Κοσμος

Μπόμπι Τζο Λονγκ: Ο σίριαλ κίλερ, η Λίζα Μακβέι και η σύλληψή του

Η Λίζα Μακβέι και η απαγωγή της στην ταινία «Πίστεψέ με» του Netflix

Μιμή Φιλιππίδη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Μπόμπι Τζο Λονγκ: Οι βιασμοί, οι δολοφονίες, η παιδική του ηλικία, το θύμα Λίζα Μακβέι και η ιστορία του στο «Πίστεψέ με» του Netflix

Την Κυριακή 13 Μαΐου 1984 δύο έφηβοι που έπαιζαν σε έναν αγρό στη Φλόριντα, νότια της Τάμπα, αντιλήφθηκαν μια ανυπόφορη μυρωδιά και νόμιζαν ότι ανακάλυψαν ένα ψοφίμι ζώου, γεμάτο σκουλήκια. Όταν κλήθηκε η αστυνομία διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για το γυμνό πτώμα νέας γυναίκας, που είχαν ρίξει εκεί τρεις μέρες πριν. Είχε τους καρπούς δεμένους χαλαρά πίσω από την πλάτη και μια θηλιά από χοντρό σκοινί περασμένο τρεις φορές γύρω από τον λαιμό. Το θύμα είχε ξυλοκοπηθεί άγρια και ο δράστης είχε σπάσει τους γοφούς και το είχε τοποθετήσει με τα πόδια σε ορθή γωνία προς τον κορμό, ώστε να προκαλέσει σοκ σε όποιον το αντίκριζε. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ίχνη από τις ρόδες του αυτοκινήτου που είχε φτάσει στο σημείο και μετά είχε φύγει. Τα ελαστικά στις δυο μπροστινές ρόδες και στην πίσω δεξιά ήταν ίδια, ενώ στην πίσω αριστερή ρόδα διέφεραν. 

Ο ιατροδικαστής δήλωσε ότι το θύμα είχε στραγγαλισθεί και είχε βιασθεί. Ήταν δύσκολο να προσδιορίσει τη φυλή και την ηλικία με ακρίβεια, αλλά έκρινε ότι επρόκειτο για Ασιάτισσα. Μια κόκκινη νάιλον ίνα που βρέθηκε στο κασκόλ της γυναίκας στάλθηκε στο εργαστήριο του FBI για εξέταση. Φαινόταν να προέρχεται από φτηνό χαλί, ίσως του αυτοκινήτου που μετέφερε το θύμα. Η δήλωση εξαφάνισης μιας 20χρονης στριπτιζέζ ασιατικής καταγωγής, τα χαρακτηριστικά και τα αποτυπώματά της προσδιόρισαν την ταυτότητά της. Ο φίλος της κρατήθηκε προσωρινά ως ύποπτος, αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Η κοπέλα φαινόταν να είναι μια ακόμη άτυχη τοξικομανής της περιοχής που είχε πέσει θύμα δολοφονίας. Η υπόθεση θα είχε ξεχαστεί αν σε δυο βδομάδες δεν προέκυπτε ένα δεύτερο θύμα.

Στις 27 Μαΐου 1984 στην ίδια κομητεία η αστυνομία κλήθηκε να εξετάσει μια σκηνή εγκλήματος που φαινόταν πολύ οικεία. Το θύμα ήταν μια γυναίκα γυμνή από τη μέση και κάτω, είχε τους καρπούς δεμένους χαλαρά πίσω από την πλάτη και ένα χοντρό σκοινί περασμένο τρεις φορές στον λαιμό. Ο λαιμός ήταν κομμένος με μαχαίρι από το ένα αφτί έως το άλλο, ενώ χαρακιές από μαχαίρι υπήρχαν στα μάγουλα. Η γυναίκα είχε ξυλοκοπηθεί, είχε μαχαιρωθεί και είχε στραγγαλισθεί από έναν πολύ βάναυσο δράστη. Διαπιστώθηκε ότι ήταν μια 22χρονη τοξικομανής πόρνη της περιοχής.

Τα ίχνη ελαστικών αυτοκινήτου από τον τόπο του εγκλήματος ήταν ίδια με εκείνα από τον προηγούμενο φόνο πόρνης και τώρα η αστυνομία διαπίστωσε μετά από έρευνα ότι το ελαστικό στην πίσω αριστερή ρόδα που είχε αφήσει το αποτύπωμα «V» ήταν μάρκας «Vogue» που χρησιμοποιείται κυρίως στις Κάντιλακ. Κόκκινες ίνες που υπήρχαν πάνω στο πτώμα καθώς και τα ρούχα του θύματος που ήταν πεταμένα σε ένα δέντρο στάλθηκαν για ανάλυση. Η ανάλυση των στοιχείων έδειξε ότι οι δυο γυναίκες υπήρξαν θύματα του ίδιου δράστη που οδηγούσε αμάξι τύπου Κάντιλακ και που από το σπέρμα και μια τρίχα που είχε βρεθεί στο πρώτο θύμα ήξεραν ότι είναι λευκός. Δυο θύματα από την ίδια ομάδα (πόρνες) και ένα μεσοδιάστημα δυο βδομάδων μεταξύ των δολοφονιών σήμαινε ότι ένας σίριαλ κίλερ κυκλοφορούσε στη Φλόριντα. Έτσι στις 2 Ιουνίου στις έρευνες ενεπλάκησαν πράκτορες του FBI (οι προφάιλερ - η Μονάδα Επιστημών Συμπεριφοράς του FBI).

Όταν οι προφάιλερ έλαβαν από την τοπική αστυνομία μια λίστα με τα στοιχεία από τους δυο τόπους εγκλημάτων, τα επεξεργάστηκαν και σχημάτισαν ένα προφίλ του δράστη – το πιθανόν παρελθόν του, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του: Τα θύματα είχαν βρεθεί σχεδόν γυμνά, δεμένα, σε αγροτικές περιοχές δίπλα σε αυτοκινητοδρόμους, σε αρκετή απόσταση από όπου είχαν θεαθεί τελευταία φορά. Άρα ο δολοφόνος κατείχε ή δανειζόταν ένα αμάξι με το οποίο τα μετέφερε και το πιο πιθανό ήταν ότι δεν τα γνώριζε αλλά τα είχε επιλέξει τυχαία επειδή ήταν εύκολα θηράματα.

Ήταν λευκός άνδρας γύρω στα 25, εξωστρεφής, χειριστικός, οργανωμένος. Θα λειτουργούσε φυσιολογικά, αλλά θα ήταν εγωκεντρικός, με λίγο ή καθόλου συναίσθημα, όπως οι ψυχοπαθείς. Θα μπορούσε να οπλοφορεί για να δηλώνει την αντρική του οντότητα. Θα μπορούσε να είχε βγάλει το λύκειο και ίσως να είχε φοιτήσει σε κολέγιο, αλλά εκεί θα είχε πρόβλημα σε θέματα πειθαρχίας και θα το είχε εγκαταλείψει. Ήταν έξυπνος, αλλά είχε πρόβλημα με την εξουσία και πιθανόν να μη μπορούσε να κρατήσει πολύ καιρό την ίδια δουλειά. Πιθανό να αναλάμβανε δουλειές πολύ «αρσενικές», όπου θα ήταν χρήσιμες οι ικανότητες χειραγώγησης. Ως παιδί ίσως είχε υπάρξει παραβατικός, ίσως είχε ιστορικό εμπρησμού, σκληρότητας με τα ζώα και αν είχε υπηρετήσει στον στρατό (πιθανό στους πεζοναύτες) θα είχε επιδείξει και εκεί προβλήματα με την πειθαρχία. 

Όπως οι περισσότεροι οργανωμένοι δολοφόνοι κατά πάσα πιθανότητα θα είχε και αυτός μια γυναίκα στη ζωή του. Θα έβγαινε συχνά με γυναίκες, πολύ πιθανόν νεότερες, θα καυχιόταν για τις σεξουαλικές επαφές του και, αν ήταν παντρεμένος, η γυναίκα του θα εξαρτιόταν και θα ελεγχόταν από εκείνον. Πριν από αυτές τις δολοφονίες ίσως είχε διαπράξει εγκλήματα στη γειτονιά του – ηδονοβλεψία ή διάρρηξη. Αν είχε μπει ποτέ στη φυλακή, θα ήταν πρότυπο κρατουμένου. Σχετικά με τον τρόπο που έπρεπε να χειριστεί η αστυνομία την ανάκριση ενός υπόπτου, οι προφάιλερ σύστηναν ότι αυτός που τον ανακρίνει θα πρέπει να γνωρίζει καλά τα στοιχεία της υπόθεσης, ώστε ο ύποπτος να πεισθεί ότι είναι γνωστό όλο το ιστορικό του, και να κάνει τις ερωτήσεις με αυτοπεποίθηση. Θα πρέπει να είναι ντυμένος επίσημα, σαν μορφή εξουσίας που έχει τον απόλυτο έλεγχο και δεν μπορεί να χειραγωγηθεί. Όταν το προφίλ του δολοφόνου έφτασε από το FBI στην αστυνομία, ο δολοφόνος είχε χτυπήσει ξανά.

Αυτή τη φορά το θύμα δεν ήταν πόρνη, ούτε στριπτιζέζ ή ναρκομανής, αλλά μια ντροπαλή 22χρονη κοπέλα που είχε πάει μια βόλτα και που, όταν δεν επέστρεψε, η μητέρα της δήλωσε την εξαφάνισή της. Το πτώμα της βρέθηκε δυο βδομάδες αργότερα, όχι γυμνό αλλά ντυμένο και είχε στραγγαλιστεί. Θεωρήθηκε θύμα τυχαίας δολοφονίας και μόνο όταν στα ρούχα της βρέθηκαν κόκκινες ίνες χαλιού συνδέθηκε με τον σίριαλ κίλερ. Υπήρξε ένα κενό αρκετών μηνών πριν συνδεθούν και άλλα θύματα με αυτόν τον δολοφόνο. 

Το τέταρτο πτώμα βρέθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1984 κοντά σε ένα αγρόκτημα. Η 18χρονη κοπέλα είχε βιασθεί και στραγγαλιστεί μια βδομάδα πριν, τα ρούχα της ήταν διάσπαρτα, και είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι. Το πέμπτο πτώμα βρέθηκε στις 14 Οκτωβρίου και ήταν μιας 28χρονης πόρνης που είχε ξυλοκοπηθεί και στραγγαλιστεί. Αρχές Νοεμβρίου ένα ακόμη πτώμα βρέθηκε μουμιοποιημένο, οπότε δεν παρείχε χρήσιμα στοιχεία (αργότερα, όταν συνελήφθη ο δολοφόνος, ταυτοποιήθηκε ως μια 22χρονη πόρνη που πέθανε από στραγγαλισμό). Στις 6 Νοεμβρίου βρέθηκε το πτώμα μιας 20χρονης πόρνης που είχε στραγγαλιστεί (όπως ομολόγησε αργότερα ο δολοφόνος). Το πτώμα μιας 21χρονης πόρνης βρέθηκε στις 12 Νοεμβρίου (η ταυτότητά της ήταν στην τσέπη της). Είχε χτυπηθεί στο πρόσωπο και είχε δολοφονηθεί πριν δυο-τρεις μέρες. Η αστυνομία παρακολουθούσε πολλές ύποπτες περιοχές της Τάμπα και με βάση το προφίλ του δολοφόνου από το FBI προσπαθούσε να περιορίσει την αναζήτηση του δράστη, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Στο μεταξύ, στις 3 Νοεμβρίου 1984, είχε υπάρξει μια απαγωγή, το θύμα είχε αφεθεί ελεύθερο και είχε καταθέσει στην αστυνομία. Θύμα ήταν η 17χρονη Λίζα Μακβέι που, καθώς επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά, ο απαγωγέας κρυμμένος στους θάμνους την είχε αρπάξει από το ποδήλατό της. Είχε όπλο και μαχαίρι και την έβαλε με τη βία στο αυτοκίνητό του. Τη διέταξε να γδυθεί και να του κάνει στοματικό σεξ. Στη συνέχεια την οδήγησε στο διαμέρισμά του όπου την κράτησε όμηρο επί 26 ώρες και τη βίαζε επανειλημμένα, της έλεγε ότι δεν θα της κάνει κακό και μάλιστα την πήρε να κάνουν ντους μαζί. Η Λίζα ήταν βέβαιη ότι σκόπευε να τη σκοτώσει, αλλά, αν τυχόν γλίτωνε, σκόπευε να αναζητήσει αυτόν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό προσπαθούσε να συγκρατήσει στη μνήμη της ό,τι μπορούσε από τα λίγα πράγματα που έβλεπε, αφού της είχε τα μάτια δεμένα. Σε περίπτωση που τη σκότωνε ήθελε να αφήσει στο διαμέρισμα και στο αμάξι του δολοφόνου στοιχεία που θα εύρισκε η αστυνομία. Έτσι άφησε τα δαχτυλικά της αποτυπώματα στο μπάνιο του, ένα κοκαλάκι μαλλιών κάτω από το κρεβάτι, πρόσεξε τη μάρκα του αυτοκινήτου στο ταμπλό μπροστά από τη θέση του συνοδηγού, πρόσεξε σε ποιο σημείο της πόλης σταμάτησαν ώστε εκείνος να κάνει ανάληψη μετρητών από ΑΤΜ, σε ποιο σύμπλεγμα κατοικιών ήταν το διαμέρισμά του και μέτρησε πόσα ήταν τα σκαλιά που ανέβηκαν ως εκεί.

Η Λίζα ήταν από μικρή θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από συγγενείς της και ήξερε να επιβιώνει. Προσπάθησε να τον καλμάρει όποτε την αποκαλούσε «σκρόφα» και τα κατάφερε. Σε λίγες ώρες την αποκαλούσε «μωρό». Αλλά τότε φάνηκε ότι έχανε το ενδιαφέρον του για εκείνη. Η Λίζα όμως δεν ήξερε τι σκοπό είχε όταν την έβαλε με δεμένα μάτια στο αυτοκίνητό του. Τον ικέτευε να μην τη σκοτώσει. Μετά από οδήγηση λίγων λεπτών, σταμάτησε το αμάξι, άνοιξε την πόρτα και της είπε ότι ήταν ελεύθερη. Η Λίζα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της, ξύπνησε τον πατέρα της, κάλεσαν την αστυνομία και έδωσε όσα στοιχεία θυμόταν για τον απαγωγέα. Οι ερευνητές της αστυνομίας που ασχολούνταν με τον σίριαλ κίλερ στη Φλόριντα δεν συνειδητοποίησαν ότι η Λίζα θα τους οδηγούσε στον δολοφόνο, παρά μόνο όταν η εξέταση από το εργαστήριο του FBI στα ρούχα της ανέφερε κόκκινες ίνες χαλιού.

Η ειδική Ομάδα Κρούσης που είχε σχηματιστεί από την αστυνομία της Τάμπα ενημερώθηκε για όλα τα στοιχεία που παρείχε η Μακβέι. Ήξεραν τώρα τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου, ότι οδηγούσε ένα κόκκινο Dodge Magnum και την περιοχή που κυκλοφορούσε − ωστόσο, εκείνος συνέχιζε να σκοτώνει. Στις 17 Νοεμβρίου δύο ντετέκτιβ που περιπολούσαν εντόπισαν το κόκκινο αμάξι κι έλεγξαν τα στοιχεία του οδηγού. Λεγόταν Ρόμπερτ (Μπόμπι) Τζο Λονγκ και η διεύθυνσή του ήταν στην περιοχή όπου έψαχνε η αστυνομία το διαμέρισμα του δολοφόνου. Του είπαν ότι έψαχναν έναν ύποπτο ληστείας και έτσι συνεργάστηκε, τους άφησε να τον φωτογραφίσουν και ανακουφίστηκε όταν τον άφησαν να φύγει. Αλλά η σύλληψή του ήταν ζήτημα ημερών. Αντιμέτωπος με όλα τα στοιχεία που είχε στα χέρια της η αστυνομία, ομολόγησε όλες τις δολοφονίες που είχε διαπράξει, καθώς και τους βιασμούς με τους οποίους είχε ξεκινήσει την κακουργηματική δράση του (όπως είχε προβλέψει το προφίλ του FBI). Η χειμαρρώδης ομολογία του κάλυπτε 45 σελίδες.

Ο Λoνγκ είχε γεννηθεί (στις 14/10/53) με ένα επιπλέον χρωμόσωμα Χ και λόγω της υπερβολικής παραγωγής οιστρογόνων είχε ορισμένα γυναικεία χαρακτηριστικά, όπως η ανάπτυξη μαστών, πράγμα που τον έκανε αποδέκτη μπούλινγκ σε μικρή ηλικία, γι’ αυτό στην εφηβεία υποβλήθηκε σε εγχείριση. Είχε δυσλειτουργική σχέση με τη μητέρα του, κοιμόταν στο κρεβάτι της μέχρι έφηβος και ήταν μάρτυρας της εναλλαγής των πολλαπλών συντρόφων της. Είχε παντρευτεί τη φιλενάδα του από το σχολείο, είχαν κάνει δυο παιδιά και σε έξι χρόνια, το 1980, είχαν πάρει διαζύγιο. Μετά τον χωρισμό τους άρχισε να βιάζει και προοδευτικά να δολοφονεί.

Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1985 για δύο από τις δέκα δολοφονίες γυναικών. Εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση στις 23 Μαΐου 2019.

Πολλές δημοσιογραφικές εκπομπές, βιβλία, ντοκιμαντέρ, τηλεταινίες και ταινίες είχαν ως θέμα τη δράση του Μπόμπι Τζο Λονγκ.

Πιο πρόσφατη η ταινία στο Netflix με τίτλο «Πίστεψέ με» που αφηγείται την απαγωγή της Μακβέι. Η Λίζα Μακβέι υπηρετεί στην αστυνομία της Φλόριντα, στο ίδιο αστυνομικό Τμήμα που συνέλαβε τον απαγωγέα και βιαστή της.