωνε τα παιδιά της και ότι η υπόθεση δεν είχε ούτε κίνητρο, ούτε ομολογία, ούτε μάρτυρες. Κορυφαίος ιατροδικαστής κατέθεσε ότι η πληγή στο λαιμό της Ρούτιερ απείχε δυο χιλιοστά από την καρωτιδική αρτηρία της και ότι δε μπορούσε να έχει προκληθεί από την ίδια. Αυτό διέφερε από τους ισχυρισμούς των θεραπόντων ιατρών της, οι οποίοι είχαν πει στους αστυνομικούς ότι μπορούσε να έχει αυτοτραυματισθεί. Όσο για την κάλτσα με το αίμα των παιδιών, αλλά όχι της Ντάρλι, που πετάχτηκε κοντά στο σπίτι αποδείκνυε την αθωότητά της. Αντίθετα, οι κατήγοροι ισχυρίστηκαν ότι θα μπορούσε να έχει βγει από το σπίτι για να την πετάξει, πριν αυτοτραυματισθεί και καλέσει την Άμεση Δράση – αν αυτό ισχύει, εξηγεί γιατί δεν πέταξε και το μαχαίρι.

Τελικά, την 1η Φεβρουαρίου 1997, η Ντάρλι κρίθηκε ένοχη για τη δολοφονία του 5χρονου γιου της Ντέιμον. Τρεις ημέρες αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο με θανατηφόρο ένεση (Η δολοφονία μικρότερου των 6 ετών παιδιού τιμωρείται με θάνατο στο Τέξας. Μέχρι σήμερα, δεν έχει δικαστεί για τη δολοφονία του Ντέβον – θα δικαζόταν αν είχε αθωωθεί για τη δολοφονία του Ντέιμον). Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Ντάρλι άσκησε δύο εφέσεις για παρατυπίες στη διάρκεια της δίκης, αλλά απορρίφθηκαν. 

Τον Ιούνιο του 2011 o Ντάριν Ρούτιερ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από τη σύζυγό του (κι έχει στο μεταξύ ξαναπαντρευτεί), λέγοντας ότι η απόφαση ήταν αμοιβαία και «πολύ δύσκολη» και ότι εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Ντάρλι είναι αθώα. 

Πολλά βιβλία έχουν ασχοληθεί με την υπόθεση, με πολλούς συγγραφείς να αλλάζουν στην πορεία γνώμη και ενώ αρχικά πίστευαν στην ενοχή της Ντάρλι, υπερασπίζονται τώρα θερμά την αθωότητά της.

Στην τηλεόραση επίσης πολλά ντοκιμαντέρ και δημοσιογραφικές εκπομπές («ABC», «Unsolved Mysteries», «24 Hours», «20/20») παρουσίασαν και τις δύο πλευρές της υπόθεσης, εκείνες που στηρίζουν την αθωότητα της Ντάρλι και εκείνες που δείχνουν την ενοχή της.

Ο διεθνώς καταξιωμένος Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτσογκ, πολέμιος της θανατικής ποινής, έχει κινηματογραφήσει μια σειρά ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «On Death Raw» («Στην Πτέρυγα Μελλοθανάτων») που προβλήθηκε από το Investigation Discovery. Ανάμεσά τους είναι και το ντοκιμαντέρ για την υπόθεση της Ντάρλι Ρούτιερ (συνεντεύξεις που πήρε από την ίδια, από τη μητέρα της, τον δικηγόρο της και τον εισαγγελέα, που ζήτησε και πέτυχε τη θανατική καταδίκη της).