Κοσμος

Το δικό μου Βερολίνο

Η πόλη που δεν να θέλει να ξορκίσει τα φαντάσματα της

36800-643443.jpg
Αχιλλέας Σωτηρέλλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18345-46298.jpg

Το φθινόπωρο, στο Βερολίνο, σκοτεινιάζει νωρίς, ο αέρας έρχεται και σε χτυπάει ξηρός και κρυστάλλινος, περπατώ κατά μήκος των φαρδιών δρόμων με τους απογυμνωμένους κορμούς των δέντρων έχοντας την αίσθηση ότι το δέρμα μου θα ανοίξει απ’ το κρύο. Μένω σε ένα μικρό δρόμο λίγα μόλις μέτρα από το σημείο που λίγες δεκαετίες νωρίτερα δέσποζε το περίφημο τείχος, έκτοτε πολλά άλλαξαν, το τείχος γκρεμίστηκε, οι χαφιέδες εξαφανίστηκαν, οι δυο τομείς της πόλης ενοποιήθηκαν, τα φτηνά ενοίκια προσέλκυσαν κάθε καρυδιάς καρύδι, ο αυταρχισμός έδωσε τη σκυτάλη στην ελευθεριότητα και τον ηδονισμό, οι παλιές κομουνιστικές υπηρεσίες μετατράπηκαν σε κλαμπ, το βιομηχανικό ντιζάιν αποθεώθηκε μπολιαζόμενο από γερές δόσεις σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η πόλη παλεύει ακόμα να βρει την ταυτότητα της ισορροπώντας ανάμεσα στο δήθεν και το αυθεντικό. Τι έμεινε αναλλοίωτο; Ίσως η φθινοπωρινή μελαγχολία, το κρύο και η ομίχλη που συχνά κατεβαίνει σχεδόν μέχρι το δρόμο και σε τυλίγει τις πολύ πρωινές ώρες της μέρας…

Το Βερολίνο κρύβει χίλιες δυο όψεις, και ο καθένας μπορεί να διαλέξει αυτή που του ταιριάζει, αρκεί να μην περιοριστεί σε μια τουριστική επίσκεψη της μιας εβδομάδας, αρκεί να μην αναλωθεί σε βόλτες πέριξ της Alexanderplatz, συντροφιά με τους υπόλοιπους αποβλακωμένους τουρίστες. Θέλεις να ανακαλύψεις το δικό σου Βερολίνο; Άρχισε συνοικιακά, κέντρο απόκεντρο, η πόλη εξάλλου αποτελείται από ένα σωρό μικρές εστίες, απλωμένες δαντελωτά γύρω από το ιστορικό κέντρο Mitte με τον πύργο τηλεπικοινωνιών (ίσως το μοναδικό αξιόλογο κληροδότημα της κομουνιστικής εποχής) σημείο αναφοράς και σήμα κατατεθέν.

«Τα βλέπεις αυτά τα κτήρια, απέναντι» μου λέει ένας συνομήλικος μου γνήσιος βερολινέζος (δεν έχουν απομείνει και πολλοί), «πριν είκοσι χρόνια ήταν γκρίζα, κατάγκριζα», τα αγναντεύουμε μαζί από την τεράστια τζαμαρία ενός πρώην κρατικού οδοντιατρείου που πλέον έχει μετατραπεί σε κλαμπ, ο, τι έχει διασωθεί από το παρελθόν του είναι ο μαυροπίνακας «παραγωγικότητας» στην κορυφή του τοίχου, οι παλιοί ξεφτισμένοι καναπέδες είναι ριγμένοι ακανόνιστα στο χώρο και τα φωτιστικά ευθυγραμμισμένα με την ost-ρετρό αισθητική. Στον τοίχο δεξιά, προβάλλεται από μια συσκευή σλάιτ μια τεράστια φωτογραφία της ολομέλειας του κουμμουνιστικού κόμματος της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας με τον Έρικ Χόνεκερ καμαρωτό στη μέση. Ο απόλυτος σουρεαλισμός. Η πόλη δεν δείχνει να θέλει να ξορκίσει τα φαντάσματα της, απλά τα ενσωματώνει στο πλούσιο παρελθόν της με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, κι αν θέλεις να δεις τις ουλές που έχουν απομείνει, μπορείς να περπατήσεις κατά μήκος του μοναδικού κομματιού που δεν έχει κατεδαφιστεί από το τείχος στην Bernauer strase, μεταφερόμενος ασυναίσθητα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής…

Καμία άλλη ταινία δεν έχει αποθεώσει το Βερολίνο όσο τα «φτερά του έρωτα» του Βιμ Βέντερς, καθισμένος στο σκαμπό ενός μπαρ κοντά στη Senefelder Platz την βλέπω να προβάλλεται βουβή υπό τους ήχους της μουσικής που επιλέγει ο dj. Μια εικαστική πανδαισία όπου η φωνή έτσι κι αλλιώς περιττεύει, κι αν την έχω δει ήδη δυο φορές, είναι τώρα που την απολαμβάνω περισσότερο. Το Βερολίνο μέσα στο Βερολίνο. «Τον είχα πετύχει δυο-τρεις φορές να ψωνίζει στο μανάβικο της γειτονιάς μου» με πληροφορεί ο μπάρμαν αναφερόμενος στον σκηνοθέτη. Η ώρα είναι ήδη περασμένες τέσσερις και τον ρωτάω για κάποιο late μπαράκι ώστε να τελειώσω τη νύχτα, μου προτείνει ένα στον επόμενο δρόμο. « Πρώην ρωσική ντίσκο, με αληθινούς Ρώσους που έσπαγαν τα μπουκάλια στους τοίχους» με πληροφορεί περιπαικτικά συνεχίζοντας και ασυναίσθητα έρχεται στο μυαλό μου το ομώνυμο βιβλίο του Βλάντιμιρ Κάμινερ. Αλλά ωστόσο η νύχτα δεν τελειώνει στη «Ρωσική ντίσκο», αλλά στις έντεκα το πρωί στα σκαλάκια κάποιας πολυκατοικίας κάπου στο Pankow μοιραζόμενος με τη Frida το τελευταίο μας τσιγάρο…

Ο Κ. Έλληνας, απόφοιτος της Α.Σ.Κ.Τ, ήρθε στο Βερολίνο για λογαριασμό γνωστού γκαλερίστα, η οικονομική κρίση του 2008 ωστόσο (όταν εμείς κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου) τον άφησε χωρίς δουλειά και σχεδόν απένταρο. Ο R. Ισραηλινός, δούλεψε τρία χρόνια στην πρεσβεία της χώρας του, μέχρι που μπάφιασε, δήλωσε την παραίτηση του, κάπνισε βγαίνοντας ένα τρίφυλλο στα σκαλιά, γευόμενος τα πρώτα λεπτά της ελευθερίας του, και ακολούθως άνοιξε το δικό του μπαρ. Η B. κάνει διδακτορικό στην ψυχολογία, είναι γεμάτη τατουάζ, ζόρι, ανασφάλεια και γοητεία. Η S. σπουδάζει σχεδιασμό πόλεων, δουλεύει το πρωί σε αρχιτεκτονικό γραφείο και τα βράδια σερβιτόρα σε κλαμπ ανταλλαγής συντρόφων (εκεί όπου όλοι το κάνουν με όλους κοινώς). Η D. είναι λογίστρια σε μια εταιρεία με έδρα τη Βρέμη, «γνωρίζεις ότι τη γειτονιά μας την αποκαλούν παιδικό σταθμό», μου λέει ένα βράδυ καθώς επιστρέφουμε σπίτια μας, «ναι, αλλά δεν έχω καταλάβει το λόγο» της αποκρίνομαι, «είναι επειδή βγαίνεις μόνο τη νύχτα και κοιμάσαι τη μέρα» μου απαντάει.

Βολτάροντας ένα πρωινό στους δρόμους αντικρίζω κάθε τρεις και λίγο μαμάδες να σέρνουν τα καροτσάκια τους, νηπιαγωγεία με φαντεζί σχέδια στους τοίχους και καταστήματα με ρούχα για γυναίκες προχωρημένης εγκυμοσύνης, στη γέφυρα που περνάει πάνω από τις γραμμές του τρένου, ένας γεροδεμένος άνδρας τσουλάει μια καρότσα γεμάτη φασκιωμένα κουτσούβελα. Φαρδιά πεζοδρόμια, ποδηλατοδρόμοι, πάρκα και ανοιχτοί χώροι φανερώνουν μια άλλη πτυχή της καθημερινότητας που η νύχτα αγνοεί, όσοι δεν κρατάνε από το χέρι κάποιο μπόμπιρα κρατάνε μια αλυσίδα που καταλήγει στο λαιμό κάποιου σκύλου, η κυνοφιλία εδώ αγγίζει τα όρια μαζικής επιδημίας. Εικόνες ακρυλικής οικογενειακής ευτυχίας που διασαλεύονται από τα σποραδικά φάλτσα κορναρίσματα των νευρικών οδηγών. Ποιος άλλωστε ισχυρίστηκε ότι το Βερολίνο αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση γερμανικής πόλης και νοοτροπίας; Κανείς.

Υ.Γ. Τα ονόματα των ανθρώπων αναφέρονται με τα αρχικά τους για ευνόητους λόγους, οι ακριβείς τοποθεσίες παραλείπονται σκόπιμα. Θες να γνωρίσεις το δικό σου Βερολίνο; Κάν’το μόνος σου, κατεβαίνοντας σαν άγγελος του Βέντερς ή απλά αφήνοντας το κύμα να σε συνεπάρει…

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ