Κοσμος

Κριστίν Ρόσαμ: Η δολοφονία American Beauty

Ο εθισμός, ο έρωτας και το τέλος ενός γάμου πριν τη δεύτερη επέτειό του

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Κριστίν Ρόσαμ: Η γνωριμία της με τον Γκρεγκ Ντε Βίλερς, ο γάμος τους, ο εθισμός της σε ναρκωτικές ουσίες και η «Δολοφονία American Beauty».

Η Κριστίν Ρόσαμ είχε υπάρξει από μικρή ένα χαϊδεμένο παιδί. Η φυσική ομορφιά της και η εργασία της μητέρας της στο μάρκετινγκ διαφημιστικής εταιρείας τής χάρισαν τη συμμετοχή σε πολλές παιδικές διαφημίσεις. Στα 18 της χρόνια γνώρισε τον άντρα που σε 4 χρόνια θα παντρευόταν και σε 5 χρόνια θα δολοφονούσε.

Τον Απρίλιο του 1995 η Κριστίν και ο Γκρεγκ Ντε Βίλερς γνωρίστηκαν τυχαία στην Τιχουάνα. Η Τιχουάνα είναι μια μικρή παραμεθόρια πόλη του Μεξικού, τριάντα χιλιόμετρα από το Σαν Ντιέγκο, όπου έμεναν και οι δύο. Η Κριστίν είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο και ο Γκρεγκ ήταν δευτεροετής Βιοχημείας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο. Η Τιχουάνα ήταν κοντινός προορισμός διασκέδασης και για τους δύο, αφού στην Καλιφόρνια απαγορεύεται η κατανάλωση αλκοόλ για τους κάτω των 21 ετών. Ο Γκρεγκ είχε κάνει την εκδρομή με τους δύο αδερφούς του, ενώ η Κριστίν μόνη της. Τα τρία αγόρια και η Κριστίν πέρασαν μαζί εκείνη τη μέρα διασκεδάζοντας, πίνοντας τεκίλες και μαργαρίτες, και επιστρέφοντας στο Σαν Ντιέγκο η Κριστίν ακολούθησε τον Γκρεγκ στον φοιτητικό του κοιτώνα, από όπου δεν έφυγε μέχρι τον θάνατό του.

Η σχέση της με τον Γκρεγκ οδήγησε την Κριστίν σε σπουδές Βιοχημείας στο ίδιο πανεπιστήμιο με εκείνον, από όπου αποφοίτησε το 1998 με διακρίσεις. Μετά την αποφοίτησή της άρχισε να εργάζεται στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Σαν Ντιέγκο ως τοξικολόγος. Ο Γκρεγκ είχε ήδη ξεκινήσει με λαμπρές προδιαγραφές την καριέρα του σε μεγάλη εταιρία βιοτεχνολογίας. Το ζευγάρι, μετά από συμβίωση τεσσάρων ετών, παντρεύτηκε στις 5 Ιουνίου 1999. Η Κριστίν ήταν 22 και ο Γκρεγκ 25 ετών.

Η Κριστίν από την εφηβεία της είχε πειραματιστεί με ουσίες, έπινε, κάπνιζε και προοδευτικά είχε εθιστεί στη μεθαμφεταμίνη που χρησιμοποιούσε από 16 ετών. Παρότι φαινόταν να έχει ξεπεράσει τον εθισμό της όταν συνδέθηκε με τον Γκρεγκ, στη διάρκεια του γάμου τους εκείνος την έπιασε αρκετές φορές να του κλέβει λεφτά και υποψιαζόταν ότι είχε υποτροπιάσει. Τον πρώτο χρόνο του γάμου τους η Κριστίν είχε ήδη εξωσυζυγική σχέση με το αφεντικό της στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία, τον Μάικλ Ρόμπερτσον, την οποία υποψιαζόταν ο άντρας της. Στις 5 Νοεμβρίου 2000 ο Γκρεγκ την απείλησε ότι, αν δεν εγκατέλειπε τη δουλειά της, θα την κατήγγειλε ως τοξικομανή.

Στις 6 Νοεμβρίου 2000, λίγο μετά τις 9.15 μ.μ., η Κριστίν κάλεσε ασθενοφόρο λέγοντας ότι ο άντρας της είχε αυτοκτονήσει. Ενώ δεχόταν από το τηλέφωνο οδηγίες για τις πρώτες βοήθειες –και υποτίθεται ότι του έκανε τεχνητή αναπνοή–, οι νοσοκόμοι που έφτασαν μέσα σε λίγα λεπτά δεν τη βρήκαν στην κρεβατοκάμαρα, δίπλα στον άντρα της, αλλά στο σαλόνι. Η προσπάθεια ανάνηψης του Γκρεγκ δεν απέδωσε και κατά την άφιξή του στο νοσοκομείο   πιστοποιήθηκε ότι ήταν νεκρός.

Η Κριστίν είπε στους αστυνομικούς ότι ο άντρας της υπέφερε τελευταία από κατάθλιψη και αυτοκτόνησε. Τον τελευταίο χρόνο είχε προσκολληθεί επάνω της σε ανυπόφορο βαθμό και το προηγούμενο βράδυ, στις 5 Νοεμβρίου, του δήλωσε ότι ήθελε να χωρίσουν. Ο Γκρεγκ το είχε πάρει πολύ βαριά. Την επόμενη μέρα, Δευτέρα 6 Νοεμβρίου, δεν είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Η Κριστίν πήγε στη δουλειά της στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία (από εκεί κάλεσε την εταιρεία του Γκρεγκ και είπε ότι ο άντρας της δεν θα πήγαινε για δουλειά εκείνη τη μέρα, όπως έγινε γνωστό αργότερα). Το μεσημέρι που η Κριστίν πήγε στο σπίτι για φαγητό ο Γκρεγκ είχε πάρει ένα αναλγητικό κι ένα μυοχαλαρωτικό. Νωρίς το βράδυ, όταν η Κριστίν γύρισε στο σπίτι μετά τη δουλειά, ο Γκρεγκ κοιμόταν βαθιά. Μη θέλοντας να τον ξυπνήσει έκανε ένα αφρόλουτρο. Ο Γκρεγκ όμως δεν ξυπνούσε. Όταν πλησίασε να ελέγξει την αναπνοή του, είδε ότι δεν ανάσαινε και κάλεσε την Άμεση Δράση.

Οι αστυνομικοί είχαν βρει το υπνοδωμάτιο –το κρεβάτι και το πάτωμα− στρωμένο με ροδοπέταλα. Στις 25 Οκτωβρίου, ημέρα των γενεθλίων της, ο Γκρεγκ της είχε χαρίσει δώδεκα τριαντάφυλλα, είπε η Κριστίν: «Όταν τράβηξα το κάλυμμα του κρεβατιού, είδα τα ροδοπέταλα μαζί με μια φωτογραφία του γάμου μας. Μάλλον ήταν μια δήλωση εμπνευσμένη από την αγαπημένη μας ταινία “American Beauty”, επειδή ήξερε ότι ο γάμος μας είχε τελειώσει». Τα πέταλα από τα τριαντάφυλλα, ωστόσο, φαίνονταν ολόφρεσκα. Όσο για το αφρόλουτρο που η Κριστίν υποτίθεται ότι έκανε λίγη ώρα πριν, οι αστυνομικοί βρήκαν το πώμα της μπανιέρας σε ένα ράφι του μπάνιου και φαινόταν ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα.

Παρά τους ισχυρισμούς της Κριστίν, η οικογένεια Ντε Βίλερς δεν πείστηκε ότι ο Γκρεγκ είχε κατάθλιψη και αυτοκτόνησε. Ειδικά ένας από τους αδερφούς του, ο Τζερόμ, ήταν αποφασισμένος να διερευνήσει σε βάθος τη υπόθεση ως ανθρωποκτονία. Η αστυνομία του Σαν Ντιέγκο, αρχικά απρόθυμη να ξεκινήσει έρευνα, στη συνέχεια πείστηκε και ανέθεσε σε εξωτερικό εργαστήριο τη νεκροψία. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι ο Γκρεγκ Ντε Βίλερς είχε στο σύστημά του θανατηφόρα ποσότητα φεντανύλης (η φεντανύλη είναι αναλγητικό φάρμακο 100 φορές πιο δυνατό από τη μορφίνη που μπορεί να χορηγηθεί με ένεση ή κατάποση ή έμπλαστρα χρονικής απελευθέρωσης που εφαρμόζονται στο δέρμα). Οι έρευνες της αστυνομίας έδειξαν στη συνέχεια ότι η Κριστίν είχε υποτροπιάσει και αυτό ήταν σε γνώση του αφεντικού της, που απλώς την επέπληξε αλλά δεν την απέλυσε (στη συνέχεια η αστυνομία ανακάλυψε ότι έλειπαν πολλές δόσεις φεντανύλης από το ντουλάπι που είχε στη φύλαξή της η Ρόσαμ). Ένα μήνα μετά τον θάνατο του Γκρεγκ, η Κριστίν Ρόσαμ και ο Μάικλ Ρόμπερτσον απολύθηκαν από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία.

Η αστυνομία έμαθε επίσης για το τηλεφώνημα που έκανε η Κριστίν στον εργοδότη του άντρα της, λέγοντάς του ότι δεν θα πήγαινε για δουλειά εκείνη τη μέρα. Ένα από τα πιο καταστροφικά αποδεικτικά στοιχεία ενοχής για την Κριστίν ήταν η απόδειξη αγοράς ενός τριαντάφυλλου τη μέρα που πέθανε ο άντρας της. Η Ρόσαμ είχε χρησιμοποιήσει εκπτωτική κάρτα για να αγοράσει σούπα, σιρόπι και ένα τριαντάφυλλο. Όπως ισχυριζόταν ψευδώς αργότερα, εκείνο το τριαντάφυλλο το είχε προσφέρει στον Ρόμπερτσον ενώ τάχα τα ροδοπέταλα στην κρεβατοκάμαρα ήταν δύο εβδομάδων. Η αστυνομία είχε πια πεισθεί ότι εκείνη προσπάθησε να στήσει τη σκηνή από την ταινία «American Beauty».

Στη συνέχεια οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Ανακρινόμενη η Κριστίν Ρόσαμ είπε στους αστυνομικούς ότι ο άντρας της απείλησε ότι θα ανέφερε στον Μάικλ Ρόμπερντσον πως έκανε πάλι χρήση μεθαμφεταμίνης. Ο εισαγγελέας έκρινε ότι αυτό ήταν το κίνητρο της Κριστίν για τη δολοφονία του άντρα της – με φεντανύλη που είναι «το τέλειο δηλητήριο» επειδή είναι δύσκολο να ανιχνευθεί. Η Ρόσαμ, είπε, που αποφοίτησε από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο με πτυχίο στη Βιοχημεία, χρησιμοποίησε τις γνώσεις της στα ναρκωτικά και τη χημεία για να σκοτώσει τον σύζυγό της και ήλπιζε ότι θα μπορούσε να πείσει τους συναδέλφους της ότι ήταν αυτοκτονία.

Στις 25 Ιουνίου 2001, επτά μήνες μετά τον θάνατο του Ντε Βίλερς, η Ρόσαμ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία. Οι γονείς της κατέβαλαν εγγύηση 1,25 εκατομμυρίων δολαρίων. Στη διάρκεια της δίκης οι κάμερες είχαν απαγορευτεί μέσα στην αίθουσα, αλλά έξω από αυτήν ακολουθούσαν σαν μαγεμένες τη φωτογενή Κριστίν. Κατά την προσέλευση και αποχώρησή της, συνοδευόμενη από τους γονείς της –καθηγητές πανεπιστημίου και οι δυο− και ντυμένη σαν σεμνή κόρη, οι δημοσιογράφοι τη βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. 

Στη δίκη ο εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι η Ρόσαμ δολοφόνησε τον σύζυγό της για να τον εμποδίσει να μιλήσει στο αφεντικό της τόσο για την ερωτική σχέση μαζί του όσο και για τη χρήση μεθαμφεταμίνης που είχε κλαπεί από το εργαστήριο ναρκωτικών της Υπηρεσίας. 

Οι συνήγοροι της Ρόσαμ υποστήριξαν ότι ο Ντε Βίλερς είχε τάσεις αυτοκτονίας και δηλητηριάστηκε μόνος του. Ο γαμπρός της Ρόσαμ, ο Τζερόμ Ντε Βίλερς, κατέθεσε ότι ήταν αδύνατο να πιστέψει ο αδερφός του είχε αυτοκτονήσει, και μάλιστα με ναρκωτικά, επειδή τα μισούσε. Σύμφωνα με το ιστορικό της εκπτωτικής κάρτας των σούπερ μάρκετ «Vons» η Κριστίν είχε αγοράσει το τριαντάφυλλο από όπου προήλθαν τα ροδοπέταλα που χρησιμοποιήθηκαν στη σκηνοθεσία του τόπου του εγκλήματος. Κατά τον εισαγγελέα αντέγραφε μια σκηνή από την ταινία του 1999 «American Beauty».

Στις 12 Νοεμβρίου 2002, η Ρόσαμ κρίθηκε ένοχη για δολοφονία από πρόθεση. Στις 12 Δεκεμβρίου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής και πρόστιμο 10.000 δολάρια.

Ο Ρόμπερτσον απολύθηκε από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία επειδή δεν ανέφερε τη χρήση ναρκωτικών από την Κριστίν και ως Αυστραλός υπήκοος λίγο πριν τη σύλληψή της Κριστίν επέστρεψε στην Αυστραλία. Η εισαγγελία υπέβαλε ωστόσο ποινική καταγγελία εναντίον του και, αν ποτέ εκδοθεί στις ΗΠΑ, αντιμετωπίζει φυλάκιση τριών ετών.

Η οικογένεια του Γκρεγκ Ντε Βίλερς μήνυσε τον Δήμο του Σαν Ντιέγκο για αμέλεια επειδή επέτρεψε στη Ρόσαμ να κλέψει θανατηφόρα δόση ναρκωτικών από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία χωρίς να συλληφθεί. Μήνυσε επίσης την Κριστίν Ρόσαμ που κλήθηκε από το δικαστήριο να πληρώσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια για αποζημίωση. Η οικογένεια είχε αρχικά ζητήσει αποζημίωση ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά οι ένορκοι επέβαλαν το διπλάσιο ποσό εκτιμώντας ότι η Ρόσαμ θα μπορούσε να έχει ήδη βγάλει 60 εκατομμύρια δολάρια από την πώληση των δικαιωμάτων της ιστορίας.

Πολλές δημοσιογραφικές εκπομπές στα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα (ABC, CBS), πολλά επεισόδια σειρών αληθινού εγκλήματος (Snapped, 48 Hours, Oxygen) και πολλά βιβλία («Poisoned Love» κ.ά.) ασχολήθηκαν με αυτή τη δολοφονία, η οποία έμεινε στη συλλογική μνήμη ως «Η Δολοφονία American Beauty».