Μίνως Μάτσας: Όλα «έξω»
Ο σπουδαίος μουσικός λίγο πριν τη συναυλία του στον Κήπο του Μεγάρου μάς παρουσιάζει τα best of της καριέρας του
Οκ, στο ονοματεπώνυμό του μπορεί να είναι γραμμένη όλη η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Μίνω Μάτσα να γίνει ένας αυθύπαρκτος καλλιτέχνης και ένας από τους πιο σπουδαίους της γενιάς του. Δεν είναι μόνο ταλαντούχος ο Μίνως. Είναι ένας πολύ γλυκός και ευγενής άνθρωπος. Κοσμοπολίτης, η ζωή του έτρεξε σαν νεράκι μεταξύ Νέας Υόρκης, Λος Άντζελες και Αθήνας, μέσα σε μια θαυμάσια χαλαρότητα. Με αφορμή τη συναυλία του στο Μέγαρο τον συνάντησα στα στούντιο Odeon στη Μεσογείων. Εδώ είναι κατά κάποιο τρόπο το πατρικό του σπίτι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στους τοίχους φιγουράρει καδραρισμένη η συλλογική ιστορία του τραγουδιού μας. Στο ανοιχτό pc μια παρτιτούρα από την εξαιρετική του μουσική για την ταινία «Diary of a lost girl» του Παμπστ, με τη Λουίζ Μπρουκς, που παίχτηκε στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης. Μιλάμε ακούγοντας τα τραγούδια του παππού του Μίνω Μάτσα με τις δικές του διασκευές. Γκουγκλάρουμε πώς βγήκε το όνομα της εταιρείας Casablanca, που έφερνε ο πατέρας του Μάκης Μάτσας. Μου δείχνει μια σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την παράσταση που παρουσίασε πριν λίγες μέρες στο Βερολίνο. Ύστερα από χρόνια στην Αμερική, τώρα βρίσκεται περισσότερο στην Ελλάδα. Σε λίγες μέρες θα παρουσιάσει για πρώτη φορά ένα μεγάλο μέρος από τη δουλειά του σε μια παράσταση με τίτλο «Έξω» στους κήπους του Μεγάρου, που θα ερμηνεύσουν οι καλεσμένοι καλλιτέχνες Φωτεινή Βελεσιώτου, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Ανδριάνα Μπάμπαλη και Γιάννης Χαρούλης.
Έζησες πολλά χρόνια στην Αμερική, ποια είναι η σχέση σου μαζί της; Έμεινα από το 2000 μέχρι το 2011. Η αλήθεια είναι ότι βαρέθηκα τον τρόπο ζωής στην Αμερική. Όταν πρωτοπήγα με ενδιέφερε μόνο η δουλειά οπότε, ναι, ήμουν στον παράδεισο. Μεγαλώνοντας σε ενδιαφέρουν κι άλλα πράγματα. Από τη Νέα Υόρκη πήγα στο Λος Άντζελες για να κάνω μικρού μήκους ταινίες. Ακόμη ταξιδεύω εκεί τρεις φορές το χρόνο, έχοντας τη βάση μου εδώ από επιλογή. Εκεί είναι άλλωστε και η κόρη μου, αν και τώρα είναι μαζί μου για διακοπές.
Ποια «άλλα πράγματα», όπως λες, σ’ ενδιαφέρουν τώρα; Θα ήθελα να κάνω πιο πολύ πράγματα δικά μου βασισμένα στη μουσική. Μου αρέσει η συνεργασία με ανθρώπους. Πλουτίζεις από αυτό. Αυτός ήταν ένας λόγος που με ώθησε να ανοιχτώ σε άλλες τέχνες. Οι εμπειρίες μπολιάζονται και βγαίνουν κάπως αλλιώς. Όταν στη ΝΥ έπαιξαν τη μουσική μου με 120 άτομα ορχήστρα ήταν μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία, αλλά απαιτούσε μια διαδικασία όπου έγραφα ένα χρόνο κλεισμένος σε ένα στούντιο. Δεν μου πάει σαν χαρακτήρας να ζω απομονωμένος σε μια σπηλιά και να γράφω. Μπορεί να συμβεί αργότερα, μεγαλώνοντας. Δεν ξέρω. Θα ήθελα να υπάρξει και στην Ελλάδα μια μεγαλύτερη δυνατότητα από άποψη ορχηστρών. Είμαστε, δυστυχώς, πίσω. Ο τελευταίος άνθρωπος που ασχολήθηκε ήταν ο Χατζιδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, βλέπεις ότι σήμερα δεν υπάρχει. Η Καμεράτα αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα. Ο πολιτισμός στην Ελλάδα υπάρχει από διάφορους Δονκιχώτες.
Τι έχεις μάθει για τον παππού σου, τον τρομερό Μίνω Μάτσα, που δεν πρόλαβες να γνωρίσεις; Από τη φύση του ήταν περισσότερο καλλιτέχνης παρά έμπορος. Ένα περιστατικό που μου έχει διηγηθεί ο πατέρας μου είναι με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Έκανε στο Λουτράκι διακοπές, τον βρήκε ένας πιτσιρικάς και του έδωσε ένα τραγούδι. Ο παππούς μου τον διαβεβαίωσε πως «όταν πάμε στην Αθήνα θα το ηχογραφήσουμε». Στην επιστροφή στην Αθήνα έρχεται ο Τσιτσάνης και του φέρνει ένα τραγούδι με ίδιο τίτλο και ίδιο θέμα στιχουργικά. Του λέει τότε ξεκάθαρα ο παππούς: «Βασίλη, έχει έρθει ένας νέος συνθέτης και του έχω υποσχεθεί να το ηχογραφήσω μαζί του. Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ». Πράγματι το ηχογράφησε με το νεαρό συνθέτη. Τσαντίστηκε τόσο ο Τσιτσάνης, που έφυγε από την εταιρεία. Φαντάσου πως ο Τσιτσάνης ήταν το μεγαθήριο τότε, δεν ήταν εύκολο να αρνηθείς στον κορυφαίο σου καλλιτέχνη. Κι όμως. Το 2003, όταν ήμουν στην Αμερική, είχα ψάξει να βρω όλους τους στίχους των τραγουδιών που είχε γράψει ο παππούς μου. Βρήκα αρκετά, τα διασκεύασα και τα έβγαλα σταδιακά. Ένα από αυτά είναι και το «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου» που ακούστηκε στο «Νησί».
Δίνεις πάντα credit στα τραγούδια σου. Υπάρχουν «κρυμμένα» τραγούδια σου; Πάντα. Σε αντίθεση με τον παππού, που λέγαμε πριν. Έγραφε στίχους σε ρεμπέτικα τραγούδια και επειδή υπήρχε ένα ζήτημα σαν ιδιοκτήτης εταιρείας, χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα. Έχει χρησιμοποιήσει το όνομά του ανάποδα. Tσάμας αντί Μάτσας. Χρησιμοποιούσε της γιαγιάς μου, που την έλεγαν Μαργαρίτα, και υπέγραφε Μαργαρίτης. Της γραμματέας του, που την έλεγαν Παπαοικονόμου.
Σε αυτό το μουσικό περιβάλλον που μεγάλωσες ποια ήταν τα ακούσματα και οι μνήμες σου; Ελληνική μουσική. Αυτά που ηχογραφούσαν στο στούντιο. Με έπαιρνε, θυμάμαι, ο πατέρας μου (σ.σ. ο Μάκης Μάτσας σε ηλικία 23 ετών ανέλαβε την εταιρεία του πατέρα του, που μετονομάστηκε σε «Μίνως Μάτσας και Υιός») στο στούντιο. Ήταν το Polysound στην Πατησίων, δίπλα από τη Σχολή Σταυράκου. Εκεί γραφόντουσαν όλα. Θυμάμαι όταν ηχογραφούσαν με τον Θεοδωράκη, που ήταν πολύ ψηλός και τον φοβόμουν. Όποτε χρειαζόταν να μείνω ήσυχος στο σπίτι, «έρχεται ο Μίκης» και καθόμουν σούζα! Όλους τους είχα γνωρίζει από κοντά. Τον Λοΐζο, τον Χατζιδάκι. Είναι φυσικό η μουσική τους να με έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Μεγαλώνοντας άκουγα τα πάντα. Και αυτό με διαμόρφωσε. Έφερνε ο πατέρας μου δίσκους RCA, Casablanca, Μοtown, άκουγα πολλά διαφορετικά πράγματα. Πολλά χρόνια αργότερα, θυμάμαι, σε ένα πάρτι στο LA συνάντησα έναν μπoέμ παππού, του λέω ότι είμαι συνθέτης και εκείνος μου απαντάει: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Ι invented disco». Ήταν αυτός που είχε φτιάξει το label Casablanca.
Τι σου προσφέρει αυτή η ανοιχτή μουσική παλέτα στην οποία δημιουργείς; Δεν πιστεύω σε εποχές και ταμπέλες. Πιστεύω στην ελευθερία της μουσικής. Όταν μορφώθηκα και συνειδητοποίησα την απεραντοσύνη της μουσικής είπα ότι εδώ μπορώ να κολυμπήσω ελεύθερα. Σε ένα ευρύτατο πεδίο χωρίς περιορισμούς.
Τι αποκόμισες από το Τζούλιαρντ, όπου σπούδασες; Yπήρχε ένας σνομπισμός σε σχέση με ό,τι δεν αφορούσε την κλασική σύνθεση. Το έβλεπα όταν τους μιλούσα για το ενδιαφέρον μου στη film music. Ήταν σοκαριστικό για μένα. Με ξενέρωσε πολύ. Ο δάσκαλος που έκανα σύνθεση ήταν τότε 78 ετών. Είχε μαθητή τον Philip Glass και του έλεγε: «Σταματά να επαναλαμβάνεις αυτά τα μοτίβα, και να ήταν τουλάχιστον ενδιαφέροντα... Tα ίδια και τα ίδια». Και αυτός τσαντίστηκε και πήγε κι έγινε ταξιτζής μετά. Τα σχολεία αυτά σνόμπαραν τα άλλα είδη. Καλό είναι να μορφώνεσαι, μαθαίνεις κόλπα, την αισθητική όμως δεν στη μαθαίνει κανείς. Συνειδητά έχω ξεχάσει ό,τι έχω μάθει. Με ό,τι κι αν ασχολείσαι, ακόμη και στις σχέσεις, πρέπει σιγά-σιγά να διώξεις ό,τι σου έχουν «φορέσει» οι άλλοι για να μπορέσεις να γίνεις ο εαυτός σου.
Τι ρόλο παίζει για σένα η φωνή; Η ύπαρξή της είναι καταλυτική, σαν κυρίαρχο μουσικό όργανο. Με κινηματογραφικούς όρους, είναι σαν να διαθέτεις ένα πολύ δυνατό πρωταγωνιστή στο σενάριό σου.
Πώς βλέπεις διαχρονικά την ελληνική μουσική πραγματικότητα; Στο τραγούδι ισχύει ότι είμαστε «γεροντολάγνοι». Δεν υπάρχει ροή που υπάρχει σε άλλες χώρες, όπου όλα ανανεώνονται πολύ πιο γρήγορα. Το παρατηρούσα κάθε χρονιά που γύριζα από έξω. Κάθε πέντε χρόνια κουνιέται κάτι ελάχιστα, σε δέκα κάτι ακόμα, πρέπει να περάσουν είκοσι χρόνια για να γίνει ένα βήμα. Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και στην πολιτική. Το «γεροντολαγνία» δεν το λέω με κακό πρόσημο, γιατί ένας άνθρωπος που έχει φτάσει σε μια ωριμότητα αλλά διατηρείται νέος στο μυαλό σε συνδυασμό με την εμπειρία του και με νεότερες γενιές μπορεί να κάνει φανταστικά πράγματα. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας τέτοιος καλλιτέχνης.
Πώς βλέπεις την κρίση; Σκούρα τα πράγματα. Νομίζω πως βρεθήκαμε στο λάθος μέρος τη λάθος χρονική στιγμή. Πώς γίνεται μια δολοφονία και εσύ περνάς τυχαία από τον τόπο του εγκλήματος; Ενδεχομένως να μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα, πιο ήπια. Δεν θέλω όμως να δω το μέλλον όπως το φοβόμαστε, γιατί έτσι μπορεί κανείς εύκολα να σηκώσει τα χέρια. Πράγμα που δεν βοηθάει καθόλου.
Τι ετοιμάζετε στον Κήπο του Μεγάρου; Μια γλυκιά βραδιά σε έναν πολύ ωραίο χώρο. Ξεκίνησα γράφοντας τραγούδια το 1994. Τα τελευταία χρόνια έκανα κυρίως μουσικές για θέατρο και κινηματογράφο, αλλά έχουμε μαζέψει τραγούδια που θα τραγουδήσουν οι 4 τραγουδιστές μας.
Γιατί διάλεξες τους συγκεκριμένους; H Φωτεινή Βελεσιώτου έχει προσωπικότητα και τσαμπουκά κι ένα κράμα φωνής ανεξερεύνητο. Γνωριστήκαμε πρόσφατα και ετοιμάζουμε μια δουλειά μαζί με νέα τραγούδια. Τη θεωρώ περίπτωση και σαν άτομο και σαν φωνή. Μου χτυπά χορδές, σαν να ακούω τη φωνή της Μπέλλου ή της Βέμπο. Με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη είχαμε δουλέψει μαζί στο «Νησί» και ετοιμάζουμε νέα δουλειά. Με τον Γιάννη Χαρούλη επίσης δουλέψαμε στο «Νησί», αποτελεί μια δυνατή περίπτωση. Ακούς μια φωνή και αναρωτιέσαι από πού ήρθε, πώς βγαίνει αυτή η φωνή από αυτό τον άνθρωπο που είναι σαν παιδάκι. Με το που βγαίνει στη σκηνή ο κόσμος από κάτω είναι σαν υπνωτισμένος. Χαρισματικός. Με την Ανδριάνα Μπάμπαλη είχαμε κάνει ένα άλμπουμ τo 2009 με διασκευές σε Jobim, Cole Porter, Αττίκ, Μαργαρίτη, που είχε πολλή πλάκα, εκεί υπάρχει και το «Είσαι ο άνθρωπός μου» βασισμένο σε ένα παλιό τραγούδι του παππού μου. Η Ανδριάνα διαθέτει ένα coolness και μια αθωότητα που είναι γοητευτικά.
ID: Ο Μίνως Μάτσας ζει και εργάζεται στο Λος Άντζελες και στην Αθήνα. Σπούδασε στο Juilliard School of Music και στο Ορφείο Ωδείο. Έχει γράψει μουσική και τραγούδια για τον κινηματογράφο, το θέατρο, για σύγχρονο χορό, καθώς και για ορχηστρικά σύνολα. Η μουσική του έχει βραβευτεί στην Ελλάδα και στην Αμερική.
Το 2006 και το 2008 πήρε το Κρατικό Βραβείο Μουσικής για τα soundtrack των ταινιών «Eduart» και «Σκλάβοι στα δεσμά τους». Έχει παρουσιάσει την κινηματογραφική του μουσική στη Metropolitan Opera («The Parthenon» σε σκηνοθεσiα Κώστα Γαβρά και στο Alice Tully Hall («Diary of a Lost Girl») στη Νέα Υόρκη.
Στις τελευταίες του δουλειές περιλαμβάνονται το soundtrack της ταινίας «Undisputed III» (που κυκλοφόρησε από τη Warner Brothers), η μουσική για την παράσταση χορού «Ρεμπέτικο», που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Σαν Φρανσίσκο και στο Βερολίνο, η μουσική για την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, καθώς και για την τηλεοπτική σειρά «Το Νησί».
Info «Έξω», Mέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έναρξη 21.00. Είσοδος €10, 12, ταμείο. Προπώληση: 210 7282333 και www.megaron.gr. Στις 23/7 μόνο.
Φωτογραφία: Tάσος Βρεττός
Εικαστικό: Θεανώ Πετρίδου