5 αναπτήρες για 1 ευρώ, πλαστικά κομπολόγια 1 ευρώ, σφουγαράκια wettex 1 ευρώ η συσκευασία. Βρίσκει ένα σημείο στο έμπα της λαϊκής και στέκεται, μετά πάει λίγο παρακάτω. Προτιμότερο από ένα ένα πανί κατάχαμα, έτσι δίνεις λιγότερο στόχο. Έχει μάθει να λέει «πάρετε, πάρετε», σηκώνοντας ψηλά την πραμάτεια. Να χαμογελάει. Αυτά τον δυσκόλεψαν μια και όλη η προηγούμενη εκπαίδευσή του ήταν αφιερωμένη στο να περνάει απαρατήρητος.
Στα δώδεκα, ο πατέρας τον πήρε από τις κατσίκες και τον έστειλε στο τοπικό θρησκευτικό σχολείο, το μαντράς. Εδώ, δεν μιλούσες αν δεν σου απηύθυναν το λόγο και ασφαλώς δεν σήκωνες ποτέ το χέρι, σε καμία περίσταση. Θα ήταν ασέβεια – το αντίθετο από εκείνο που είχε πάει να διδαχτεί. Εδώ θα ζούσε, θα μορφωνόταν και θα μάθαινε πώς να προστατεύει το Ισλάμ από τους ξένους που είχαν έρθει και το επιβουλεύονταν. Η μητρική γλώσσα είναι τα ουρντού, όμως το Κοράνι το αποστήθιζαν στα αραβικά.
Ενάμιση χρόνο αργότερα ζήτησαν εθελοντές για «υψηλότερη» εκπαίδευση στο Πακιστάν, στην άλλη μεριά των συνόρων. Ο πατέρας και οι θείοι του συμφώνησαν μεταξύ τους πως αυτή ήταν η ευκαιρία να διαλέξει μια ζωή πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που του είχε δοθεί. Στο καινούργιο σχολείο έκαναν καθημερινά πολλή γυμναστική, κουβαλούσαν βαριά δέματα μες στον ήλιο. Δεν είχε πια σχεδόν καμία επαφή με την οικογένεια στο χωριό, όμως μάθαινε πράγματα που εκείνοι ούτε είχαν ονειρευτεί. Για παράδειγμα ότι ο δείκτης του δεξιού χεριού ήταν ο Shahadat, ο Μάρτυρας, το δάκτυλο του Αλλάχ. Όπως στην προσευχή «Ένας είναι ο Θεός και ο Μωάμεθ ο προφήτης Αυτού», που λέγεται με τον αντίχειρα και τον μεσαίο να σχηματίζουν κύκλο, και όλα τα δάχτυλα κλεισμένα ελαφρά σε γροθιά, εκτός από το δείκτη. Αυτό ήταν το δάχτυλο, είχε προσθέσει ο δάσκαλος, που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν στο τζάκετ με τα εκρηκτικά για να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον Παράδεισο. Τα μεγαλύτερα από αυτόν αγόρια μιλούσαν με ενθουσιασμό για την αποστολή, δεν έβλεπαν την ώρα.
Η πρώτη και τελευταία δική του αποστολή έγινε βράδυ. Ένα φορτηγό άφησε δυο αγόρια ένα χιλιόμετρο έξω από μια αμερικανική βάση στην Καμπούλ. Στα εκατό μέτρα, ένας Αφγανός στρατιώτης τούς σταμάτησε απροειδοποίητα στη μέση του δρόμου και τους έγδυσε από τη μέση και πάνω, όλο αυτό χωρίς ούτε μια λέξη. Τους συνέλαβαν. Αργότερα, στο κέντρο κράτησης ανηλίκων στην Kandahar, ήρθε ένα μήνυμα από τον πατέρα του: «Ίσως την επόμενη φορά».
Για τα επόμενα δυο χρόνια που πέρασε στο κέντρο κράτησης ανηλίκων παρηγοριόταν με τη σκέψη πως, σε σχέση με τους άλλους εκεί μέσα, αυτός ανήκε σε ένα είδος ελίτ. Αυτός δεν ήταν ένας κοινός κλεφτοκοτάς ούτε κανένα πιτσιρίκι σεξουαλικά κακοποιημένο από τα μεγαλύτερα παιδιά. Αυτός ήταν ένας jihadi που είχε δεχτεί να κάνει όπλο το ίδιο του το σώμα. Παραδόξως, όμως, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, έχανε σιγά-σιγά κάθε βεβαιότητα για το ποια ήταν η θέση του στον κόσμο. Ο Αλλάχ δεν του είχε επιτρέψει να πεθάνει γι’ Αυτόν, και στο χωριό δεν γινόταν πια να γυρίσει...
Η πρόταση του έγινε μέσω των διασυνδέσεων που είχε το κέντρο με τη Unicef. Διάλεξε διά της εις άτοπον απαγωγής, μια χώρα της Δύσης, την Ιταλία. Μετά τον ορυμαγδό και τη λευκή σκόνη της Καμπούλ τη φανταζόταν ήσυχη και ακίνητη, φτιαγμένη ολόκληρη από μάρμαρο. Όμως το ταξίδι δεν πήγε όπως είχε προγραμματιστεί. Κατάφερε να φτάσει μέχρι την Αθήνα και να βρει μια «δουλειά», μικροπωλητής.
Χαμογελάει πλατιά, παραμένει γενναίος. Η ιστορία του είναι μόλις και μετά βίας διακριτή στο βλέμμα που θαρραλέα εξαπολύει επάνω σου, λέγοντας «πάρετε, πάρετε». Όλα όσα έχουν προηγηθεί, εκλείπονται από την ορμή και τη φρεσκάδα των δεκαεπτά του χρόνων.