Κοσμος

H Δαμασκός μετά το τέλος του πολέμου

Το 2019 η Δαμασκός ήταν στο Τop 10 των χειρότερων πόλεων στον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, αν και σιγά-σιγά η συριακή πρωτεύουσα ανοικοδομείται και μαζεύει τα κομμάτια της

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ζωή στη Δαμασκό σήμερα, μετά από χρόνια εμφυλίου πολέμου, και οι συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού

Η πρώτη εντύπωση που έχει κανείς από τη Δαμασκό είναι το αεροδρόμιο: επικρατεί θλίψη και σιωπή· οι υπάλληλοι είναι περισσότεροι από τους ταξιδιώτες. Κάθε μέρα πραγματοποιούνται το πολύ δέκα πτήσεις –από το Κουβέιτ, από το Ιράκ κι από την Ιορδανία– με δύο αεροπορικές εταιρείες, τη Syrian Airlines και την Cham Wings. Τα λιγοστά καταστήματα του αεροδρομίου είναι κλειστά. Δεσπόζει μια προσωπογραφία του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ με τη λεζάντα «Είμαστε μαζί σου». Στην έξοδο περιμένουν καμιά δεκαριά ταξί: η διαδρομή μέχρι την πόλη είναι τριάντα πένθιμα χιλιόμετρα ανάμεσα σε γκρεμισμένα κτίρια, έναν εγκαταλελειμμένο τόπο λαϊκού πανηγυριού και τέσσερα μπλόκα όπου ένστολοι ζητούν ταυτότητες και ταξιδιωτικά έγγραφα. Οι αυτόχθονες είναι συνηθισμένοι στους ελέγχους.

Αλλά μόλις το ταξί μπαίνει στη Δαμασκό, η εικόνα αλλάζει. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμο· νέοι καπνίζουν ναργιλέ καθισμένοι στα παγκάκια· ζευγάρια περπατούν χέρι-χέρι· παιδιά πουλάνε λουλούδια με τη χαρακτηριστική επιμονή των υπαίθριων πωλητών· η αγορά (το «σουκ») αλ-Χαμιντίγια σφύζει από ζωή και οι τιμές είναι αχτύπητες. Στα μεγάλα εστιατόρια ανάμεσα στα τραπέζια κινούνται τραγουδιστές και οργανοπαίχτες. Τα τελευταία εφτά χρόνια οι κάτοικοι της Δαμασκού πάσχιζαν να επιζήσουν και σχεδόν το κατάφεραν: τα δικαστήρια, τα σχολεία, οι τράπεζες δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν. Στο κέντρο της πόλης υπάρχει άλλο ένα γιγάντιο πορτρέτο του Άσαντ, που αυτή τη φορά λέει «Ας μην περιμένουμε άλλο για να φτιάξουμε το μέλλον μας».

Επί εφτά χρόνια οι αντάρτες πλησίαζαν τη Δαμασκό, την περικύκλωναν αλλά δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν. Οι περισσότεροι κάτοικοι τούς θεωρούν τρομοκράτες και υπεύθυνους για τις ζημιές που υπέστη η πόλη τους: το τζαμί Ουμαγιάντ δεν γλίτωσε, όπως δεν γλίτωσε η σαρκοφάγος του Σαλαντίν. Πολλά από τα αξιοθέατα της Δαμασκού καταστράφηκαν και η τουριστική αξία της πόλης κατέρρευσε. Τα ΑΤΜ δεν λειτουργούν πια για ξένες τραπεζικές κάρτες. Η συριακή λίρα έχασε δέκα φορές την αξία της έναντι του δολαρίου. Η ανεργία έφτασε στο 50% του πληθυσμού. Η Δαμασκός και η Συρία γενικότερα έχουν έλλειψη ενέργειας και κάνουν αιματηρές οικονομίες στο φυσικό αέριο, αλλά δύο χρόνια νωρίτερα υπήρχε έλλειψη νερού. Οπότε, λένε οι περισσότεροι κάτοικοι, «πάλι καλά».

Από το 2014 μέχρι το 2018 η Δαμασκός ήταν κλειστή: δεν υπήρχε ανθρώπινη δραστηριότητα· τα μπαρ και τα καφέ είχαν κατεβάσει ρολά. Σήμερα οι νέοι πίνουν ξανά την πολυπόθητη μπίρα: αν και οι άνδρες μεταξύ 18 και 30 ετών είναι σπάνιοι –μερικοί σκοτώθηκαν, άλλοι μετανάστευσαν είτε για να βρουν δουλειά είτε για να αποφύγουν τη στράτευση–, σήμερα υπάρχουν ένα σωρό μπαρ που παίζουν αραβική ποπ: La Cloche, Massimo, Trottoir Lounge, Le Crouche, μπορείς να πιεις ρωσική βότκα με 10.000 συριακές λίρες (17 ευρώ) – αλλά παρά την αστρονομική τιμή του εισαγόμενου αλκοόλ, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του γαλλικού περιοδικού Le Point, οι άνθρωποι πίνουν, τόσο σε ένδειξη αντίστασης εναντίον των φανατικών ισλαμιστών που προκάλεσαν την καταστροφή τους όσο και για να ξεχάσουν. Ο θάνατος ήταν –είναι– μέρος της ζωής τους: αν και ο φόβος υποχωρεί, δεν υπάρχει συριακή οικογένεια που να μην έχει χάσει αγαπημένα της πρόσωπα στη διάρκεια του εμφυλίου.

Tέλος, η πόλη υπέστη και υφίσταται τις συνέπειες της πανδημίας. Αλλά και πάλι, η αντιμετώπιση και τα αποτελέσματά της είναι μάλλον καλύτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς σε μια τόσο ταλαιπωρημένη πόλη: η απουσία ξένων ταξιδιωτών εμπόδισε τη μετάδοση και τα θύματα της ασθένειας δεν υπερβαίνουν σε αριθμούς εκείνα των πόλεων που δεν έχουν περάσει εμφύλιο πόλεμο. Αν και πρέπει να είμαστε δύσπιστοι έναντι των επίσημων δεδομένων, τον Φεβρουάριο του 2021 στη Δαμασκό –όπου σήμερα ο πληθυσμός είναι, για ευνόητους λόγους, άγνωστος, εκτιμάται ωστόσο γύρω στα δύο εκατομμύρια– σημειώθηκαν 2.376 κρούσματα ενώ 225 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.