Αθλητισμος

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ένας Έλληνας στη λίστα των 50 ανθρώπων που κατέκτησαν τις κορυφές των ηπείρων

Ο κορυφαίος αναρριχητής μιλάει για όσα έχει ζήσει στα μεγαλύτερα ύψη, από τα 90s μέχρι σήμερα

Γιάννης Γκουμάκης
Γιάννης Γκουμάκης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο μοναδικός Έλληνας αναρριχητής που πάτησε στην υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου, μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια του.
© Γιάννης Γκουμάκης

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο μοναδικός Έλληνας αναρριχητής που πάτησε στην υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου, μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια του.

Ο Νικόλαος Μαγγίτσης είναι ένας από τους 50 κατόχους των τίτλων Seven Summits και Explorers Grand Slam, ένας δηλαδή από τους ανθρώπους παγκοσμίως που έχουν πατήσει στην υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου του κόσμου και έχουν πραγματοποιήσει από μία πεζοπορική αποστολή σε Βόρειο και Νότιο Πόλο αντίστοιχα. Μάλιστα είναι ο μοναδικός Έλληνας αναρριχητής - ορειβάτης που το έχει καταφέρει.

Αναρριχητής εκ φύσεως και όχι ορειβάτης όπως μου εξηγεί, ξεκίνησε να αναρριχάται από τη νεαρή ηλικία στα βράχια της Αγριάς Βόλου, τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Μέσα από τη συζήτησή μας, αναδύθηκαν οι συναρπαστικές περιπέτειες του όλα αυτά τα χρόνια στις κορυφές όλου του κόσμου, με επίκεντρο την κατάκτηση της τελευταίας κορυφής για το Seven Summits στην Παπούα-Νέα Γουινέα αλλά και την πιο πρόσφατη, αυτή στη λίμνη Βαϊκάλη, σε μία survival style expedition τον περσινό Φεβρουάριο. Με αφετηρία τη Βαϊκάλη ξεκινήσαμε από τα βράχια της Αγριάς, μετά την καθιερωμένη του προπόνηση, τη συζήτηση μας.

«Τελευταίο ταξίδι ήταν πέρσι τέτοιες μέρες στη Βαϊκάλη. Πήγαμε θυμάμαι στις 16 Φεβρουαρίου, μείναμε 8 μέρες και 24 Φεβρουαρίου επιστρέψαμε πετώντας από Ρωσία στην Ελλάδα. Τρεις ώρες μετά η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία και ξεκίνησε ο πόλεμος. Ήμασταν τυχεροί και φύγαμε λίγο πριν ακυρωθούν όλες οι πτήσεις», μου εκμυστηρεύεται.

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο αναρριχητής - κάτοχος των τίτλων Seven Summits και Explorers Grand Slam μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια και τις διακρίσεις του.
© Γιάννης Γκουμάκης

Πότε ξεκίνησες την αναρρίχηση και ποιο ήταν το πρώτο σημείο που θα έλεγες ότι εξέχει στην πορεία σου μέχρι σήμερα;
Όλα ξεκίνησαν από τον δάσκαλo και γυμναστή μας στο γυμνάσιο Αγριάς, το Γιώργο τον Ευθυμίου,ο οποίος ήθελε να μας μυήσει στην αναρρίχηση. Ο Γιώργος εκείνο τον καιρό είχε μία σχετική εμπειρία και μαζί μας ήθελε να διαδώσει το άθλημα της αναρρίχησης και στο Βόλο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αγριάς. Έτσι μας πήρε και μας πήγε στα βράχια. Βέβαια, τότε ήταν μία εποχή που σκαρφαλώνουμε μία φορά τον μήνα. Στη συνέχεια ενώ πέρασα στο πανεπιστήμιο, στη σχολή στο ΤΕΦΑΑ, εμένα το μυαλό μου γύριζε πάντα γύρω από τα βουνά και απ’ τις αναρριχήσεις. Δηλαδή κάναμε εργοφυσιολογία, προσαρμογές στο υψόμετρο… εγώ έλεγα πως θα είμαι και πως θα τα καταφέρω να πάω σε ένα βουνό, ας πούμε, τότε είχα στόχο στο μυαλό μου το Κιλιμάντζαρο. Κάναμε ανατομία πώς λειτουργεί ο τετρακέφαλος μυς του ποδιού και εγώ σκεφτόμουν πώς δουλεύει τετρακέφαλος όταν σκαρφαλώνω στο βουνό. Εντάξει, αυτή η εμμονή πάνω στο χόμπι που είχαμε τότε και το πάντρεμα με την επιστήμη που σπούδαζα μου έδωσε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να εξελίξω κάποια πράγματα και στον εαυτό μου αλλά και τις αποστολές. Είχα την τύχη και τη χαρά στον τότε δήμο Αγριάς να έχω μία πολύ καλή υποστήριξη από την τοπική κοινωνία. Το πρώτο ψηλό βουνό στο οποίο ανέβηκα λοιπόν στο εξωτερικό ήταν το 1994 το Κιλιμάντζαρο. Αναλογιστείτε όμως ότι το 1994 δεν υπήρχαν ούτε YouTube ούτε e-mail ούτε Facebook, που να πατήσουμε, να βάλουμε “climbing Kilimanjaro” και να μας βγάλει 450.000 αναρτήσεις, έτσι; Είχαμε αλληλογραφίες με κάποια γραφεία στην Τανζανία, είχαμε τηλεφωνικές επικοινωνίες με κάποιους φίλους από Αθήνα ή από Λάρισα και οι πληροφορίες που παίρναμε τότε ήταν πάρα πολύ συγκεκριμένες, συγκεχυμένες και ελλιπέστατες. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε και εμείς τότε μία παρέα από την Αγριά, ο Γιάννης Μίγκας, ο Νίκος Ζάχος και ο Αποστόλης Σαμιαλής, και με πάρα πολλές ελλείψεις πήγαμε στην Τανζανία. Ανεβήκαμε πρώτα στο όρος Μαβέντζι… νομίζω δεν έχει, ακόμα δεν έχει ανέβει Έλληνας μετά το 1994, ένα γειτονικό βουνό εκεί… και ανεβήκαμε και στην κορυφή Uhuru που είναι πιο ψηλή κορυφή του βουνού. Αυτό βέβαια ήταν ένα καλό και ένα κακό. Καλό γιατί καταφέραμε και ανεβήκαμε σε αυτή την ψηλή κορυφή που είχαμε στόχο στην πιο ψηλή κορυφή της Αφρικής, κακό βέβαια γιατί μετά ξεκίνησε όλη η πορεία που είναι μία μύηση στο υψόμετρο, μία μύηση στο πιο ψηλό, στο πιο δύσκολο, στο πιο απόμακρο… και έχουμε φτάσει εδώ που έχουμε φτάσει, να μην μπορούμε να σταθούμε περισσότερο από τρεις - τέσσερις μήνες στα παιδιά μας και στην Άγρια. Κοιτάμε πότε θα ξαναφύγουμε.

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο αναρριχητής - κάτοχος των τίτλων Seven Summits και Explorers Grand Slam μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια και τις διακρίσεις του.
Καύκασος, όρος - κορυφή Elbrus, 2002

Είσαι ο πρώτος Έλληνας που πήγε στον Βόρειο Πόλο. Από εκεί ξεκίνησε και το εγχείρημά σου για το Seven Summits και το Explorers Grand Slam;
Ναι αλλά όχι αμέσως. Μετά το Κιλιμάντζαρο, με τον Νίκο Ζάχο αποφασίσαμε να πάμε στο Μπαρούντσε, στα Ιμαλάια. Εκεί βέβαια έγινε μία αποστολή πολύ όμορφη, πολύ καλά προετοιμασμένη αλλά με πάρα πολλά λάθη στην οργάνωση. Δεν καταλήξαμε στην κορυφή. Το θέμα είναι τα λάθη να μπορούμε να τα καταγράφουμε, να τα μελετάμε και να μην τα επαναλαμβάνουμε. Κι έτσι, η επόμενη πενταετία-εξαετία, μέχρι το 1998-1999 ήταν μία σειρά από πολλές αναβάσεις βήμα-βήμα, όχι ιδιαίτερα ψηλές, δηλαδή μέχρι και το 1996 είχαμε πάει στο Κιλιμάντζαρο. Το 1998 πήγαμε στο Εκουαδόρ, στο όρος Κένυα, το 1999 ξαναπήγαμε στο Κένυα όπου έκανα και τη μεταπτυχιακή μου διατριβή στο μεγάλο υψόμετρο… και το 2000 και μετά αφού ωρίμασαν οι συνθήκες και ήρθαν και κάποιοι χορηγοί λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων που είχαμε στη χώρα μας, λόγω του ότι είχε γίνει γνωστό στην ευρύτερη περιοχή το άθλημα της ορειβασίας και του αλπινισμού και του ιμαλαϊσμού, βρέθηκαν και κάποιοι χορηγοί. Και το 2000 η τότε κοινότητα Αγριάς οργάνωσε αυτή την πρώτη ελληνική αποστολή στον Βόρειο Πόλο. Από εκεί ξεκίνησε και το εγχείρημα των Seven Summits. Το Seven Summits, είναι ουσιαστικά η ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου. Ανάβαση δηλαδή στο Έβερεστ που είναι και η ψηλότερη κορυφή του κόσμου και φυσικά της Ασίας, στο Κιλιμάντζαρο στην Τανζανία που είναι η ψηλότερη κορυφή της Αφρικής, στο όρος Denali, στη Βόρεια Αμερική -McKinley το λέγανε αργότερα αλλά, οι Ινδιάνοι το λένε Denali- , που βρίσκεται στην Αλάσκα, βόρεια του Anchorage με υψόμετρο 6.193 μ., στο όρος Ακονκάγκουα, στην Αργεντινή, κοντά στα σύνορα με τη Χιλή, με υψόμετρο 6.962 μέτρα στη Νότια Αμερική, στην Ευρώπη στον Καύκασο και την κορυφή Ελ Μπρούζ με υψόμετρο 5.642 μ., στην Ευρωπαϊκή Ρωσία-, στο Carstensz Pyramid στην ευρύτερη ήπειρο της Ωκεανίας, ένας βραχώδης όγκος -στο νησί στη Δυτική Παπούα που ανήκει στην Ινδονησία τυπικά, με υψόμετρο 4.884 μ. Αυτό και αν είναι πραγματική αναρρίχηση… μία ορθοπλαγιά 800 μέτρα που απαιτεί περισσότερα από 18 ώρες αναρρίχησης συνεχόμενες. Και τέλος στην Ανταρκτική, με ψηλότερη κορυφή το όρος Vinson, 3.897 μέτρα υψόμετρο, στην οροσειρά του Έλσγουορθ. Παράλληλα με τις 7 αυτές κορυφές για να ολοκληρώσει κανείς το Seven Summits πρέπει να κάνει 2 αποστολές αθλητικής επιβίωσης που περιλαμβάνουν πεζοπορική διάσχιση για να φτάσεις στον Βόρειο Πόλο και στον Νότιο Πόλο. Έτσι λοιπόν, με τις 7 κορυφές, Βόρειο και Νότιο Πόλο, είμαστε σε αυτό το club των Explorers Grand Slam και μία ομάδα ανθρώπων που είχαν βάλει αυτόν τον στόχο και τα κατάφεραν.

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο αναρριχητής - κάτοχος των τίτλων Seven Summits και Explorers Grand Slam μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια και τις διακρίσεις του.
Mera Peak, Ιμαλάϊα, 2018

Πώς αντιμετωπίζουν από το περιβάλλον σου, φίλοι και οικογένεια το γεγονός ότι κάνεις κάτι τόσο το επικίνδυνο αλλά και κοστοβόρο;
Κάθε φορά πριν ξεκινήσω μια αποστολή, στα πρώτα χρόνια κιόλας που μου έλειπαν χρήματα, πήγαινα στον πατέρα μου… «Τι έγινε; Άντε καλό ταξίδι! Λείπει τίποτα;» μου έλεγε. Έλεγα ξέρω γω, «λείπουν δυο χιλιάρικα…» Έβγαζε, μου έδινε. Μια, δυο, τρεις… Στην Παπούα πήγαμε 3 φορές για να καταφέρουμε να ανέβουμε. Οπότε τελευταίο ταξίδι που πάω για την Παπούα, μου λέει «πότε θα φύγεις;» «Την Παρασκευή», του λέω. «Άντε έλα να σε δούμε πριν φύγεις…» Πήγαινα εκεί να με δει, αν και μέναμε πολύ κοντά… «ρε πατέρα, -λέω- ξέρεις, λείπουν και δυο χιλιάρικα…» «Α, δυο χιλιάρικα σου λείπουν;» μου λέει… «Να πας να γαμηθείς ρε!» μου λέει! Ξέρεις πόσα λεφτά έχεις χαλάσει μέχρι τώρα; Αυτήν την Παπούα την έχουμε χρυσοπληρώσει…» «Δεν περίμενα έτσι -λέω-, πατέρα αλλιώς με είχες συνηθίσει». «Α, ρε φύγε από δω!» μου λέει… «έχεις φάει τόσα λεφτά…» και έγραφε ο άνθρωπος. Έγραφε… είχε μία εικόνα του πόσα λεφτά, δικά μας, όχι από χορηγούς, έχω χαλάσει, όλα τα χρόνια. Και η μαμά μου η Σοφία και ο μπαμπάς μου ο Αποστόλης, τις ζούσαν τις αποστολές. Η μάνα μου μ’ έλεγε «δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι τρεις και τέσσερις ημέρες πάνω από το τηλέφωνο… πάνω από το τηλέφωνο, να μαγειρεύω και να πηγαίνω στο τηλέφωνο, μην χτυπήσει να το σηκώσω… να μας πεις ότι… “Ναι ανεβήκαμε”…» Δεν υπήρχαν κινητά δορυφορικά τότε. Ήταν άλλες, δύσκολες εποχές. Τώρα που μιλάμε έχουμε μέσα. Κι εγώ έχω ένα δορυφορικό. Στην επόμενη αποστολή δηλαδή… πρωί-μεσημέρι-βράδυ παίρνεις ένα τηλέφωνο στην οικογένεια, ακούς τα παιδιά, μιλάς στη μάνα σου. Τότε αυτοί να μας ακούσουν μπορεί και 40 μέρες. Στα Ιμαλάια το 1994 συγκεκριμένα, θυμάμαι, είχαμε να επικοινωνήσουμε 38 μέρες. Δε μας είχαν ακούσει. Πήραμε τηλέφωνο όταν κατεβήκαμε κάτω στο Κατμαντού. Και τώρα έχεις τα δορυφορικά read to write και ανά πάσα ώρα και στιγμή, δεδομένα, φωτογραφίες στέλνεις... τα πάντα».

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο αναρριχητής - κάτοχος των τίτλων Seven Summits και Explorers Grand Slam μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια και τις διακρίσεις του.
Νεπάλ, 2004

Είπες για την Παπούα ότι προσπάθησες τρις φορές να ανέβεις. Τι δυσκολίες αντιμετώπισες και χρειάστηκαν τόσες προσπάθειες;
Τρεις είπα; Πέντε φορές πήγαμε, θα σου πω γιατί. Την πρώτη φορά που προσπαθήσαμε να ανεβούμε στο Carstensz Pyramid, πετάξαμε 6-7 πτήσεις… φτάσαμε σε ένα χωριό στην Ιλάγκα, μέσα στη φυλή των Ντάνι. Που ακόμα, τουλάχιστον το 2006 που πήγαμε εμείς, ήταν ανθρωποφάγοι! Τρώγαν ανθρώπινο κρέας! Για λόγους θρησκευτικούς και όχι για γαστρονομικούς. Δηλαδή είχαν γουρούνια, κότες… κανονικά. Απλά είχαν κάποιες ιδιοτροπίες και όπως πάρα πολλές φυλές εκεί έχουν. Δεν μπορούσαμε στην Παπούα να συνεννοηθούν χωριό με χωριό, να βρούμε βαστάζους κλπ… η οργάνωση από το γραφείο το τοπικό ήταν απαράδεκτη. Μείναμε εφτά μέρες σε μία καλύβα την οποία, είχαμε τα φαγητά μας αλλά δεν μας έδινε κανένας σημασία. “They live in the bushes”, μου έλεγε ο μεταφραστής. Δεν υπάρχει καταγραφή πόσοι είναι στο σύνολο, δεν υπάρχει δημαρχείο, δεν υπάρχει κοινότητα, δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα. Οι Ινδονήσιοι προσπαθούν εκεί να τους αλλοτριώσουν τους Παπουανούς. Εκεί λοιπόν υπάρχει ένα τεράστιο ορυχείο χρυσού… το Grasberg, το οποίο εκμεταλλεύονται αμερικανικά συμφέροντα τώρα και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει μέσα στο ορυχείο, όπου είναι ουσιαστικά ο δρόμος για να ανέβεις στην κορυφή. Για να ανέβει κανείς στο βουνό, αναγκαζόταν ως τότε να πάει γύρω γύρω από τη ζούγκλα. Είχαμε διάφορα προβλήματα. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε, γυρίσαμε πίσω. Τη δεύτερη φορά που πήγαμε στην Παπούα, είπαμε να περάσουμε, να πάμε με ένα ελικόπτερο… να φτάσουμε πάνω».

Νικόλαος Μαγγίτσης
Στον παγετωνικό καταρράκτη Kumbu στο Νεπάλ, 2004

Παρά αυτή την εμπειρία της πρώτης φοράς, πώς και επιλέξατε να πάτε πάλι; Δηλαδή, δεν ήταν αποτρεπτικός παράγοντας το ότι πήγατε σε ένα χωριό ανθρωποφάγων και δεν μπορούσατε να συνεννοηθείτε;
Μα ήταν το τελευταίο βουνό για να πάρουμε το Seven Summits, δεν υπήρχε περίπτωση! εμάς μας διώχναν από κει και λέγαμε «θα ‘ρθουμε από αλλού!» Tη δεύτερη φορά που πήγαμε… πήγαμε να περάσουμε από το ορυχείο με ένα ελικόπτερο. Να περάσουμε πάνω από το ορυχείο, να μας πάει στο base camp του βουνού για να σκαρφαλώσουμε από κει. Αυτός εξαφανίστηκε και πήρε 10.000 για καύσιμα, για το ελικόπτερο… τον χάσαμε. Μεγάλη απατεωνιά και αυτός. Δεύτερη χούφτα. Την τρίτη φορά, βρίσκουμε έναν… λέει «παιδιά θα σας πάω εγώ, θα πληρώσουμε μαύρα, θα λαδώσουμε εκεί πέρα τους μάγκες και θα σας περάσω, μη στεναχωριέστε». Του δώσαμε εκεί πέρα κάτω από το τραπέζι λίγα λεφτά. Ε μας πιάσαν μες στο ορυχείο εκεί… μας στρίμωξαν… είδαμε κάτι όπλα, κάτι έτσι κάτι αλλιώς, μας βάλανε και στο κρατητήριο μία νύχτα… και μας λέει ο υπεύθυνος της φρουράς εκεί στο ορυχείο, λέει «παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση να περάσετε από δω ποτέ». Του εξηγούμε ότι εμείς δεν ενδιαφερόμαστε ούτε για το ορυχείο ούτε για τα προϊόντα του ορυχείου αλλά θέλουμε μία συνοδεία ανθρώπων, αστυνομικών σεκιουριτάδων του ορυχείου, να μας πάει στο βουνό. Να ανέβουμε στην κορυφή να κατεβούμε και ας, με συνοδεία πάλι, να φύγουμε. Και λέει, «δεν υπάρχει καμία τέτοια περίπτωση, στο βουνό δεν θα πάτε». Του λέω «το λες εσύ που είσαι ένας Αμερικάνος και εγώ που είμαι Έλληνας σου λέω ότι εγώ στο βουνό θα ανέβω! Μα σε ένα χρόνο, μα σε δύο χρόνια, θα ανεβώ!» Ε γελούσε αυτός… τέλος πάντων, όταν μας ξαναβρήκε την πέμπτη φορά που πήγαμε και μας συνέλαβαν μέσα στο ορυχείο… μου λέει ο φύλακας «τελικά είχες δίκιο». Του λέω «έτσι είναι.»

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο μοναδικός Έλληνας αναρριχητής που πάτησε στην υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου, μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια του.
Άλπεις με τον ΕΟΣ Βόλου, 2017

Την πέμπτη φορά λοιπόν, που μας ξανασυνέλαβαν, είχαμε ανέβει. Πήγαμε γύρω γύρω πετάξαμε από Τίμικα, Τζαγιαπούρα – Ναμπίρε, Ναμπίρε – Ιλάγκα κι από Ιλάγκα με ελικόπτερο παρακάμψαμε το ορυχείο… πτήσεις μες στη ζούγκλα, με κάτι αεροπλάνα που προσγειώνονται σε χωματόδρομους και σε χωράφια. Fifty-fifty ήταν να μην πέσουμε. Ανεβήκαμε και είπαμε του οδηγού «φύγε δεν σε θέλουμε να μην πληρώσουμε άλλα λεφτά. Αφού μπούμε στο ορυχείο θα μας πιάσουν θα πούμε ότι είμαστε altitude sickness, θα μας πετάξουν έξω…», όπως μας κάναν την πρώτη φορά. Αλλά όταν μας πέτυχαν μέσα αφού είχαμε κατέβει «δεν πάτε πουθενά -λέει- από δω δεν περνάτε.» Ήμασταν έξι - εφτά μέρες σε ένα κοντέινερ απάνω, κάπου στα 3.000 μέτρα, χωρίς φαγητό, χωρίς αντίσκηνα, χωρίς υπνόσακους και κάποια στιγμή μεσολάβησε η πρεσβεία και το προξενείο της Ταϊλάνδης και ήρθαν και μας έβγαλαν έξω. Αποδεχθήκαμε βεβαίως εμείς ότι είχαμε την καλύτερη φιλοξενία πράγμα που δεν συνέβη… και όταν τους είπαμε δεν ξέραμε ότι απαγορεύεται, λέει «πώς, εσείς δεν ξέρατε κύριε Μαγγίτση; «Εσείς δεν ξέρατε; Πώς δεν ξέρατε; Όταν τον Δεκέμβριο του 2006 μπήκατε και σας πιάσαμε… ήρθατε τότε… τον Μάρτιο του 2007 ξανά ήρθατε τότε… τον Αύγουστο του 2007...» Λέω «και εσείς πώς τα ξέρετε;» Μα το αεροδρόμιο στην Τίμικα που προσγειωνόμαστε, ανήκε στο ορυχείο, το Sheraton, το ξενοδοχείο που μέναμε εμείς και κάναμε κρατήσεις, ανήκει στο ορυχείο. Κάθε φορά που κάναμε την πτήση για να έρθουμε… εγώ όταν πήγα να βγάλω βίζα για την Ινδονησία και λέει «πού θα πάτε;» όταν έγραψα εγώ Παπούα μου το γύρισαν πίσω και μου κάναν Χ. Μου λέει «δεν μπορείτε να πάτε στην Παπούα» και εγώ έβγαλα τη θα πάω στο Μπαλί, Denpasar, πού είναι Ινδονησία. Πήγαμε εκεί και μετά με άλλη πτήση.«Βεβαίως και ξέρετε. Ήρθατε, τότε, ήρθατε τότε, ήρθατε τότε, ήρθατε τότε…» Αυτοί λέγανε «έρχονται πάλι, έρχονται πάλι, να ‘τοι αυτοί! έρχονται πάλι». Δεν το είχαμε μόνο εμείς το πρόβλημα, το είχαν πολλά γραφεία τότε, πολλοί ορειβάτες. Ήταν οι χρονιές εκεί από το 2005 μέχρι και το 2009 – 2010 που ήταν δύσκολες οι προσβάσεις. Μετά βρήκαν μία φόρμουλα, βρήκαν ένα μονοπάτι, διαδρομή εκτός ορυχείου. Μία μεγάλη εταιρεία είχε ελικόπτερο που τους περνούσε όλους τους ορειβάτες πάνω από το ορυχείο και πάνω από τη ζούγκλα και είχε δρομολογηθεί μία πιο εύκολη, πιο ακριβή βέβαια αλλά, πιο σίγουρη διαδικασία μεταφοράς των ορειβατών στο βουνό. Μετά είναι στο χέρι σου να ανέβεις. Λοιπόν όταν φτάσαμε εμείς επιτέλους στο basecamp με το ελικόπτερο, είχαμε κι έναν οδηγό εκεί πέρα να μας καθοδηγήσει μες στη ζούγκλα μέχρι τη διαδρομή και να μας βάλει στα σκοινιά μετά. Αυτός λόγω του ότι πήγαμε με ελικόπτερο, δεν είχε την προσαρμοστικότητα του υψομέτρου, τον εγκλιματισμό και άρχισε να κάνει εμετό και να έχει πυρετό. Και λέει ο Μπομπ, ο κουμπάρος μου «αφού δεν έχουμε οδηγό, πάμε να φύγουμε». Λέω «φίλε εγώ δε φεύγω από δω άμα δεν ανέβω στην κορυφή! έχουμε έρθει εδώ πέρα πέντε φορές, δύο φορές φυλακή, κρατητήριο, έχουμε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά… τελείωσε! εδώ θα μείνουμε μέχρι να ανέβουμε!» «δώσ’ μου δύο μέρες…» του λέω. Ε, καθόταν αυτός ήταν κάτι λιμνούλες εκεί, παγετωνικές… καθόταν δίπλα στις λίμνες κάνα δυο μέρες. Πήγα έψαξα εγώ λίγο τη διαδρομή. Όταν είδα τον τοίχο το μεγάλο, τα βράχια που μπαίνουν τα σκοινιά, την άλλη μέρα του λέω «φύγαμε!» Και ανεβήκαμε δυο μας! Δεν θέλαμε οδηγό, δεν θέλαμε τίποτα. Εμένα ήταν στο στοιχείο μου η αναρρίχηση στον βράχο, γιατί στην ουσία, η Ελλάδα αναρριχητές έχει, δεν έχει ορειβάτες. Τι ορειβάτες: Αφού το πιο ψηλό βουνό, ο Όλυμπος, είναι κάτω από 3.000 μέτρα. Όταν είδα εγώ βράχια, ωραία, μεγάλα, κάθετα, εκεί… σχοινιά, ασφάλειες, τέτοια… η χαρά του παιδιού! Μπήκαμε μπροστά, σκαρφαλώσαμε, φτάσαμε στην κορυφή και ήταν και η τελευταία μας κορυφή.

Νικόλαος Μαγγίτσης: Ο μοναδικός Έλληνας αναρριχητής που πάτησε στην υψηλότερη κορυφή κάθε ηπείρου, μιλάει για τα περιπετειώδη ταξίδια του.
Έβερεστ, 2004

Πώς αισθάνεσαι που είσαι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που κατέχει αυτόν τον τίτλο;
Είναι σίγουρα κάτι για τη χώρα μας όταν εκεί φιγουράρει και η ελληνική σημαία σε αυτές τις παγκόσμιες λίστες. Είναι σίγουρα κάτι σημαντικό και είναι επίσης πολύ σημαντικό γιατί τη στιγμή αυτή και στην Αγριά υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου που εμπνεύστηκαν και παρακινούνται να πάνε, να σκαρφαλώσουν, να πάνε σε ένα ψηλό βουνό, να κάνουν κάτι. Εγώ αυτό που έχω να πω είναι ότι ανεξάρτητα με τους τίτλους, τις παγκόσμιες λίστες κλπ, η αναρρίχηση είναι αυτό που θέλω να κάνω. Έχω κι άλλη δουλειά αλλά αυτό ρε παιδί μου είναι το μεράκι μου. Είμαι προπονητής στον ορειβατικό σύλλογο Βόλου, στην αναρρίχηση, συνοδεύω κόσμο στα πεζοπορικά μονοπάτια, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και στο Πήλιο ιδιαίτερα. Προπονώ γενικά αθλητές, αθλούμενους, είναι αυτή η δουλειά μου, είναι αυτή η ζωή μου. Μ’ αρέσει να είμαι μέσα στα βουνά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ