- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Ο Σταμάτης έγινε Σωκράτης
Ο Σ.Κραουνάκης παρουσιάζει την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη
Οδός Σωφρονίσκου λεγόταν ο δρόμος που μέναμε παρέα, εγώ, ο Γιώργος Ευσταθίου, ο Κώστας Κάτσουλας και αργότερα ο Γιώργος Χρονάς. Ήταν ένα δρομάκι κάθετο στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Δίπλα ήταν η οδός Φαιναρέτης. Ο Σωφρονίσκος και η Φαιναρέτη ήσαν οι γονείς του Σωκράτη.
Τη μακρινή δεκαετία του ’80 από αυτό το σπίτι περνούσαν κάθε μέρα ποιητές, φαντάροι, συγγραφείς, ηθοποιοί, συνθέτες και τραγουδιστές. Συναντιόμασταν, μιλούσαμε, κλαίγαμε και γελούσαμε, μα πιο πολύ απ’ όλα ακούγαμε τα λόγια των δασκάλων. Δεν είχαμε υπολογιστές για να κατεβάζουμε τζάμπα την πνευματική δουλειά των άλλων, αγοράζαμε τα βιβλία και τους δίσκους μας (άντε να κλέβαμε και κάποιο), δεν κάναμε αιτήματα φιλίας γιατί είχαμε φίλους, ακόμα και οι τσόντες με τον Κώστα Γκουζγκούνη και τα άλλα παιδιά ήταν σαν happening αν τις συγκρίνεις με τον οχετό του διαδικτύου. Διαβάζαμε πολύ, γράφαμε σε μπλοκ και όχι σε μπλογκ και κάναμε ομηρικούς καβγάδες για το αν έπρεπε ο Φρανκ Σινάτρα να τραγουδήσει στο Ηρώδειο ή ο Μάνος Χατζιδάκις να παρουσιάσει τον Γιάννη Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Οδός Σωφρονίσκου 11, λοιπόν. Εδώ συναντιόμασταν με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Είχε προηγηθεί η επεισοδιακή μας συγκατοίκηση για ένα χρόνο. Σ’ ένα σαράβαλο στην οδό Βεΐκου που το λέγαμε «Σαράι». Τώρα ερχόταν σ’ αυτό το σπίτι και μας μετέφερε τη μαγεία από τις πρόβες στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Δίδασκε εκεί τα Χορικά απ’ τον «Οιδίποδα» και δεν ήταν παραπάνω από 25 χρονών, όπως και όλοι μας. Σ’ αυτό το σπίτι, όταν έβγαλε το δίσκο «Σαριμπιντάμ θα πει τρελαίνομαι», οργανώσαμε το γύρισμα του video clip και μετά φωτογραφηθήκαμε έξω, στα σκαλιά. «Το καλοκαίρι θα ’ρθει, στην ταράτσα του Vox, η Μελίνα θα παίζει τη Στέλλα…» ακούγαμε δυνατά στο πικάπ και ελπίζαμε ο ήχος να φτάσει δυο δρόμους παρακάτω που ήταν το σπίτι του Μιχάλη Κακογιάννη. Σ’ αυτό το σπίτι παρέα με τον Γιώργο Μαρίνο και τη Λίνα Νικολακοπούλου ακούσαμε για πρώτη φορά το δίσκο «Μόνον άντρες». Μουσική είχε γράψει ο Σταμάτης και στίχους η Λίνα, ο Ευσταθίου κι εγώ. Όταν τελείωσε η ακρόαση, ενθουσιασμένοι βγήκαμε έξω, πήραμε το δρόμο προς την Ακρόπολη, περάσαμε έξω από τη λεγόμενη «Φυλακή του Σωκράτη» και μετά ανεβήκαμε στην Πνύκα, εκεί που είχε δικαστεί. Καθίσαμε στα βραχάκια, βλέπαμε τον ήλιο να δύει και η Λίνα άρχισε να τραγουδάει: «Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες…».
Πέρασαν χρόνια. Φύγαμε από το σπίτι της Σωφρονίσκου, σκορπίσαμε σαν τα τρελά πουλιά. Μείναμε μόνοι μας, ο καθένας το πάλεψε όπως μπορούσε, άλλοι στάθηκαν τυχεροί και άλλοι γίνανε σταυροί, φτάσαμε ως τις μέρες μας, και σαν γενιά, σαν παρέα, σαν άνθρωποι που «αλλιώς το είχαν φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα τους προκύπτει», αισθανόμαστε την ανάγκη να μιλήσουμε, να απολογηθούμε για αυτά που πράξαμε και για αυτά που δεν πράξαμε. Στη γωνιά μάς περιμένει μια νεολαία έτοιμη να μας καταδικάσει. Κάπως έτσι νομίζω θα σκέφτηκε και ο Σταμάτης Κραουνάκης όταν διάλεξε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη. Όπως ο αρχαίος φιλόσοφος απολογήθηκε μπροστά στους δικαστές και τους μαθητές του για την κατηγορία ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, έτσι κι αυτός πήρε το κείμενο του Βάρναλη για να απολογηθεί μπροστά στους θαυμαστές και στους επικριτές του. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Κραουνάκη (τουλάχιστον μέχρι τώρα!) ότι διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς. Εδώ όμως σταματάει ο ρεαλισμός και αρχίζει ο ρόλος.
Το ίδιο το έργο δεν έχει ιδιαίτερο θεατρικό ενδιαφέρον. Μεταφέρει όμως πληροφορίες για τις ίντριγκες, τις λοβιτούρες, τα λαμόγια και τους πουλημένους πολιτικούς της αρχαίας Ελλάδας, που είναι συγκλονιστικές. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε! Ή, μάλλον, όλα έχουν αλλάξει και όλα έχουν μείνει ίδια. Ο «Σωκράτης» του Βάρναλη είναι πολιτικοποιημένος, καταγγέλλει και ρητορεύει σαν σύγχρονος κομμουνιστής. Ίσως γι’ αυτό το λόγο το βράδυ της πρεμιέρας ανάμεσα στους θεατές μπορούσε κανείς να διακρίνει εκπροσώπους όλων των αριστερών κομμάτων.
Από την άλλη, όμως, ο ποιητής Βάρναλης βάζει τον Σωκράτη του να ειρωνεύεται, να μιλάει για το κάλλος και την ασχήμια, να λέει παραμύθια, να υμνεί το καλοκαίρι και να προφητεύει τις μελλούμενες πολιτείες.
Ο Κραουνάκης διαβάζοντας το κείμενο κατάλαβε πως έπρεπε να του δώσει θεατρικό ενδιαφέρον και να ισορροπήσει ανάμεσα στο πολιτικό και στον ποιητικό. Το χώρισε λοιπόν σε ενότητες και πρόσθεσε Χορικά που εκτελεί η Σπείρα-Σπείρα μελοποιημένα έξοχα από τον Άρη Βλάχο. Με τη βοήθεια της Ναταλί Μινιώτη, έφτιαξε 8 άξονες γύρω από τους οποίους έχτισε το μονόλογό του.
«Έχεις τρακ;» τον ρώτησα πριν την πρεμιέρα. «Τρακ δεν έχω, αγωνία έχω αν θα θυμηθώ τα λόγια μου». Τα θυμήθηκε μια χαρά. Και σε αντίθεση με τον κραυγαλέο Κραουνάκη, τα είπε ήρεμα, γλυκά, με την απαραίτητη ειρωνική διάθεση που ταιριάζει στον αρχαίο φιλόσοφο.
Ο Κραουνάκης δεν είναι φιλόσοφος. Είναι όμως σοφόφιλος. Ψάχνει να μάθει την αλήθεια σε μια εποχή ψεύδους και απάτης. Και, όπως λέει η Ναταλί Μινιώτη, «σε μια εποχή που η διάδραση αντικαθιστά τη δράση, η διάσκεψη τη σκέψη, η διαταραχή την ταραχή και ο διάλογος τον λόγο, έρχεται να μας θυμίσει πως βασική προϋπόθεση για να υπάρξει επικοινωνία είναι η προσωπική ισορροπία του καθενός».
Τον παρακολουθώ να κινείται με απίστευτη ευελιξία, παρ’ όλα τα κιλά του, ανάμεσα στην Αθηνά Αφαλίδου, τον Χρήστο Γεροντίδη, την Αναστασία Εδέν, τον Τζέρομ Καλούτα, τον Σάκη Καραθανάση, τον Χρήστο Μουστάκα, τον Κώστα Μπουνιώτη, την Ελευθερία Σικινιώτη και τον Γιώργο Στιβανάκη, να ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του Ένκε Φεζολλάρι, να παίζει και να τραγουδά και, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, αναγνωρίζω την ίδια φλόγα που είχε τότε στην οδό Σωφρονίσκου.
Η παράσταση τελειώνει με το τραγούδι «Λέφτεροι πολίτες». Όλοι μας όρθιοι, χειροκροτάμε ρυθμικά. Βλέπω τον καλό μου φίλο κάθιδρο, κουρασμένο αλλά ευχαριστημένο, να υποκλίνεται μαζί με όλο το θίασο και να αποχωρεί.
Βγήκαμε κι εμείς στην είσοδο του Ιδρύματος Κακογιάννη να καπνίσουμε. Μιλήσαμε για λίγο με τον Γιώργο Πραπόπουλο, στο κομμωτήριο του οποίου πηγαίνει ο Σταμάτης για να κουρέψει τα μαλλιά και για να αλλάξει απόχρωση στα μούσια. Χαιρετήσαμε φίλους και γνωστούς, «να περπατήσουμε λίγο» είπα του Ευσταθίου. Τι το ήθελα; Στους δρόμους, στα παγκάκια, στις στάσεις των λεωφορείων, στα πεζοδρόμια, ξαπλωμένοι ζητιάνοι και αλήτες, κλοσάρ και άστεγοι, άντρες και γυναίκες, Έλληνες και ξένοι. Ροχάλιζαν, έτρωγαν, έκαναν μπάνιο με πλαστικά μπουκάλια νερό, ζητιάνευαν, έβριζαν τους περαστικούς. Η τσίκνα από τα σουβλάκια ανακατευόταν με την μπόχα από τα σκουπίδια και τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων. Και ξαφνικά στου Ψυρρή, στη Μιαούλη, το σκηνικό αλλάζει. Πρώτα ακούς μια βαβούρα και ύστερα βλέπεις αγόρια και κορίτσια σαν σαρδέλες ο ένας δίπλα στον άλλο, να καπνίζουν ναργιλέδες και να πίνουν ρακόμελα. Μιλιούνια από νέους, ντίρλα από το ποτό να φωνάζουν, να γελάνε, να τραγουδάνε μεθυσμένοι. Μια χλαπαταγή και μια βαβούρα σαν να βρισκόμαστε σε ανατολίτικο παζάρι. «Τα βλέπεις όλα αυτά;» με ρώτησε ο Ευσταθίου. «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα!» του απάντησα διπλωματικά και μπήκα σε ένα Everest να αγοράσω ένα παγωτό χωνάκι.
Ιnfo: «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», του Κώστα Βάρναλη. Πολιτική μουσική πράξη παντός καιρού. Σκηνοθεσία: Ένκε Φεζολλάρι. Σωκράτης: Σταμάτης Κραουνάκης. Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, Ταύρος, 210 3418 550, έως Κυριακή 19 Ιουλίου στις 21.00