Επικαιροτητα

ΔΕΘ: Διαρκής Έκθεση Θεσσαλονίκης

Αναμνήσεις από μια γιορτή που έγινε εφιάλτης

15223-628182_0.jpg
Βάγια Ματζάρογλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
7918795.jpg
© ΑΠΕ-ΜΠΕ/Νίκος Αρβανιτίδης

Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Μια αναδρομή στο παρελθόν της και πώς το βίωναν τα παιδιά, οι φοιτητές και οι ενήλικοι Θεσσαλονικείς.

Όταν ήμασταν μικρά παιδιά, μας άρεσε πολύ η Έκθεση εμάς στη Θεσσαλονίκη. Πηγαίναμε ανελλιπώς και οικογενειακώς. Είχε κόσμο, μπούγιο, λούνα παρκ με συγκρουόμενα, «μύλο» και «μπαλαρίνα», μαλλί της γριάς, λουκάνικα με μουστάρδα και κέτσαπ, που τότε δεν τα πολυτρώγαμε στο σπίτι, «είναι ανθυγιεινά» έλεγαν – τι άλλο ήθελε ένα παιδί για να ευτυχήσει; Ναι, ήθελε και χαρτομάνι και πολλές σακούλες! Τα προσπέκτους και οι διαφημιστικές πλαστικές τσάντες μοιράζονταν αβέρτα στα περίπτερα, κι εμείς τις κυνηγούσαμε, «αυτοί κρατάνε σακούλες Εξατμίσεις ο Μήτσος, φύγαμε!». Ποιο περιβαντολογικό τέλος και ποια οικολογική συνείδηση τότε! Κρατούσαμε το «ενθύμιο Μήτσου» για κάνα μήνα στα δωμάτιά μας, ώσπου η μαμά άρπαζε τις σακουλίτσες μας με το ζόρι και με φωνές και τις ξεφορτωνόταν, αφού πρώτα τις γέμιζε με σκουπίδια.

Εκτός από το κυνήγι της σακούλας, έπαιζε και κυνήγι δώρων. «Πού το βρήκες αυτό το καπελάκι;» ρωτούσαμε συνομίληκους με παρόμοιο χόμπι, που μας απαντούσαν «η Siemens τα μοιράζει. Και η Fissan δίνει σαπουνάκια». Άιντε τρέξιμο να προλάβουμε τα καπελάκια και τα σαπουνάκια πριν εξαντληθούν τα αποθέματα.

Μπροστά από το περίπτερο της Αμερικής είχε πάντα ουρές, γιατί υποτίθεται πως εκεί θα βλέπαμε το μέλλον. Δεν θυμάμαι κανένα έκθεμα, σόρι. Φεύγαμε αργά, με φουσκάλες στα πόδια από το πολύ περπάτημα, ενώ την τελευταία μέρα ανεβαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς στην Άνω Πόλη για να απολαύσουμε τα πυροτεχνήματα φωνάζοντας ωωω!

Ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος με αποτέλεσμα να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Κυριολεκτικά. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν διαρκώς ανακοινώσεις τύπου «Χάθηκε ο μικρός Γιαννάκης Τάδε. Περιμένει τους γονείς του στην Πύλη Εμπορίου». Ωραίοι γονείς!

Στην Έκθεση είδαμε για πρώτη φορά και Γύρο του Θανάτου. Ήταν ένα υπερφυσικά μεγάλο βαρέλι κι ένας τεράστιος δεξιοτέχνης των δίτροχων έκανε βόλτες στα τοιχώματά του. Κάθετα δηλαδή στο έδαφος. Ο άνθρωπος, μιλάμε, περιγελούσε τη βαρύτητα! Τόσο τρομακτικό και τόσο εντυπωσιακό ήταν το θέαμα, που ο αδελφός μου αποφάσισε πως, όταν μεγαλώσει, θα γίνει γυροθανατάς. Μετά βέβαια, στα συγκρουόμενα, ανακάλυψε άλλη κλίση του, κι έγινε καλός οδηγός.

Εγώ τότε ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, γιατί είχαμε και Φεστιβάλ Τραγουδιού. Αυτό, ντε, που παρουσίαζε ο Άλκης «Ευτυχείτε» Στέας. Κρατούσε δύο μέρες, η πρώτη ήταν τα προκριματικά, η δεύτερη ο τελικός. Το βλέπαμε από την τηλεόραση και οι μεγάλοι έβαζαν στοιχήματα: «“Το χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε, Μανολιό μου” θα κερδίσει. Όχι, ποντάρω στο “Κανόνι”». Σχεδόν σε όλα τα τραγούδια μαέστρος ήταν ο Τσικ Ναγκασιάν. Στο σχολείο σχολιάζαμε εκστατικά τα πάντα, ενώ στα διαλείμματα τραγουδούσαμε όλα τα λόγια από τα άσματα που μας εντυπωσίασαν. «Πες μου, μπαμπά μου, σε πάρακαλώ, είν’ η αγάπη καλό ή κακό» και τέτοια. Πώς τα μαθαίναμε χωρίς YouTube; Είναι να απορεί κανείς με την αντίληψή μας και τις μαθησιακές μας ικανότητες.

Ρούλα Χριστοπούλου - Πες μου μπαμπά μου (festival Θεσσαλονικής 1976)

Όταν φτάσαμε στο γυμνάσιο και στο λύκειο, πηγαίναμε στην Έκθεση με συμμαθητές και συμμαθήτριες. Δίναμε κλασικά ραντεβού στο Σιντριβάνι, στο «Ανώμαλο», αυτό το περίεργο γλυπτό που οι Θεσσαλονικείς ακόμα έτσι το λέμε και φοβάμαι πως δεν έχουμε μάθει ακόμα τον πραγματικό του τίτλο. Πλέον τρώγαμε παγωτό, όχι μαλλί της γριάς, γιατί είχαμε μεγαλώσει, αλλά ούτε και λουκάνικα, γιατί είχαμε βάλει κραγιόν και το παγωτό το τρως πιο σικάτα, με το κουταλάκι, ενώ μαζί με το λουκάνικο τρως και το κραγιόν. Επιστήμονες κοκέτες, όχι χαζά! Έδινες ένα στάνταρ ποσό και παράγγελνες όσες μπάλες παγωτό άντεχες να φας, αλλά κάναμε τις κομψές και δεν ξεπερνούσαμε τις τρεις μπάλες. Τα αγόρια πάλι ζημίωναν τις επιχειρήσεις με τις παραγγελίες τους (μπουνταλάδες). Περιφερόμασταν ασκόπως, ούτε που μπαίναμε στα περίπτερα, γιατί απλώς γαμπρίζαμε, δεν μας ένοιαζε τίποτα από τα εκθέματα, εμείς καμιά τσάρκα χεράκι-χεράκι επιδιώκαμε.

anvmalo.jpg
Το «Ανώμαλο», όπου δίναμε τα ραντεβού

Στο πανεπιστήμιο μπαίναμε τζάμπα επιδεικνύοντας το φοιτητικό μας πάσο (φοιτητικά προνόμια, όχι αηδίες). Δεν τρέχαμε ούτε για σακούλες ούτε για καπελάκια ούτε για παγωτά. Ούτε επισκεπτόμασταν το περίπτερο της Αμερικής, γιατί είχαμε γίνει κάπως αριστεροί. Τρέχαμε όμως στο περίπτερο Λαϊκής Τέχνης, όπου μπορούσες να κάνεις shopping. Η Λαϊκή Τέχνη ήταν το μόνο περίπτερο που πουλούσε πράγματα, στα άλλα μόνο έβλεπες. Κάτι φρικτές δερμάτινες τσάντες αγοράζαμε που βρομοκοπούσαν δερματίλα μέχρι θανάτου, αλλά τότε στη φοιτητιώσα νεολαία ήταν της μόδας τα δερμάτινα ταγάρια (κι όμως!). Επίσης, για κάποιον άγνωστο λόγο στριμωχνόμασταν μπροστά στο περίπτερο της Μερσεντές και στα τροχόσπιτα. Αντί να φανταζόμαστε πως κάποτε θα αποκτήσουμε Μερτσεντέ και θα διακοπάρουμε στα πεντάστερα, σκεφτόμασταν να σέρνουμε με την αμαξάρα το τροχόσπιτο και να κάνουμε free camping. Κάπως αντιφατικά όνειρα κάναμε τότε, ομολογούμενως.

Μια χρονιά δούλεψα στη ΔΕΘ (βύσμα Παπαθεμελή - εννοείται πως ήθελε βύσμα για να δουλέψεις στη ΔΕΘ, έστω και ως εποχικός υπάλληλος), στα ταμεία. Η ξαδέλφη μου, που ήταν πάλιουρας, με ορμήνεψε: «Όταν θα μοιράζουν πόστα, θα ζητήσεις να γίνεις επόπτρια, όχι ταμίας!». Πόσο δίκιο είχε! Ως επόπτρια έπρεπε απλώς να φέρνω ψιλά στην ταμία, για να έχει ρέστα. Αρακλαμαντάν δηλαδή. Το ταμείο πάλι ήταν μεγάλη πίκρα, δεν σήκωνες κεφάλι! Ήταν τα πρώτα ένσημα της ζωής μου και θυμάμαι πως τα λεφτά δεν ήταν και άσχημα. Μέχρι δώρο Πάσχα πήρα! Ευχαριστώ, κύριε Στέλιο!

Πότε σταματήσαμε να πηγαίνουμε στη ΔΕΘ, πότε έγινε αρένα υποσχέσεων και διαμαρτυριών, πότε ξεκίνησαν τα επεισόδια δεν θυμάμαι. Ούτε θυμάμαι πότε οι στήλες κοσμικών των εφημερίδων άρχισαν να γεμίζουν με γραβατωμένους πολιτευτές στα μπουζούκια. Πάντως περάσαμε και μια τέτοια, αρκετή πολύχρονη φάση. Όσο κι αν προσπαθώ να εντοπίσω χρονικά πότε ήταν η τελευταία φορά που έζησα εκ του σύνεγγυς το πανηγύρι, δεν το καταφέρνω, έχω ένα αβυσσαλέο gap. Τα τελευταία πολλά χρόνια την ημέρα των εγκαινίων μας έπιανε όλους τους Θεσσαλονικείς ένας πανικός. Τελειώναμε μάνι μάνι τις δουλειές μας για να κλειστούμε στα σπίτια  μας, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια του event αποφεύγαμε να περνάμε από την Εγνατία, ούτε παρκάραμε στην Εθνικής Αμύνης, μην μας κάψουν το αμάξι στα επεισόδια. Άσε που δεν βρίσκαμε τραπέζι και στις ταβέρνες, γιατί μαζεύονταν όλοι αυτοί οι οικονομικοί παράγοντες και μασαμπούκωναν σαν να μην υπάρχει αύριο! Ήταν ένας τοξικός εφιάλτης το όλο πράγμα. Και παραμένει. Τα στερνά της ΔΕΘ δεν τιμούν τα πρώτα, στην ανάπηρη μνήμη μου. Οπότε ας υποκριθώ πως είναι τέλη 70s και ετοιμαζόμαστε να ανέβουμε στο σπίτι της γιαγιάς στην Άνω Πόλη για να απολαύσουμε τα πυροτεχνήματα φωνάζοντας ωωω! Ευτυχείτε!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ