Ταξίδι στο χρόνο με καραβάκι
«Έκανα την διαδρομή προς την Περαία, λίγο ανήσυχος, μάλλον αμήχανος και, σίγουρα, πολύ συγκινημένος»
Ύστερα από πολλή σκέψη και δισταγμούς και αφού μάζεψα πολλές και συχνά αντικρουόμενες πληροφορίες και γνώμες από φίλους που μένουν στην απέναντι ακτή του Θερμαϊκού, που σημαίνει Περαία - Μπαχτσέ Τσιφλίκ (Νέοι Επιβάτες) - Αγία Τριάδα, αποφάσισα να κάνω τελικά τη διαδρομή για να σχηματίσω τη δική μου άποψη. Είχα ανησυχήσει, είναι αλήθεια, πολύ πριν από μήνες, όταν έμαθα για την «πιλοτική», όπως ονομάστηκε, δρομολόγηση 2 πλοιαρίων, του «Κωσταντή» και του «Αη-Γιώργη», με πρωτοβουλία πρώην αντιπεριφερειάρχη που κατέβαινε υποψήφιος δήμαρχος στην περιοχή. Ύστερα από τριάντα περίπου χρόνια προσπάθειας για ένα σύγχρονο σύστημα θαλάσσιας συγκοινωνίας (με ταχύπλοα σκάφη που θα εκτελούν πυκνά δρομολόγια χειμώνα-καλοκαίρι και πλωτές όμορφες στάσεις για τους επιβάτες), που μοιάζει τώρα για πρώτη φορά να γίνεται από όνειρο πραγματικότητα, φοβόμουν ότι το πρόχειρο αυτό πείραμα (με σκάφη παλιάς τεχνολογίας, αραιά δρομολόγια, χωρίς λιμενικές εγκαταστάσεις και σταθμούς αναμονής του κοινού) θα μπορούσε να δυσφημήσει την ιδέα και να απογοητεύσει τον κόσμο και τους επίδοξους επενδυτές.
Την προ-προηγούμενη Πέμπτη, λοιπόν, απογευματάκι, αφού τσέκαρα και διασταύρωσα με σχετική δυσκολία τις πραγματικές ώρες αφίξεων και αναχωρήσεων στο διαδίκτυο και στην είσοδο του λιμανιού (5 δρομολόγια τη μέρα ανά κατεύθυνση), ξεκίνησα για την πρώτη προβλήτα να προλάβω το δρομολόγιο των 7. Ήταν, αν θυμάστε, ένα πολύ ωραίο απόγευμα εκείνο. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να χαμηλώνει και διύλιζε παράξενα το φως και, όπως περπατούσα στο κράσπεδο της παραλίας, όλα έμοιαζαν παλιά και περασμένα. Τότε είδα από τη θάλασσα να ’ρχεται το καραβάκι, μια μικρή κουκίδα στην αρχή που διαρκώς μεγάλωνε. Ήταν αυτό που έβλεπα κάθε φορά μικρός, όταν το περίμενα με λαχτάρα στο ίδιο σημείο, κρατώντας σφιχτά το χέρι (ή το φουστάνι;) της μητέρας μου και προσπαθώντας να αναγνωρίσω ποιο είναι και σε πόση ώρα φτάνει. Μόλις είχε καβατζάρει το μικρό Καραμπουρνάκι και, επομένως, ήθελε, υπολόγισα, ακόμη κανένα τέταρτο. Έμοιαζε πιο πολύ με τη «Λευκή», πιο μικρό από την «Εγνατία» ή τη «Θεσσαλονίκη». Είχαν όμως περάσει πάνω από 45 χρόνια από τότε, εγώ ήμουν ένας άλλος και μόνο το καραβάκι έμοιαζε ίδιο, ο «Κωσταντής», που έδεσε λίγο αργότερα στην άκρη της προβλήτας.
Κάθισα σε μια άκρη κι έκοβα κίνηση πίσω από το μαύρο μου γυαλί. Το καράβι ήταν γεμάτο και ξεφόρτωνε κόσμο που γυρνούσε από τη θάλασσα. Μέτρησα πάνω από 150 άτομα (ύστερα έχασα το λογαριασμό γιατί κάποιοι ανυπόμονοι άρχισαν να μπουκάρουν). Ήταν πολλά νέα παιδιά, ζευγάρια χαμογελαστά με μαγιό και βερμούδες, άλλοι με ποδήλατα που είχαν μαζί, αλλά και πιο ηλικιωμένοι, άνθρωποι λαϊκοί, θείες με ανοιχτόχρωμα πάνινα καπελάκια (από αυτά που φορούν και μέσα στη θάλασσα) και εμπριμέ ελαφρές ρομπίτσες πάνω από αρκετά εμφανές κομπινεζόν. Το θέαμα ήταν τόσο ενδιαφέρον και γοητευτικό που μόλις πρόλαβα να μπω τελευταίος. Δεν ήμασταν πάνω από τριάντα-σαράντα άτομα και μπορούσα να καθίσω όπου ήθελα, δηλαδή παντού.
Ο «Κωσταντής» είναι ένα παλιό αλλά αρκετά καλά διατηρημένο σκάφος μεσαίου μεγέθους, που δείχνει «περπατημένο» και αυτό δημιουργεί μια στοιχειώδη αίσθηση εμπιστοσύνης για ήρεμες και προστατευμένες διαδρομές, εννοείται, και σχετικά μικρές αποστάσεις. Όπως έγραφε και η απόδειξη που μας δόθηκε για εισιτήριο (που κοστίζει €2,5), η έδρα του είναι τα Παλούκια Σαλαμίνας και έκανε, προφανώς, μέχρι τώρα, τη σύνδεση του νησιού με τον Πειραιά. Θυμάμαι πολλά χρόνια τον ιδιοκτήτη να με επισκέπτεται στο γραφείο (στη Θεσσαλονίκη ή στο υπουργείο) και να ρωτάει για την πρόοδο του έργου, εκδηλώνοντας ανυπόμονα το ενδιαφέρον του. Του απαντούσα πως πρέπει να περιμένει την κατασκευή κάποιων μικρών λιμενικών και των αναγκαίων εκβαθύνσεων στις στάσεις, τους κλειστούς σταθμούς αναμονής των επιβατών που είναι απαραίτητοι ιδιαίτερα το χειμώνα και τον ανοιχτό διεθνή διαγωνισμό για την επιλογή των σκαφών με τις καλύτερες δυνατές προδιαγραφές. Είδε κι απόειδε, φαίνεται, και σκέφτηκε ότι «το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», ειδικά στην Ελλάδα, που και τα παλικάρια είναι πολλά αλλά και μονοπάτια υπάρχουν παντού. Έτσι, βρέθηκα πάνω στον «Κωσταντή», να κάνω την πολυπόθητη διαδρομή προς την Περαία, λίγο ανήσυχος, μάλλον αμήχανος και, σίγουρα, πολύ συγκινημένος.
Το πρώτο μισό της διαδρομής το έβγαλα στην πρύμνη, αφου ήταν αδύνατο να πάρω το βλέμμα μου από την πόλη. Είχα καιρό να δω τη Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα (έχουν κοπεί τα δρομολόγια για τα νησιά) και η θέα της μου έκοψε και πάλι την ανάσα. Αυτή η πλευρά της είναι κοίλη, δηλαδή θηλυκή, και, όπως αγκαλιάζει ζεστά τον κόλπο και απλώνεται αμφιθεατρικά στις παρυφές των λόφων, θυμίζει (συγχωρείστε μου την παρομοίωση) μια κάπως ώριμη, αλλά γεμάτη πάθος καλλονή που σε γεμίζει (ανεκπλήρωτες, συνήθως) υποσχέσεις. Αυτό το αίσθημα είναι προφανώς εντονότερο όταν την προσεγγίζεις, επιστρέφοντας από κάποιο ταξίδι. Εμείς, όμως, ατυχώς απομακρυνόμασταν, οπότε, μόλις παρακάμψαμε το Καραμπουρνάκι, η εικόνα άρχισε να ξεθωριάζει και επέστρεψα στη θέση μου.
Το καραβάκι πήγαινε αργά, προφανώς για οικονομία, αλλά αυτό δεν πείραζε καθόλου, αφού κανείς δεν έμοιαζε να βιάζεται. Φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι και η θερμοκρασία ήταν ιδανική. Ο ήλιος έπεφτε προς τη δύση, η ζέστη της ημέρας είχε υποχωρήσει και το φως ήταν καθαρό και διάφανο, δίνοντας στην ατμόσφαιρα ένα υπαρξιακό βάθος, σχεδόν σκανδιναβικό, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Έπιασα κουβέντα με αρκετό κόσμο στον εξώστη. Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι αυτό είναι το σύστημα συγκοινωνίας που παλεύουμε τόσα χρόνια, αλλά ήταν αρκετά ευχαριστημένοι και ρωτούσαν πότε θα μπει δεύτερο σκάφος για να πυκνώσουν τα δρομολόγια. Ένας μιλούσε δυνατά στο κινητό περιγράφοντας την κατάσταση: «μιλάμε για ποιότητα, φιλαράκι…». Δεν ήθελα να τους χαλάσω τη διάθεση με γκρίνιες και επιφυλάξεις και απαντούσα θετικά, αν και κάπως αόριστα. Όλοι φαινόντουσαν (μήπως με παραπλανούσε το φως;) ανάλαφροι και χαρούμενοι, σχεδόν ευτυχισμένοι. Καθώς πλησιάζαμε πια στην Περαία, διάλεξα μια ήσυχη πολυθρόνα μπροστά, θέλοντας να απολαύσω το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής.
Η περιοχή του Θερμαϊκού άλλαξε πολύ τα τελευταία χρόνια. Πρώτα αναπτύχθηκε η σχετικά φθηνή περιαστική κατοικία και ακολούθησαν οι υπηρεσίες αναψυχής, με πλεονέκτημα την άμεση επαφή με τη θάλασσα, το δυτικό προσανατολισμό και την υπέροχη θέα της πόλης απέναντι. Οι πίσω λόφοι άσπρισαν απ’ τα σπίτια και το μόνο εμπόδιο είναι η δυσκολία της σύνδεσης με την πόλη, που η θαλάσσια συγκοινωνία μπορεί να καλύψει σε μεγάλο βαθμό. Πάνω στο καραβάκι μοίραζαν ήδη διαφημιστικά και εκπτωτικά κουπόνια για ταβέρνες, καφέ και μπαράκια, κάτι που σημαίνει ότι είχαν ήδη φανεί τα πρώτα θετικά αποτελέσματα. Δεν διέφερε και πολύ από παλιά, που οι σερβιτόροι από τα καφέ-εστιατόρια μας περίμεναν να καθίσουμε στα τραπεζάκια που ήταν αραδιασμένα στην άμμο κάτω από τα λιμά αρμυρίκια ή τις τέντες. Δικαιούμασταν, θυμάμαι, με την αδερφή μου, μια μερίδα πατάτες τηγανητές διά δύο και ενίοτε μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα. Κάποιο τζουκ-μποξ έπαιζε το «Greenfields» και το αγαπημένο μου «Surfing bird» (το γνωστό παπαού-μάου-μάου), που με είχε τρελάνει. Με το ζόρι μάς έντυνε η μητέρα μου να φύγουμε και τρέχαμε να προλάβουμε το μεσημεριανό δρομολόγιο.
Ο «Κωσταντής» έδεσε στην Περαία σε 50 λεπτά και έκανε άλλα δέκα (μαζί με τη στάση) για τους Νέους Επιβάτες. Είχε πάει 8 αλλά έβλεπες ακόμη σκούρα κεφαλάκια κολυμβητών που μούλιαζαν ακίνητοι στο ζεστό (και αρκετά καθαρό, υποθέτω) νερό, χαζεύοντας το καράβι. Αργόσχολοι ψαράδες μετέφεραν τις πετονιές τους από την άλλη πλευρά, πιτσιρίκια με μαγιό πλατσούριζαν στα ρηχά δίπλα στη γέφυρα, όπου η ακτομηχανική της φύσης δημιούργησε τα τελευταία χρόνια μικρές νησίδες λάσπης. Είδα κοντσονάτους παππούδες να μας καλωσορίζουν με ωραίο, λιγάκι ξεδοντιασμένο χαμόγελο και, για μια στιγμή, το μάτι μου πήρε ανάμεσά τους με σορτσάκι τον Πιερ-Πάολο Παζολίνι. Πριν προλάβω να τον πλησιάσω, διέκρινα το φίλο που με περίμενε και μου φώναζε, από ώρα, κουνώντας τα χέρια.
Εδώ σταματάει και η αφήγηση της εμπειρίας μου με τον «Κωσταντή». Το συμπέρασμα που έβγαλα είναι ότι δεν μπορεί να προσφέρει το επιθυμητό επίπεδο μιας γρήγορης και αξιόπιστης θαλάσσιας συγκοινωνίας, που έχουν ανάγκη οι πολίτες για τις καθημερινές τους μετακινήσεις. Το ίδιο βράδυ, ένα ξαφνικό μπουρίνι δεν του επέτρεψε να δέσει και γύρισε στη Θεσσαλονίκη. Επέστρεψα κι εγώ με αυτοκίνητο και έχασα την ευκαιρία να πλησιάσω την πόλη από τη θάλασσα. Θα ξαναδοκιμάσω, όμως. Γιατί πρόκειται για ένα πολύ γραφικό και ανθρώπινο μέσο μεταφοράς, που, αν θέλεις να αφεθείς, μπορεί να σε ταξιδέψει υπέροχα πίσω στο χρόνο.