Κοσμος

Συνοδεύοντας εθελοντικά μοναχικούς νεκρούς στο τελευταίο τους ταξίδι

Υπάρχουν εκεί έξω κάποιοι που δεν μπορούν να αντέξουν στην ιδέα ότι μερικοί πεθαίνουν ολομόναχοι. Οργανώνουν έτσι τις κηδείες τους και λένε λίγα λόγια για αυτούς τους ξεχασμένους άγνωστους

Μυρσίνη Λιοναράκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βρήκαμε να συμβαίνει στην Αγγλία, τώρα ανακαλύψαμε ότι συμβαίνει και στη Γαλλία. Κάποιοι έχουν επιλέξει να συνοδεύουν τους μοναχικούς νεκρούς στο τελευταίο τους ταξίδι. Δηλώνουν πως είναι ο δικός τους τρόπος να κάνουν ορατά μέχρι το τέλος, όσα οι κοινωνία δεν θέλει να βλέπει και προσπαθεί να κρύψει. Η διαδικασία της τελετής της κηδείας είναι σύντομη και δεν διαρκεί πάνω από πέντε λεπτά. Ένας από όλους της ομάδας έχει αναλάβει να γράψει ένα κείμενο το οποίο και διαβάζει μπροστά στο μνήμα. Κάποιος άλλος μπορεί να διαβάσει ένα πένθιμο ποίημα που βρήκε στο ίντερνετ ή λίγα γλυκά λόγια για την άγνωστη ζωή που έζησε ο άγνωστος νεκρός. Πρόκειται για περιπτώσεις ανθρώπων που πεθαίνουν και κανείς συγγενείς τους δεν εντοπίζεται ή κι αν εντοπίζεται, αρνείται να οργανώσει την κηδεία, ακόμα και να παραβρεθεί. Είναι οι απόκληροι του κόσμου, όσοι πεθαίνοντας τα σώματά τους μπαίνουν στη λίστα με τα αζήτητα. Σε κανονικές συνθήκες, ο δήμος φροντίζει για τα τυπικά. Στην Γαλλία όμως, έχουν στηθεί ειδικές οργανώσεις πολιτών που θέλουν να κάνουν αυτήν την δουλειά. Δεν βρίσκονται μόνο στο πυκνοκατοικημένο Παρίσι αλλά και στη Λίλ, τη Ρουέν, τη Μασσαλία και αλλού.

Στο νεκροταφείο της Ρουέν, στη βόρεια Γαλλία υπάρχει ένας ειδικός χώρος που έχει ονομαστεί "κήπος της μνήμης" και εκεί θάβονται οι μοναχικοί νεκροί. Εκεί έχει αναλάβει δράση η Arami από τα αρχικά της ονομασίας "Σύλλογος Ρουέν για τον αποχαιρετισμό των μοναχικών νεκρών". Δεν είναι πολλοί, καμία τριανταριά άτομα αλλά φτάνουν και περισσεύουν. Σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στον γαλλικό τύπο όλα ξεκίνησαν το 2000 από ένα ζευγάρι που είχε ήδη έντονη εμπλοκή με την φιλανθρωπία και την αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο. Οι δυο τους μοίραζαν τότε καθημερινά ζεστό καφέ και αχνιστά κρουασάν αλλά και λίγα τσιγάρα στους άστεγους του δρόμου, τους γνώριζαν, μιλούσαν μαζί τους, άκουγαν τις ιστορίες τους. Το ίδιο έκαναν και στις φυλακές στις οποίες έμπαιναν με ειδική άδεια και επισκέπτονταν κρατούμενους που δεν είχαν κανέναν άλλον να τους επισκεφτεί, να τους πάει κάτι, να τους φροντίσει, ακόμα και να παραβρεθεί στις δίκες τους.

Εκείνο τον καιρό πήραν μία μεγάλη απόφαση: να μην αφήσουν ποτέ κανέναν να φύγει μόνος του. Σήμερα εξηγούν ότι οι περισσότεροι νεκροί που συνοδεύουν έχουν πεθάνει μόνοι τους στο νοσοκομείο, στο σπίτι τους ή σε κάποιο γηροκομείο στην καλύτερη περίπτωση ή στον δρόμο και σε κάποιο παγκάκι, στην χειρότερη. Στην πλειοψηφία τους είναι άντρες και όχι νεαροί, όπως εξηγούν. Συνήθως, όπως περιγράφουν οι εμπνευστές της οργάνωσης, βρίσκουμε την είδηση του θανάτου τους στα μικρά γράμματα των τοπικών εφημερίδων σε ένα μονόστηλο στριμωγμένο στις τελευταίες σελίδες με τίτλους όπως «Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του 16 μήνες μετά τον θάνατό του» ή «Άστεγος άφησε την τελευταία του πνοή σε υπόγεια διάβαση». Μπορεί να μην έχουν κανένα κοινό χαρακτηριστικό όλοι αυτοί, αλλά τους ενώνει κάτι: η μοναξιά και το περιθώριο.

Στα μέλη της οργάνωσης δεν πέφτει μόνο το βάρος της οργάνωσης της κηδείας και της συνοδείας των νεκρών στην «τελευταία τους κατοικία», όπως λέμε αλλά και το βάρος της έρευνας για συγγενείς και κοντινούς. Ακόμα θυμούνται εντυπωσιασμένοι την αντίδραση της μητέρας ενός κρατούμενος που αρνιότανε πεισματικά να έρθει στην κηδεία του όταν αυτός πέθανε μέσα στο κελί του. «Αυτός ο άνθρωπος βίασε και σκότωσε, δεν είναι γιος μου!» τους φώναξε στο τηλέφωνο όσο οι ίδιοι προσπαθούσαν να την πείσουν ότι κάθε άνθρωπος παραμένει άνθρωπος και δικαιούται μίας κηδείας. Οι πιο σοκαριστικές στιγμές που έχουν ζήσει όμως είναι οι κηδείες αζήτητων παιδιών. Στην καρδιά τους έχει μείνει χαραγμένο, όπως περιγράφουν, ένα βρέφος λίγων ημερών που βρέθηκε πεταμένο στις όχθες ενός ποταμού με ένα φίμωτρο στο στόμα για να μην ακούγεται το κλάμα του. Κανείς δεν αναζήτησε ποτέ το πτώμα και τα μέλη της οργάνωσης το αποχαιρέτησαν σε μία τελετή όσο πιο τρυφερή μπορούσαν.

Η συζήτηση δεν μπορεί να μην πάει σε φιλοσοφικό επίπεδο. Όταν η ζωή τελειώνει και γίνεται ο απολογισμός, βλέπεις τι έχει μείνει από όσα χρόνια έζησε κάποιος. Τι του έχει μείνει και ποιοι του έχουν μείνει. Και όταν ο απολογισμός δείχνει μηδέν και για τα δύο, η κατάσταση είναι τραγική. «Μιλάμε για ανθρώπους που είχαν κάποτε γονείς, αδέρφια, που ενδεχομένως παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, που εργάστηκαν για χρόνια και είχαν αγαπημένους συναδέλφους», εξηγεί μία εθελόντρια μην μπορώντας ακόμα να κατανοήσει πως μπορούν τόσοι άνθρωποι να σβήνουν μέσα στην μοναξιά και το περιθώριο.

Η αντίστοιχη οργάνωση στο Παρίσι λέγεται «Νεκροί του Δρόμου» και λειτουργεί πάντα σε συνεργασία με τον δήμο της πόλης. Το Παρίσι είναι από μόνο του μία ειδική περίπτωση σε ότι αφορά στο ζήτημα αυτό. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα 57 θύματα του καύσωνα του 2003 οι σωροί των οποίων εγκαταλείφτηκαν στα αζήτητα αφού κανείς συγγενείς δεν τους ζήτησε; Τότε είχε γίνει μία μεγάλη τελετή παρόντος του προέδρου της χώρας Jacques Chirac και του τότε δημάρχου Bertrand Delanoe και όλοι είχαν σοκαριστεί. Και οι 57 αυτοί νεκροί μαζί με χιλιάδες άλλους κατατρεγμένους, φτωχούς, άστεγους και μοναχικούς βρίσκονται στο νεκροταφείο του Thiais, σε ένα προάστιο της γαλλικής πρωτεύουσας. Εκεί, σε έναν ειδικό χώρο, υπάρχουν πάνω από 4000 ατομικοί τάφοι ανθρώπων που πέθαναν ολομόναχοι και κανείς δεν φρόντισε για αυτούς.

Η δημιουργός της συγκεκριμένης οργάνωσης, μία ιστορικός τέχνης είχε από παλιότερα την συνήθεια να παραβρίσκεται σε κηδείες ανθρώπων που δεν γνώριζε. Σήμερα την ξέρουν πια καλά στα νοσοκομεία και στο νεκροτομείο και επικοινωνούν απευθείας με την οργάνωσή της όταν υπάρχει κάποιος στα αζήτητα. «Λέγεται ότι ο πολιτισμός γεννήθηκε την στιγμή που ο άνθρωπος ξεκίνησε να σκαρώνει μία τελετή για τους νεκρούς του», εξηγεί η επικεφαλής των «Νεκρών του Δρόμου» και συμπληρώνει ότι «το μακάβριο δεν είναι εκεί που νομίζουμε ότι είναι, είναι στην άρνηση, σε αυτά που κρύβουμε οι ζωντανοί μεταξύ μας».