Αρχειο

H Εθνική που θα θέλαμε

Φοβάμαι πως οι δάφνες του 2004 σαπίζουν, όπως και τα περισσότερα ολυμπιακά ακίνητα του ίδιου έτους

27017-103909.JPG
Θανάσης Χειμωνάς
ΤΕΥΧΟΣ 489
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
71801-159622.jpg

Καλοκαίρι του 2003. Η Εθνική Ελλάδας –όπως συνήθως με την πλάτη στον τοίχο– δίνει έναν αγώνα ρουτίνας στην Ισπανία για τα προκριματικά του Euro. Η λογική υπαγορεύει πως θα μαζέψει μια χούφτα γκολ και θα κλείσει θέσεις στον καναπέ για το επερχόμενο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, η Εθνική κερδίζει με 1-0 χάρη σ’ ένα τέρμα του Στέλιου Γιαννακόπουλου και αργότερα κατορθώνει να περάσει πρώτη από τον όμιλο και να ταξιδέψει στην Πορτογαλία. Εκεί, θα σημειώσει τη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών σε όλα τα αθλήματα, κατακτώντας τον ευρω-τίτλο. Η ιστορία δεν θα τελειώσει εκεί. Έκτοτε (και με εξαίρεση το Μουντιάλ του 2006) η Ελλάδα θα συμμετάσχει σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις, θα προκριθεί στους 8 του Euro 2012 και στους 16 του φετινού Παγκοσμίου Κυπέλλου. Καλό είναι να μην το ξενχάμε: Μιλάμε για μια χώρα χωρίς ποδοσφαιρικές υποδομές. Με ελάχιστα ταλέντα τα οποία σχεδόν πάντα εξαφανίζονται στην πορεία. Μια χώρα στην οποία κυριαρχούν η οπαδική βία, τα στημένα παιχνίδια και οι άδειες κερκίδες. Μια χώρα που –κακά τα ψέματα– αυτή τη στιγμή διαθέτει ελάχιστους ποδοσφαιριστές που να «ξέρουν μπάλα».

Ποια είναι λοιπόν η λύση του μυστηρίου; Αφού απορρίψουμε τις αρλούμπες περί ελληνικής ψυχής και αντίστοιχου DNA αναρωτιόμαστε: Μήπως η τύχη; Πράγματι, η χώρα μας εδώ και κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια κολυμπάει στη ρέντα. Στο φετινό Μουντιάλ, ακόμα και οι αναποδιές βγήκαν για καλό. Η αποβολή του Κατσουράνη με την Ιαπωνία συσπείρωσε την ομάδα και την έκανε πιο γρήγορη, ενώ ο τραυματισμός του Κονέ με την Ακτή Ελεφαντοστού έδωσε την ευκαιρία στον Σάμαρη να μπει και να σκοράρει. Οι κληρώσεις είναι πάντα κάτι παραπάνω από βατές, ενώ τα άλλα παιχνίδια των ομίλων παραδοσιακά φέρνουν το αποτέλεσμα που ευνοεί την Ελλάδα. Τέλος, η διαιτησία παραμένει –για κάποιον πραγματικά ανεξήγητο λόγο– τουλάχιστον φιλική για μας. Αλήθεια, θυμάστε διαιτητή να μας αδικεί σε κάποιο παιχνίδι; Ας παρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Όλα ξεκίνησαν την Άνοιξη του 2001, όταν ανέλαβε την ομάδα ο Όττο Ρεχάγκελ. Ο Βασιλιάς Όττο (αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους προπονητές όλων των εποχών) είχε επαναλάβει αντίστοιχα κατορθώματα με τους συλλόγους του στο παρελθόν, αν και με την Ελλάδα ξεπέρασε τον εαυτό του. Στο Euro 2004 έστησε μια ομάδα με παίχτες-εργαλεία. Παίχτες που αγωνίζονταν κυρίως στο εξωτερικό και ήταν ξεκούραστοι (αφού οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν παγκίτες), αντίθετα με τους «σκασμένους» Ευρωπαίους σούπερ σταρ. Προσθέστε το συνολικό φορμάρισμα και την ηρωική προσπάθεια των συγκεκριμένων παικτών στο τουρνουά, αλλά και την έλλειψη κάποιας ομάδας-φόβητρου (Γερμανία, Ιταλία, Αγγλία αποκλείστηκαν νωρίς) και κάπως έτσι φτάσαμε στο «Τιμημένο».

Εν συνεχεία, η ομάδα συνέχισε με αυτή την τακτική, η ευρωκούπα, δε, εφοδίασε την ομάδα με μια πολύ βαριά φανέλα που έδινε τη λύση σε κρίσιμα παιχνίδια με ομάδες όπως η Ουκρανία, η Ρωσία ή η Ακτή Ελεφαντοστού. Με την Κόστα Ρίκα, όμως, η συνταγή χαλασε. Κάπου εδώ πρέπει να δούμε το ποτήρι μισοάδειο. Μετά το «διαστημικό» 2004, είναι η Εθνική μας αυτή που θα θέλαμε; Είναι μια ομάδα που φέρεται ως Πρωταθλήτρια Ευρώπης; Οι καλές κληρώσεις, ας πούμε, δεν οφείλονται μόνο στα θετικά αποτελέσματα της ομάδας και την όποια ρέντα της, αλλά και στην επιλογή της ΕΠΟ να κλείνει φιλικά (τα οποία μετράνε στην κατάταξη της FIFA) με μικρομεσαίες ομαδούλες τις οποίες και συντρίβουμε με αγαπημένα σκορ τύπου 1-0 ή 2-0. Η συγκεκριμένη τακτική μάς οδηγεί βέβαια στις τελικές φάσεις, τοποθετεί όμως ένα «ταβάνι» πάνω από τα κεφάλια μας – κάτι που φάνηκε στον προπερσινο διασυρμό από τη Γερμανία, παρά το παντελώς τιμητικό και πλασματικό 2-4.

Όλα τα τουρνουά που συμμετείχαμε, δε, συνοδεύτηκαν από πληθώρα απογοητευτικών εμφανίσεων. Μετράμε μόλις τρεις αναλαμπές: το 2-1 με την ταλαίπωρη Νιγηρία (2010), το 1-0 με την ηττοπαθή Ρωσία (2012) και το φετινό 2-1 με τους –πιο αργούς και από ελέφαντες– Ιβοριανούς. Το γεγονός πως οι δύο τελευταίες νίκες συνοδεύτηκαν από ισάριθμες προκρίσεις δείχνει πως η Εθνική μας έχει «μέταλλο» νικητή. Δεν γίνεται όμως να σέρνεσαι συνεχώς ελπίζοντας πως το ένα και μοναδικό ματς που θα χτυπήσεις θα σε οδηγήσει στο στόχο σου. Ας μη γελιόμαστε. Μετά το 2004 όλες οι συμμετοχές της Εθνικής σε τελικές φάσεις Γιούρο και Μουντιάλ άφησαν πικρή γεύση. Ακόμα και φέτος, που η χώρα μας πέτυχε τη μεγαλύτερη κατά τεκμήριο διάκρισή της από την εποχή της Πορτογαλίας, η συνολική της εικόνα ήταν κακή. Πέρα από την εξαιρετική εμφάνιση στο ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού (το οποίο όμως κερδήθηκε με αμφισβητούμενο πέναλτι στα χασομέρια), είχαμε μια κάκιστη απόδοση και ένα χαλαρό 0-3 από την Κολομβία, τη συνενοχή στο ένα από τα δύο χειρότερα ματς του Μουντιάλ (το άλλο ήταν το Ιράν-Νιγηρία) με την Ιαπωνία και φυσικά τον αποκλεισμό-φιάσκο από την Κοστα Ρίκα.

Ναι, φίλοι μου. Δεν συμμερίζομαι τους διθυράμβους για την «ηρωική εμφάνιση της Εθνικής» και τις κατάρες για την «πόρνη μπάλα» που μας στέρησε την πρόκριση στους «8». Παίζεις με έναν αντίπαλο που δεν υπάρχει στον ποδοσφαιρικό χάρτη (όσο καλές εμφανίσεις και αν έχει κάνει στα προκριματικά). Χάνεις 1-0, ο αντίπαλός σου μένει με δέκα ενώ ο διαιτητής δεν του δίνει πεντακάθαρο πέναλτι. Μέχρι το 90΄ έχεις κάνει μόνο μια κλασική ευκαιρία. Στις καθυστερήσεις σκοράρεις από το πουθενά με ένα γκολ-καραμπόλα. Για μισή ώρα ο αντίπαλός σου παραπαίει, με το ηθικό στο ναδίρ και την κόπωση του ενός παίκτη μείον, αλλά πάλι δεν καταφέρνεις να βρεις το δρόμο προς τα δίχτυα. Στα πέναλτι ο αντίπαλος έχει πέντε στα πέντε κι εσύ τρία στα τέσσερα. Πού είναι το έπος; Πού είναι η ατυχία; Η Ελλάδα απλώς έχασε γιατι ήταν κατώτερη της Κόστα Ρίκα. Κατώτερη των περιστάσεων, καθώς είχε για μία ακόμη φορά «ταβανιάσει» και λύγισε, όχι φυσικά από το ανύπαρκτο πρεστίζ της Κόστα Ρίκα αλλά από το βάρος μιας τεράστιας διοργάνωσης όπως το Μουντιάλ. Μιας διοργάνωσης που ανέχεται στα προημιτελικά της τεχνικές αλλά και σκληροτράχηλες ομάδες όπως οι «Τίκος» και όχι κυνηγούς του «μισού-μηδέν» όπως η Ελλάδα.

Ποιος φταίει; Μήπως ο Φερνάντο Σάντος; Πράγματι ο Πορτογάλος δεν είναι Ρεχάγκελ, ωστόσο αυτά τα τέσσερα χρόνια που δούλεψε στην Εθνική πέτυχε δύο στις δύο προκρίσεις. Όχι μόνο στις αντίστοιχες τελικές φάσεις αλλά και στους δεύτερους γύρους. Αυτούς του παίχτες είχε, με αυτούς δούλεψε, έκανε ό,τι μπορούσε. Μήπως οι ποδοσφαιριστές; Αντιθέτως. Από το 2004 και μετά η πλειοψηφία των παιχτών που φορούν τη γαλανόλευκη δίνουν το 120% των δυνατοτήτων τους. Οι μπαλαδόροι είναι όλο και λιγότεροι, τα «εργαλεία» όμως δεν λείπουν ποτέ. Για μένα, η χλωμή εικόνα της Εθνικής Ελλάδας στις κορυφαίες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις οφείλεται σε μια χαμένη ευκαιρία.

Θυμηθείτε τι ακολούθησε το Ευρωμπάσκετ του ’87. Όλες οι γειτονιές της χώρας γέμισαν μπασκέτες. Το μπάσκετ μπήκε δυναμικά στα σχολεία, γεννήθηκαν οι υποδομές, τέθηκαν οι βάσεις για 25 χρόνια επιτυχιών, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Στο ποδόσφαιρο τίποτα. Ζερό. Νάδα. Ματς-«σούπες», στημένα, βρωμόξυλο, ιστορικοί σύλλογοι στη Γ΄ Εθνική και τα τοπικά. Ο νέος προπονητής της Εθνικής μας είναι ο ικανότατος και πολύπειρος Κλαούντιο Ρανιέρι. Θα μπορέσει να αλλάξει τη φιλοσοφία της ομάδας; Να την κάνει λίγο πιο θεαματική και επιθετική; Κι ας χάσουμε, βρε αδερφέ! Αν και φοβάμαι πως οι δάφνες του 2004 σαπίζουν, όπως και τα περισσότερα ολυμπιακά ακίνητα του ίδιου έτους.


Φωτό: Ορέστης Καρνέζης (Ελλάδα)

Φωτογράφιση της adidas με ξένους και Έλληνες διεθνείς, στο πλαίσιο της καμπάνιας «Αll in or nothing» για το FIFA World Cup 2014. Οι παίκτες φορούν τα ποδοσφαιρικά παπούτσια της ειδικά φτιαγμένης για το Παγκόσμιο Κύπελλο

συλλογής «Battle Pack».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ