Παρά τη συνταγματική εξασφάλιση του κοσμικού κράτους, της laïcité, η γαλλική πολιτική εμπνέεται από τις ίδιες αρχές της πολυπολιτισμικότητας που αμφισβητούνται, μετά από τριάντα χρόνια καλών αισθημάτων, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εκτός από τη Mαρίν λε Πεν, η οποία έχει άδικο σχεδόν σε όλα, αλλά έχει δίκιο ως προς την απειλή που εγείρει το Ισλάμ στη γαλλική laïcité και την κοινωνική συνοχή, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί επιδίδονται είτε σε άρνηση (υπό την έννοια της denial), είτε σε κατευνασμό του Ισλάμ. Ωστόσο, πρόκειται περί πολιτικού σχεδίου που περιλαμβάνει σκοταδισμό, προσηλυτισμό, πόλεμο, βία. Λιγοστοί είναι οι σημερινοί «διανοούμενοι» που αναγνωρίζουν την ισλαμική επιθετικότητα (o Claude Lévi-Strauss ήταν ένας από αυτούς τους λιγοστούς): οι ελίτ έχουν τυφλωθεί από τον δικό τους «αντιρατσιστικό» φανατισμό.
Ο κατευνασμός του Ισλάμ βασίζεται στην ιδέα της «αναχαίτισης», πλην όμως, με ειρηνικά και διπλωματικά μέσα – αντιθέτως προς την πολιτική αναχαίτισης του κομμουνισμού στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το επιχείρημα είναι ότι η ανοιχτή εχθρότητα προς το Ισλάμ θα οδηγήσει περισσότερους μουσουλμάνους στην αγκαλιά των εξτρεμιστών – και αντί να αναχαιτιστεί η μετανάστευση, η εγκατάσταση και η ανάπτυξη του μουσουλμανικού κοινοτισμού στις δυτικές χώρες, παραχωρούνται όλο και περισσότερες διευκολύνσεις για την άσκηση της μουσουλμανικής πίστης. Αυτές οι διευκολύνσεις αποτελούν συνταγματικές και νομικές υποχωρήσεις οι οποίες συντελούν στον εγκλεισμό των μουσουλμανικών ομάδων σε απομονωμένες κοινότητες. Έτσι εντείνονται η δυσπιστία και η εχθρότητα, η κοινωνία κατατεμαχίζεται και ο νόμος αποκτά όλο και περισσότερες εξαιρέσεις – με αποτέλεσμα να γίνεται προαιρετικός. Όταν οι νόμοι γίνονται «προαιρετικοί» δεν μπορεί να προκύψει τίποτα καλό: ο νόμος είναι νόμος όταν ισχύει γενικά και απαραβίαστα.
Μετά τις «εξεγέρσεις» των μουσουλμάνων νεαρών στα παρισινά προάστια το φθινόπωρο του 2005, η γαλλική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε την ενίσχυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των συναφών ομάδων, οι οποίες στρατολογούν στο Ισλάμ νέους που ζουν στα συγκροτήματα λαϊκών πολυκατοικιών, ενώ, παραλλήλως, τους προσφέρουν κοινωνική βοήθεια και δικτύωση. Η ισλαμική, ισλαμοφιλική και αριστερή προπαγάνδα περιγράφει αυτά τα διαβόητα παρισινά προάστια σαν μια κόλαση: ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, πρόκειται για οργανωμένους δήμους από τους οποίους το μόνο που λείπει είναι η παρισινή γοητεία, η εντός των τειχών ατμόσφαιρα – σ’ αυτή την απουσία προστίθεται η ψυχολογία «εκτός των τειχών», μια αίσθηση απομόνωσης σχετικά με το Παρίσι. Κατά τα άλλα, η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη θα ήταν ευτυχής να ζει στο Gennevilliers, στο Montrouge, στο Aubervilliers ή στο Sarcelles. Aν η ποιότητα της ζωής επιδεινώνεται σ’ αυτά τα προάστια ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες στην ισλαμική παρουσία που απομακρύνει τα παιδιά από το λαϊκό σχολείο και τη ζωή του πολίτη, διαπαιδαγωγεί όπως διαπαιδαγωγεί τις γυναίκες και υποβάλλει τους πληθυσμούς σε πλύση εγκεφάλου.
Ίσως δεν είναι άτοπη η σύγκριση της στάσης του mainstream των μουσουλμάνων με εκείνη της στάσης της διεθνούς αριστεράς μπροστά στα εγκλήματα της παράταξής τους. Μολονότι δεν ταυτίζονταν όλοι οι κομμουνιστές και οι αριστεροί με τον σταλινισμό και γενικότερα με τις «παραμορφώσεις» των κομμουνιστικών κομμάτων και του υπαρκτού σοσιαλισμού, προσπαθούσαν είτε να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα, είτε να τα αποκρύψουν. Οι κομμουνιστές, αν και θεωρούσαν ότι τα περισσότερα ήταν ψέματα της δυτικής προπαγάνδας, υποπτεύονταν, σιωπηρά, ότι υπήρχαν μεταξύ τους κάποιοι «εξτρεμιστές»: έτσι περίπου βλέπουν οι μουσουλμάνοι την άνοδο των τζιχαντιστών – αλλά δεν παύουν να τους αναγνωρίζουν ως «δικούς τους», με παρόμοια ηθική και λογική όπως εκείνες των κομμουνιστών. Οι αντιδράσεις των μουσουλμανικών οργανώσεων στην πολύνεκρη επίθεση των ισλαμιστών στα γραφεία του περιοδικού Charlie Hebdo στις 7 Ιανουαρίου 2015 επιβεβαιώνουν τις «dual loyalties», την ιδεολογική αμφισημία και το «ναι μεν αλλά...» που εμποδίζει την αποδοχή και τη συνεργασία. Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τη δράση και τις δηλώσεις των ιμάμηδων στη Γαλλία (π.χ. του Χασσέν Χαλγκουμί που θεωρείται μάλιστα «μεταρρυθμιστής» και υπέρ του διαλόγου) για να διαπιστώσει αυτόν το διχασμό, που, συχνότατα, δεν είναι παρά συγκεκαλυμμένη δικαιολόγηση του ισλαμικού εξτρεμισμού. (Παρόμοια ήταν η δήλωση του μουσουλμάνου εκπροσώπου στην Ελλάδα: «καταδικάζουμε μεν, δεν επιτρέπεται να προσβάλλουμε τον Μωάμεθ δε...» Λες και ο ισλαμικός νόμος μάς αφορά όλους...)
Οι γαλλικές κυβερνήσεις, τόσο του UMP, όσο και των Σοσιαλιστών, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν την εύνοια και να εξαλείψουν τις πιθανότητες περαιτέρω επιθέσεων, αγνοούν τον πρώτο κανόνα της αντιτρομοκρατικής δράσης: ποτέ μη δείχνεις αδυναμία. Ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία είναι η απόλυτη συνέπεια και ηθική ακεραιότητα, η οποία, με τη σειρά της, πρέπει να προκύπτει από τη δύναμη της πίστης στις αξίες που υπερασπίζεται. Αντιθέτως, η Γαλλία, όπως και η Βρετανία, επιδεικνύει αδυναμία και ανικανότητα (συμφωνούμε όλοι στο ότι οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες έχουν αποδειχθεί άχρηστες) συνεχίζοντας τη μακρά και άδοξη ιστορία κατευνασμού της τρομοκρατίας, μια συμπεριφορά που έχει εδραιωθεί από το διοικητικό δόγμα της πολυπολιτισμικότητας.
Η πολυπολιτισμικότητα κατέστησε σχεδόν αδύνατη ακόμη και την παραδοχή ότι το πρόβλημα είναι ριζωμένο στη θρησκεία μιας συγκεκριμένης μειονότητας που ασκεί, ταυτοχρόνως, δημογραφική πίεση. Ο ένθερμος εναγκαλισμός της «κουλτούρας-θύματος» σημαίνει ότι αυτή η μειονότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, ως θύμα της πλειοψηφίας και ότι τα παράπονά της είναι η αιτία της τρομοκρατίας. Ταυτοχρόνως, η μουσουλμανική μειονότητα αποκηρύσσει, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, όπως είπα, την τρομοκρατία διασύροντας όποιον τολμά να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της. Έτσι, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με οργανωμένες ομάδες που ισχυρίζονται ότι η τρομοκρατία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της θρησκείας τους, αλλά που, στη συνέχεια, δικαιολογούν όχι μόνον τις πράξεις βαρβαρότητας αλλά και το καθημερινό μίσος εναντίον των «απίστων». Αυτό δεν σημαίνει πως λείπουν οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι: ανάμεσά τους, ο Aμερικανός λόγιος Χάμζα Γιουσούφ προτείνει στους μουσουλμάνους «που μισούν τη Δύση» να μεταναστεύσουν σε κάποια μουσουλμανική χώρα. Αν τολμούσε να το ξεστομίσει αυτό ένας δυτικός θα ξεσπούσε πόλεμος.
Η συνάντηση του θρησκευτικού φανατισμού με την πολυπολιτισμική ιδεολογία της θυματοποίησης-θυματολογίας έχει παραλύσει τους γαλλικούς θεσμούς. Η άρνηση να παραδεχτούμε τον θρησκευτικό χαρακτήρα της απειλής σημαίνει ότι όχι μόνο παραλείπουμε να λάβουμε τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε, αλλά, ακόμα χειρότερα, ότι παρέχουμε στους ιδεολόγους ισλαμιστές ένα ισχυρό βήμα για τη διάδοση αντι-δυτικών αντι-κοσμικών απόψεων. Πρόκειται, δυστυχώς για όλους μας, περί πολέμου θρησκευτικής ιδεολογίας: οι ιδέες του σκοταδισμού εξαπλώνονται σε ένα ιστορικό συνεχές θρησκευτικής σκέψης που παροτρύνει στη βία, η οποία, στα δυτικά μάτια, πηγάζει πάντοτε από ορθολογικά παράπονα. Με λίγα λόγια, δεν κατανοούμε ούτε την ψυχοπαθολογία των θρησκευτικών συσπειρώσεων, ούτε την πολιτισμική δυναμική του θρησκευτικού φανατισμού, ο οποίος ελάχιστα σχετίζεται με την αντικειμενική πραγματικότητα. Τροφοδοτείται από τη μυθολογία, τη φαντασία, την προπαγάνδα και τον διάλογο με θεούς και προφήτες.
Η γενναιόδωρη επιθυμία για «κατανόηση» καθώς και η ανησυχία μήπως κριθούν ισλαμοφοβικοί εμπόδισαν τους Γάλλους–όπως, θα επαναλάβω, όλους τους δυτικούς– από το να αναγνωρίσουν και να προλάβουν την έκρηξη της ισλαμικής βίας. Η γραμμή ανάμεσα στο «μετριοπαθές» και στο εξτρεμιστικό Ισλάμ είναι θολή και δεν πρέπει να συγκρίνεται με τη γραμμή ανάμεσα στους εκκοσμικευμένους χριστιανούς και τους φανατικούς χριστιανοφασίστες (που είναι, κυρίως, μια αμερικανική ποικιλία). Για παράδειγμα, ο «μετριοπαθής» Νταλίλ Μπουμπακέρ, διευθυντής του Μεγάλου Τζαμιού του Παρισιού και πρόεδρος του Γαλλικού Συμβουλίου Μουσουλμανικής Πίστης από το 2003 μέχρι το 2008, αντιτάχθηκε το 1996 στην επίσκεψη του Σαλμάν Ρούσντι στη Γαλλία και επιτέθηκε εναντίον της δανέζικης εφημερίδας Jyllands-Posten όταν, το 2005, δημοσίευσε γελοιογραφίες του Μωάμεθ. Ο κατάλογος τέτοιων επεισοδίων είναι μακρύς.
Οι επαναλαμβανόμενες ταραχές στη Γαλλία, καθώς και η άνοδος της εγκληματικότητας εκ μέρους των νεαρών μουσουλμάνων, αποδίδονται κάθε φορά στη φτώχεια, στην ανεργία και τις διακρίσεις που υφίστανται οι «κοινωνικά αποξενωμένοι νεαροί». Όσοι προειδοποιούν για την άνοδο του ισλαμισμού στη Γαλλία θεωρούνται εκφραστές μιας ιδιαιτέρως επικίνδυνης μορφής συντηρητικής σκέψης, που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως σε όλον τον κόσμο μέσω, για παράδειγμα, του ρωσικού ρατσισμού, του δημαγωγικού εθνικιστικού ινδουισμού, της επιλεγόμενης γαλατικής εξαίρεσης ή του αμερικανικού, χριστιανικού φονταμενταλισμού.
Πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία: αυτή η στενοκεφαλιά οξύνει τα πολιτικά πάθη, ενθαρρύνει τη βία εκ μέρους των λευκών ρατσιστών και δαιμονοποιεί ολόκληρη τη μουσουλμανική κοινότητα. Υπάρχει κίνδυνος δαιμονοποίησης: οι μουσουλμάνοι μπορούν να τον αντιμετωπίσουν διαχωρίζοντας με σαφήνεια και χωρίς επιφυλάξεις τη θέση τους έναντι του ισλαμισμού. Ελάχιστοι μπαίνουν σ’ αυτόν τον κόπο, κυρίως επειδή φοβούνται τον εξοστρακισμό ή και τη βία από την ίδια τους την κοινότητα. Ο ισλαμισμός, ως πολιτική ιδεολογία και πρόγραμμα, είναι κυρίαρχος στο εσωτερικό των μουσουλμανικών κοινοτήτων και υποστηρίζεται από ισχυρές μουσουλμανικές χώρες (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) και ισλαμικές θρησκευτικές αρχές, που διαδίδουν εξτρεμιστικά μηνύματα θρησκευτικού και πολιτικού φανατισμού. Αυτός ο φανατισμός δεν αφορά μόνο τις μουσουλμανικές χώρες, αλλά κατευθύνεται εναντίον της Δύσης – όχι επειδή κάποτε ήταν αποικιοκρατική, ούτε επειδή δεν μπορεί και δεν θέλει να επιλύσει το παλαιστινιακό πρόβλημα, ούτε καν εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής της πολιτικής αυτής καθεαυτής. Ο θρησκευτικός φανατισμός και ο ουτοπισμός του Ισλαμικού Κράτους τροφοδοτούνται από το αρχέγονο μίσος για τη Δύση, από τον φθόνο κι από τα οράματα κατάκτησης.