Splatter στη Βαρβάκειο
Ρεπορτάζ στην κρεαταγορά: ανάσταση με κοκορέτσι, αρνί στη σούβλα και όλα τα καλά. Για τους αναγνώστες της A.V. θα υπάρχει σπέσιαλ περιποίηση. Ο Τάκης Τσαντίλης φωτογραφίζει.
Δεν ξέρω, εγώ τραβάω όλους τους φευγάτους ταξιτζήδες ή αυτοί εμένα; «Στη Βαρβάκειο» λέω στον οδηγό του ταξί και με κοιτάει σαν να του σκότωσα τη μάνα. «Πάτε κι εσείς να αγοράσετε το πτώμα από το κατσικάκι σας;» με ρωτάει και το μάτι του γυαλίζει. Γυρίζω παραξενεμένος, είναι πενηντάρης, με μουστάκι, καλοντυμένος, το μόνο αταίριαστο επάνω του είναι τα χαλασμένα δόντια του. «Γιατί το λέτε αυτό;» ρωτάω αθώα και τα υπόλοιπα 20 λεπτά δεν σταματάει να μιλάει για τα ζώα που τα σκοτώνουμε και τρώμε τις σάρκες τους, για τους ανθρώπους που είναι τα δόντια τους φτιαγμένα για να τρώνε μόνο φυτά, για τον Ζαν Ζακ Ρουσό που είπε «άνθρωποι-άνθρωποι, τρώτε τα σφαγμένα ζώα και αυτά βελάζουν στο λαρύγγι σας!» και άλλα τέτοια ανατριχιαστικά. Τον ακούω υπομονετικά και, όταν φτάνουμε, «ναι» του λέω, «αλλά αν δεν μου άρεσαν τα κρέατα τώρα δεν θα ερχόμασταν στη Βαρβάκειο!» «Θα πηγαίναμε στου Ρέντη!» μου απαντάει χαμογελώντας και φαίνονται τα κίτρινα δόντια του.
Κατεβαίνω από το ταξί, η μυρωδιά του ωμού κρέατος απλώνεται παντού, ψάχνω να βρω τον Τάκη Τσαντίλη, με περιμένει στην είσοδο της κρεαταγοράς. «Εδώ, αγάπη μου, γίνεται σπλάτερ!» μου λέει αναστατωμένος. «Πώς θα φωτογραφήσω; Θα μου κόψουνε το χέρι με κανά μπαλτά!» Πραγματικά, το θέαμα είναι ανατριχιαστικό. Μπορεί να μας τρέχουν τα σάλια όταν βλέπουμε ένα κατσικάκι στη σούβλα ή ένα ξεροψημένο κοκορέτσι, αλλά όταν αντικρίζεις τα αρνιά κρεμασμένα από τα τσιγκέλια, τις ματωμένες συκωταριές και τα άντερα δεμένα κοτσίδα, σου έρχεται μια αηδία. «Μια βόλτα θα κάνουμε, θα τραβήξουμε μερικές φωτογραφίες και φύγαμε!» λέω στον Τάκη και μπαίνουμε μέσα.
Δεξιά και αριστερά μας κρεοπωλεία, τα περισσότερα με Έλληνες ιδιοκτήτες και ξένους υπαλλήλους, με τον κλασικό πάγκο του χασάπη απέξω από το μαγαζί και στην προθήκη παϊδάκια, κεφαλάκια από αρνιά, κοτόπουλα, χοιρινές και μοσχαρίσιες μπριζόλες, κοκόρια ξεπουπουλιασμένα και κρεμασμένα ανάποδα. Όλα φωτισμένα από τεράστιους λαμπτήρες για να φαίνονται πιο κόκκινα και πιο λαχταριστά. Οι υπάλληλοι φωνάζουν, σφυρίζουν, με τραβάνε από το χέρι, «θα σου κάνω καλύτερη τιμή» μου λένε εμπιστευτικά. Κοιτάζω τις τιμές. Πρόβατο ζυγούρι ντόπιο χεράκια 2,99, λουκάνικα χοιρινά ντόπια 4,99, φρέσκα έντερα 3,99, σπάλα μοσχαρίσια 6,99, κατσίκι 8,99. Όλες οι τιμές έχουν το ψυχολογικό 99 στο τέλος, γιατί άλλο να πάρεις ένα αρνίσιο κεφαλάκι 1,99 και άλλο 2. Παρόλη τη φασαρία και το πέρα-δώθε του κόσμου δεν χρειάζεται να είσαι μάγος για να καταλάβεις ότι η κίνηση είναι πεσμένη.
Οι περισσότεροι πελάτες είναι άντρες μεγάλης ηλικίας, καλοστεκούμενοι, ευγενικοί αλλά και απαιτητικοί, που ψάχνουν με τις ώρες για τα βρουν καλό κρέας σε καλή τιμή. Πολλοί έχουν μαζί τους τα εγγονάκια τους για να τους μάθουν τα μυστικά της αγοράς. Οι γυναίκες πάλι είναι φωνακλούδες και τσαούσες. «Σου είπα, παιδάκι μου, να βάλεις την άλλη μπριζόλα, όχι αυτή με το κόκαλο. Δεν καταλαβαίνεις;» φωνάζει έξαλλη μια πελάτισσα, ίδια η Βίκυ Σταυροπούλου. «Εγώ καταλαβαίνει, κυρία, αυτό λαιμός, ντεν έχει κόκαλο» προσπαθεί να την ικανοποιήσει ο δύστυχος υπάλληλος. «Αυτό το κρέας να το φας εσύ! Άσ’ το, μετάνιωσα, δεν θα πάρω τίποτα» λέει και φεύγει φουριόζα ενώ ο υπάλληλος τη βρίζει σε μια άγνωστη γλώσσα. «Πού είναι ο πρόεδρος;» ρωτάω. Μου δείχνουν και κατευθυνόμαστε προς τα εκεί..
«Γκραν γκινιόλ!» ψιθυρίζει ο Τσαντίλης ενώ διασχίζουμε το δρόμο με τα τσιγκέλια. «Ε, μπορείς να το πεις και Φράνσις Μπέικον» του απαντάω για να δώσω μια νότα καλλιτεχνίας. Προσπαθεί να τραβήξει φωτογραφίες, τον σπρώχνουν, εκεί που πάει να πατήσει το κλικ μπαίνει στο κάδρο κάποιος άσχετος, κάποια στιγμή ένας χασάπης του βάζει τις φωνές. «Ζητήσατε την άδειά μας για να μας φωτογραφήσετε, κύριε;» του λέει τσαμπουκαλεμένος. Ο Τάκης τα παίρνει στο κρανίο. «Διαφήμιση σας κάνουμε, κύριε, δεν φωτογραφήσαμε τα μυστικά του κράτους!» «Ναι αλλά δεν ζητήσατε άδεια για να μας βγάλετε!» «Χρυσέ μου άνθρωπε, δεν βλέπεις ότι είμαστε δημοσογράφοι; Θα μας τρελάνεις; Όταν έρχονται τα κανάλια και τραβάνε γιατί ποζάρετε;» «Χωρίς άδεια μόνο μαϊμούδες φωτογραφίζουνε» λέει αυτός και δίνει μια με τον μπαλτά πάνω στο ξύλο που κόβουν το κρέας. «Έχετε δίκιο» πετάγομαι εγώ γιατί φοβάμαι τα χειρότερα. «Να σβήσουμε τη φωτογραφία, αν σας ενοχλεί τόσο πολύ». Ηρεμεί αμέσως. Τραβάω τον Τάκη και πάμε να συναντήσουμε τον πρόεδρο.
Ο Κλεάνθης Τσιρώνης, ο πρόεδρος των κρεοπωλών της Βαρβακείου, έχει τα νεύρα του. «Πρόεδρε, πώς τα βλέπεις τα πράγματα φέτος;» τον ρωτάω. «Μαύρα και άραχλα! Ζούμε με την αγωνία. Θα έχουν λεφτά, δεν θα έχουν;» «Οι τιμές πάντως είναι καλές. Δουλειά υπάρχει;» «Ψιλολόγια... Ψιλολόγια...» «Κάτι ακούστηκε για τα αρνιά, ότι πεθάνανε πολλά από αφθώδη πυρετό». Γίνεται μπαρούτι. «Αυτά τα λέτε εσείς οι δημοσιογράφοι! Ξέρεις τι είναι ο αφθώδης πυρετός; Μια γριπούλα είναι. Εσύ όταν έχεις γρίπη πεθαίνεις; Δεν έχουν καμιά αρρώστια τα αρνιά. Η τσέπη του κόσμου έχει πάθει γρίπη» λέει και απομακρύνεται.
Βλέπουμε ένα νόστιμο χασαπάκι και ο Τάκης αρχίζει να τον φωτογραφίζει. Είναι Αιγύπτιος, αθώο παιδί, με υπέροχα μπλε μάτια. Στέκεται ντροπαλός μπροστά στην κάμερα, οι χασάπηδες κάνουν κύκλο γύρω του. «Άντε, Χασάν» του φωνάζει ένας, «θα γίνεις σταρ του Χόλιγουντ!» «Ξέρεις τι σώμα έχει; Όλο γραμμώσεις» μου λέει συνωμοτικά ένας άλλος. «Αυτόν να τον γδύσετε και να τον φωτογραφήσετε, θα βγάλετε πολλά λεφτά!» Από το μαγαζί βγαίνει ο ιδιοκτήτης. «Θανάση!» λέει στον Χασάν, «πήγαινε μέσα γρήγορα!» Και έπειτα σε εμάς: «Εδώ δουλεύουμε, κύριοι, πουλάμε κρέας, δεν κάνουμε καλλιστεία!». Όλοι γελάνε.
«Παρακαλώ, παρακαλώ!», «Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω», «Συκωταρίτσες για γαρδούμπες», «Αρνάκια ντόπια γάλακτος», «Πάρε-πάρε-πάρε» Το κεφάλι μας έχει γίνει καζάνι από τις φωνές, τα μαχαίρια ανεβοκατεβαίνουν πάνω στους πάγκους, γριές μας σπρώχνουν, υπάλληλοι μας τραβάνε από το χέρι, ένας κύριος με το αρνάκι στον ώμο προχωράει και φωνάζει «Λερώνει-λερώνει». Τον ακολουθεί ένας πιτσιρικάς με νάιλον τσάντα γεμάτη με άντερα και συκωταρίτσες. Έχουμε κουραστεί πια, έχουμε περάσει και τα τελευταία χασάπικα. «Μια στιγμή» λέω του Τάκη και μπαίνω στο οινομαγειρείον Ήπειρος, από το 1898. «Μεγάλο Σάββατο θα είστε ανοιχτά;» ρωτάω τη Ράνια Καρατζένη. «Είναι δυνατόν να μην είμαστε ανοιχτά για να προσφέρουμε τη διάσημη μαγειρίτσα μας; Παραδοσιακά θα είμαστε εδώ από το πρωί, για όσους θέλουν να πάρουν πακέτο για το σπίτι, και μετά την Ανάσταση πάλι εδώ, με το κοκορέτσι μας, το ψητό αρνί και όλα τα καλά. Μπορείτε να μας βρείτε και στο Facebook. Για τους αναγνώστες της Athens Voice θα υπάρχει σπέσιαλ περιποίηση».
Κουρασμένοι καταλήγουμε στον Κρίνο και παραγγέλνουμε λουκουμάδες. «Δεν θα ξαναφάω κρέας!» δηλώνει ο Τάκης. «Ναι, καλά, μόλις δεις καμιά ξεροψημένη πετσούλα, μόλις μυρίσεις ψητά παϊδάκια ή χοιρινά μπριζολάκια με το λιπάκι τους, τα ξαναλέμε» του απαντάω. Γιατί έτσι είναι όλα τα πράγματα στη ζωή, στη δουλειά, ακόμα και στον έρωτα. Θέλουν το χρόνο τους, το αλατάκι τους, το πιπεράκι τους, το ωραίο τους μαγείρεμα κι αμέσως αποκτούν άλλο νόημα. Γίνονται νόστιμα και γευστικά. Και με αυτές τις φιλοσοφικές σκέψεις σας αφήνω γιατί η μαγειρίτσα της μαμάς μού έσπασε τη μύτη. Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα!
Info: H Bαρβάκειος αγορά θα είναι ανοιχτή όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα από τις 8 το πρωί ως τις 6 το απόγευμα.
Το οινομαγειρείον ΗΠΕΙΡΟΣ θα είναι ανοιχτό το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά την Ανάσταση και την Κυριακή του Πάσχα.
Φωτογραφίες: ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΙΛΗΣ