Κοσμος

Τζασίντα Άρντερν: Μύθος και πολιτική πραγματικότητα

Η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας θεωρείται πλέον από πολλούς ο ορισμός του ιδανικού ηγέτη. Είναι όμως;

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τζασίντα Άρντερν: Ποια είναι η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας που διαχειρίστηκε με επιτυχία την πανδημία του κορωνοϊού στη στη χώρα της

Η COVID-19 αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, και την ικανότητα ή ανικανότητα των ηγετών του κόσμου να κυβερνούν, μετρώντας την επιτυχή ή μη ανταπόκριση τους στην πανδημία.  Ανάμεσα σε αυτούς που διακρίθηκαν βρίσκεται και η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, Τζασίντα Άρντερν, η οποία επέβαλε πολύ γρήγορα συνθήκες αυστηρού lockdown, σημειώνοντας  διαρκώς επιτυχίες στην αντιμετώπιση του ιού με αποτέλεσμα η χώρα της να μετρά μέχρι σήμερα μόνο 21 θανάτους.

Η Άρντερν έγινε παγκοσμίως γνωστή το 2019 όταν κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη—για τα Νεοζηλανδικά δεδομένα—κρίση, μετά την επίθεση του εξτρεμιστή Μπρέντον Τάραντ σε ένα τζαμί του Κράιστσερτς, με απολογισμό 51 θύματα και 49 τραυματίες. Επιδεικνύοντας μια ευγενική και συμπονετική ιδιοσυγκρασία, η Νεοζηλανδή παρουσιάστηκε στα διεθνή μέσα του αγγλόφωνου κόσμου ως ο αντίθετος πόλος των Ντόναλντ Τραμπ και Μπόρις Τζόνσον, ενώ μαζί με τον πρωθυπουργό του Καναδά, Τζάστιν Τρυντό, θεωρείται από πολλούς—αναλυτές και μη—ως περίπου ο ορισμός του ιδανικού ηγέτη.

Ξεπερνώντας μακράν τις εξωφρενικότερες φαντασιώσεις απήχησης κάθε Νεοζηλανδού πρωθυπουργού, και με το όνομα της να επανέρχεται στην επικαιρότητα, αξίζει να εξετάσουμε που συνορεύει ο μύθος της Άρντερν με την πολιτική πραγματικότητα.

Η Τζασίντα των Άλλων

Η Άρντερν είναι σίγουρα μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έχοντας εκλεγεί μόλις στα 37 της στην πρωθυπουργία το 2017 με το Εργατικό κόμμα, η Άρντερν αποτελεί τη νεότερη πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας αλλά και την τρίτη γυναίκα στο αξίωμα, ενώ αποτέλεσε για λίγο τη νεότερη γυναίκα πρωθυπουργό στον κόσμο. Αναπόφευκτα, αυτές οι ιδιότητες την έφεραν στο διεθνές προσκήνιο λόγω του ειδικού τους βάρους, σε μια εποχή όπου η πολιτική ταυτοτήτων έχει μπολιάσει την παγκόσμια πολιτική πραγματικότητα. Συνυπολογίζοντας την οικολογική της προσήλωση αλλά και τη δήλωση πως απαρνήθηκε την εκκλησία με γνώμονα τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, η Άρντερν εύλογα αποτέλεσε πυρήνα έμπνευσης σε πολύ μακρινούς από τη Νέα Ζηλανδία τόπους.

Το προοδευτικό της προφίλ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν το 2018 έφερε στον κόσμο την κόρη της, μχωρίς να έχει πρώτα παντρευτεί το σύντροφό της. Η Άρντερν είναι μόλις η δεύτερη γυναίκα που έγινε μητέρα ως αρχηγός κράτους, στέλνοντας ισχυρότατο μήνυμα όσον αφορά τη μητρότητα σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού, ένα ζήτημα που απασχολεί τον κόσμο των πολυεθνικών όλο και περισσότερο. Μάλιστα, η μικρή Νέβε Τε έκλεψε την παράσταση στη διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών το 2018, όταν η Άντερν την κρατούσε αγκαλιά, ως άτυπο μέλος της Νεοζηλανδικής Αντιπροσωπείας. Η προσγειωμένη και συνειδητοποιημένη παρουσία της στα Ηνωμένα Έθνη αμέσως συγκρίθηκε με εκείνη του Τραμπ—που κινήθηκε στη γνωστή για εκείνον φανφαρονολογία—απογειώνοντας τη δημοσιότητα της, ειδικά μετά και την εμφάνιση της στο talk show του Στίβεν Κολμπέρ που ακολούθησε.

Στα ουσιώδη όμως τώρα. Το μεγαλύτερο της επίτευγμα είναι ο άριστος χειρισμός του μακελειού στο Κράιστσερτς, όταν με συμπόνια, σεβασμό και αξιοπρέπεια τάχθηκε εναντίον της ξενοφοβίας και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, φορώντας τη μουσουλμανική χιτζάμπ κατά την επίσκεψη της στο τζαμί και στους συγγενείς των θυμάτων μετά την τραγωδία—καλώντας παράλληλα τον Τραμπ να επιδείξει αγάπη προς τις μουσουλμανικές μειονότητες, όταν τη ρώτησε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει. Αδιαμφισβήτητα, η στάση της απέναντι σε μια τραγωδία αυτού του μεγέθους ήταν υποδειγματική.

Έναν χρόνο μετά, αποτέλεσε το εξώφυλλο του Time, επιβεβαιώνοντας τη διεθνή πλέον εμβέλεια της ηγεσίας της στο ιδεολογικό “balance of power” του αγγλόφωνου κόσμου.

Η Άρντερν των Νεοζηλανδών

Με μια περισσότερο προσεκτική ματιά, αυτή η εμβέλεια είναι μάλλον δυσανάλογη με τη μέχρι τώρα πορεία της. Η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός αποτελεί ίσως τον ορισμό του «παιδιού του κομματικού σωλήνα» καθώς επί της ουσίας, δεν έχει εργαστεί ποτέ έξω από την πολιτική—και δη, έξω από στενά κομματικά πλαίσια. Έχοντας αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του Waikato με πτυχίο στην Επικοινωνία, βρήκε δουλειά αμέσως στο Κοινοβούλιο ως σύμβουλος του Εργατικού κόμματος, στο οποίο ήταν μέλος από την εφηβεία της. Μάλιστα, πολύ σύντομα βρέθηκε να εργάζεται στο πρωθυπουργικό γραφείο της Έλεν Κλαρκ ενώ πήρε το Βρετανικό βάπτισμα του πυρός—κάτι που αποτελεί παράδοση για τους νεαρούς Νεοζηλανδούς πολίτες—όχι σε κάποια Λονδρέζικη παμπ, όπως συνηθίζεται, αλλά ως σύμβουλος στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού με το Βρετανικό Εργατικό κόμμα, Τόνι Μπλερ.

Χειρότερα, το εκλογικό της ιστορικό είναι μάλλον απογοητευτικό. Με την επιστροφή της στη Νέα Ζηλανδία το 2008, η Άρντερν κατέβηκε υποψήφια στην περιφέρεια του Waikato, όπου συνετρίβη συγκεντρώνοντας 13.000 ψήφους λιγότερες από τον αντίπαλο της. Όμως, ως αγαπημένο παιδί του κόμματος, εξελέγη μέσω της προνομιακής κομματικής λίστας, η οποία κατά τον εκλογικό νόμο της χώρας επιτρέπει σε ορισμένους υποψηφίους να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο ακόμα και εάν ηττηθούν στις περιφέρειες τους. Με τον ίδιο τρόπο επανεξελέγη το 2011 αλλά και το 2014, όταν ηττήθηκε στην περιφέρεια του Auckland με μικρή διαφορά, εξασφαλίζοντας της κοινοβουλευτική της έδρα μέσω λίστας. Συμπερασματικά, η Άρντερν οφείλει την πολιτική της επιβίωση στη συμβιωτική της σχέση με το κόμμα, ένα όχι και τόσο αξιοζήλευτο επίτευγμα.

Η ηγεσία των Εργατικών της δόθηκε χωρίς να έχει αντίπαλο, ενώ η ίδια, αν και κατάφερε να μαζέψει την απόσταση από τους Συντηρητικούς, ηττήθηκε στις εκλογές του 2017 με  διαφορά άνω των εφτά μονάδων. Όμως, με τους Συντηρητικούς να περιορίζονται στις 56 έδρες, πέντε μακριά από την απαιτούμενη πλειοψηφία, η Άρντερν κατάφερε να σχηματίσει έναν ετερόκλητο συνασπισμό μαζί με τους Πράσινους—αλλά κυρίως τους υπέρ-δεξιούς εθνικολαϊκιστές του Γουίνστον Πίτερς και το κόμμα του, τους New Zealand First. Και αν η πολιτική νομιμοποίηση μιας τέτοιας κυβέρνησης, όπου το πρώτο κόμμα με διαφορά μένει στην αντιπολίτευση, δεν αμφισβητείται βάσει νόμου, η ηθική νομιμοποίηση της τίθεται σίγουρα προς συζήτηση.

Η συμβίωση της Άρντερν με τον Πίτερς, ο οποίος συχνά αναφέρεται στους Ασιάτες μετανάστες στη Νέα Ζηλανδία με χυδαιότατο τρόπο, έχει αποδειχτεί καθοριστική. Έχοντας παραχωρήσει στους εθνικολαϊκιστές την αντιπροεδρεία της Κυβέρνησης αλλά και το Υπουργείο Εξωτερικών, η Άρντερν εμφανίζεται ανίκανη να ελέγξει τους εταίρους της, επιλέγοντας όμως να πορευτεί μαζί τους και στο μέλλον. Προς απογοήτευση των περισσοτέρων, έσπευσε να καλύψει τον Πίτερς απέναντι στις κατηγορίες ενός πρωτοφανούς οικονομικού σκανδάλου, ενώ κάλεσε τους δημοσιογράφους να μην υποτιμούνε το κόμμα του, το οποίο σήμερα βρίσκεται οριακά κάτω από το όριο εισόδου στο Κοινοβούλιο. Αδυνατώντας να επιδείξει κάτι αξιοζήλευτο ως αποτίμηση διακυβέρνησης—και σε συνδυασμό με την ταύτιση της με τους New Zealand First—το κύμα που έδωσε στην Άρντερν πρωτοφανή δημοφιλία έχει αρχίσει να ξεφουσκώνει επικίνδυνα για την ίδια και την Κυβέρνηση της.

Οι Εκλογές του 2020 

Με βάση το διεθνές της προφίλ, θα περίμενε κανείς από την Άρντερν να μην προβεί σε ιδεολογικές και πολιτικές εκπτώσεις για χάρη κάποιου σαν τον Πίτερς. Η ίδια όμως προτίμησε να κάνει τα στραβά μάτια αντί προκηρύξει εκλογές. Γιατί; Επειδή θα τις χάσει—και αυτές. Οι δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου φέρνουν τους Συντηρητικούς ξανά πρώτους, ενώ με τον Πίτερς εκτός Βουλής, η Άρντερν δε θα μπορέσει να παραμείνει πρωθυπουργός—παρά το γεγονός πως θεωρείται καταλληλότερη από τον Συντηρητικό Σάιμον Μπρίτζες. Η επιτυχής αντιμετώπιση της πανδημίας πιθανότατα θα τη βοηθήσει, δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως αν θα καταφέρει να καλύψει τη διαφορά που πρόσφατα εκτιμήθηκε περίπου στις πέντε μονάδες. 

Το πρόβλημα της Άρντερν είναι πως στη Νέα Ζηλανδία ψηφίζουν μόνο Νεοζηλανδοί, οι οποίοι δείχνουν μάλλον μουδιασμένοι απέναντι της και ουσιαστικά καλούνται να επιλέξουν με τη λογική του μικρότερου κακού.

Η υπερβολή ως αναγκαιότητα

Η Τζασίντα Άρντερν δεν είναι κακή πρωθυπουργός. Είναι απλώς μέτρια, όπως όλη της η πολιτική πορεία μέχρι σήμερα. Αυτό σπάνια συνιστά γεγονός καθώς πολλοί ηγέτες όχι μόνο δεν είναι απλώς μέτριοι, αλλά αποδεικνύονται καταστροφικοί για τις χώρες τους. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η μετριότητα της Άρντερν, αλλά η ανάγκη ορισμένων να εξυψώσουν τη Νεοζηλανδή πρωθυπουργό σε έναν τύπο ιδεολογικού και πολιτικού ογκόλιθου, ώστε να σταθεί απέναντι σε όσα πρεσβεύουν πολιτικοί σαν τον Τραμπ—ειρωνικά μάλιστα, όταν η ίδια συγκυβερνά με το Νεοζηλανδικό του alter ego.

Ουσιαστικά, οι απανταχού δικαιωματιστές και υπέρμαχοι της πολιτικής ταυτοτήτων βλέπουν στο όμορφο πρόσωπο της—όπως και στο μονίμως χαμογελαστό του Τρυντό—τη δικιά τους ηρωίδα απέναντι στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, που ηγούνται από καιρό των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, αν το δούμε ψύχραιμα, αυτή η αναγωγή δεν προκύπτει από πουθενά, ειδικά όταν επί της ουσίας, η Άρντερν δεν έχει κερδίσει καμία σημαντική εκλογική διαδικασία, ενώ δεν έφερε εις πέρας τις περισσότερες εξαγγελίες της. Οι ιδιότητες της ως νέα, μητέρα και ηγέτιδα είναι μεν αξιοζήλευτες, δε γίνεται όμως να αποτελούν το βασικό αξιολογικό κριτήριο. Η πολιτική αξιολόγηση πρέπει μετράται σε πολιτικά επιτεύγματα και συνολική στάση, όχι σε ιδιότητες και προθέσεις, όσο αξιέπαινες και αν είναι αυτές.

Οπωσδήποτε, στον κόσμο του Ντόναλντ Τραμπ και του Μπόρις Τζόνσον, η ιδιοσυγκρασία της Άρντερν αποτελεί όαση. Σίγουρα όμως δεν αρκεί—ενώ και η ίδια είναι αποδεδειγμένα πρώτα πολιτικός, και μετά ιδεολόγος, όπως πολλοί που προηγήθηκαν και άλλοι τόσοι που θα ακολουθήσουν.