- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Μια νύχτα Σαββάτου που η βροχή συνωμοτούσε για να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη σε ωκεανό, όμως της έλειπαν 18 εκατομμύρια τόνοι νερού -ψιλόβροχο κοινώς- πέρασα την πόρτα του «Ιπποπόταμου», στέκι κοσμικών πίσω από τη Ροτόντα. Με το «κοσμικών» μην πάει ο νους σου στο κακό, σε φωτογενείς αντιδημάρχους δηλαδή με περιβαλλοντολογικές ανησυχίες ή υπέργηρα κορίτσια που ποζάρουν για τις κοινωνικές σελίδες επαρχιωτοglossy τοπικών περιοδικών - υπάρχουν ακόμα τέτοια εδώ πάνω. Ούτε σε φανφαρόνους φιλότεχνους που γνωρίζουν λίστες από καλά μερλώ μα ούτε έναν στίχο μπορούν να σου απαγγείλουν από τον Τζον Κούπερ Κλαρκ.
Οι κοσμικοί του «Ιπποπόταμου» κρέμονται στα κάδρα επί των τοίχων: η Γιόκο με γούνα, ο Λένον με αμπέχονο, ο Μπόουι με ρεπούμπλικα κι ο Πολ Σάιμον με μούσι σαν παπάς, σε ένα ενσταντανέ τρακάρισμα που τους συνέβη μια νύχτα των νεοϋορκέζικων 70s. Ο Ίγκι με την κορμάρα του γυμνή -τι περίεργα σφιχτός, λες και κάνει ποδήλατο ή τζόκινγκ επί της Νέας Παραλίας, όπως προστάζει η τάση- και οι Libertines με κάτι παλιοπέτσινα μπουφάν και μάτια απλανή σαν χρυσόψαρων που έχασαν τον δρόμο. Είναι τόσο εύκολο να χαθείς ακόμα κι αν η ζωή σου κυλά μέσα σε γυάλα, μελαγχόλησα κοιτάζοντάς τους.
Λίγες ώρες πριν, στο τηλέφωνο, ο Γιάννης Μπ. μου πρότεινε να περάσουμε παρέα το σαββατόβραδο, «να δεις και το καινούργιο μου στέκι». Ήθελα να του πω πως αποφεύγω τα σουλάτσα του Σαββάτου, που η πόλη είναι τέρμα στον αγχωμένο συνωστισμό, πως οι καλές μου μέρες είναι οι ανταριασμένες Τρίτες και οι άκαμπτες Πέμπτες, όμως τον ντράπηκα. Του τρέφω, βλέπεις, μεγάλη εκτίμηση και αδυναμία: είναι ένας άνθρωπος γλυκός και ευγενής, ένας σαλτανατζής δανδής που η γενναιοδωρία του δεν ψελλίζει, αλλά βοά. Χάρη στο «artHouse» που έφτιαξε στα 90s, στον Μύλο, και μέχρι τα μέσα 00s λαμποκοπούσε στη Βογατσικού, και σε αυτόν προσωπικά, είχα τη χαρά να σφίξω το χέρι του Τζάρβις και του Bonobo, να κάτσω στο booth δίπλα στον Άντι Σμιθ των Portishead που άλλαζε δίσκους, να μου υπογράψει ο Πίτερ Χουκ το «Thieves Like Us» των New Order.
Έτσι πέρασα την πόρτα του «Ιπποπόταμου», τη νέα κιβωτό του στη Ροτόντα, όπου περισυνέλεξε φίνα κομοδίνα και σκρίνια από το Μπιτ Παζάρ, φυτίλιασε με ωραία φώτα και παλιά ηλεκτρόφωνα το μπαρ, και το νέο διαδόθηκε σε μια νύχτα. Φίσκα από νέα παιδιά, μουσικούς ωδείων και καλλοτεχνίτισσες, φοιτηταριό από την αρχιτεκτονική και φιλοσοφικάριες, ένα βοερό μπουκέτο ψυχών από τον κήπο της άλλης πόλης, έπιναν και συζητούσαν με χειρονομίες, αγγίζονταν στοργικά. «Η περιοχή της Ροτόντας είναι αγνή και στα πάνω της», όπως λέτε κι εσείς στα περιοδικά, λέει ο Γιάννης, που γνωρίζει όσο κανένας άλλος τη μυστική γεωγραφία της Θεσσαλονίκης. «The ultimate urban cool», τον διορθώνω στο πιο χιπστερικό και υστεριάζουμε από τα γέλια. Αλλά έτσι είναι. Δεκάδες μπαρ, pizza corners, ταβερνεία, φωτοτυπάδικα, καφενεία και handmade κοσμηματοπωλεία ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια, μια γειτονιά μποέμικη αλλά και αντιφατική. Την ίδια στιγμή που δυο παιδιά φιλιούνται ξέσαλλα στα παγκάκια τρεις γριές σταυροκοπιούνται μπροστά από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη.
«Μπαγασάκο, σε έπιασα», κουρντίζω τον Γιάννη καθώς το μάτι μου σκαλώνει σε ένα άλλο κάδρο με τον Λου Ριντ. «Βρήκες το κόλπο να αναπαλαιώνεις τις παλιές, λησμονημένες επιθυμίες μας, τότε που θέλαμε όλοι να γίνουμε ποιητές και να ζήσουμε μετεωριζόμενοι ανάμεσα σε όνειρα, κεράσματα, ύπνο και ξύπνιο, δημιουργικότητα και λαχτάρα, να κάνουμε ξεκάρφωτες τρέλες αναμοχλεύοντας καθημερινά πάθη από το καζάνι της νεότητας. Μοιάζει εδώ να βρίσκομαι σαν στο δωμάτιο του πρωταγωνιστή του Τζάρμους από το “Μόνο οι εραστές θα μείνουν ζωντανοί”». Γελάει! «Φτιάχνεις περιοδικό, φτιάχνω μπαρ, μας διαβάζουν και συχνάζουν άνθρωποι σαν εμάς παλιά, δεν σταματάει ποτέ το παιχνίδι της πόλης, τα μαύρα γυαλιά ξαναγίνονται σωσίβιο σωτηρίας για να μην πνιγούμε σε αυτή τη θάλασσα από κόκκινες ταμπλέτες, πορτοκαλιά smartphones και ροζ ρολόγια».
Κρασί και αμπελοφιλοσοφία, χαμπάρι δεν πήρα πότε μπήκε Κυριακή. Έξω έβρεχε ακόμα, ψιλόβροχο όμως, έλειπαν 18 εκατομμύρια τόνοι νερού για να γίνει η Θεσσαλονίκη ωκεανός, όμως ένιωθα οκέι, μπορούσα πάλι να προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον, κάτι που με την κρίση δεν συμβαίνει πια με τους ανθρώπους τακτικά, ήμουν ευτυχισμένος.