- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Η γκόσπελ πλευρά της Αθήνας
Πολύ κοντά μας ακούγονται μελωδίες αυθεντικού γκόσπελ. Η A.V. βρέθηκε πίσω από τη Βαρβάκειο
Τελικά το γκόσπελ χρειάζεται συστάσεις: χριστιανική δοξολογία με ρυθμό και κίνηση που εκφράζει το θρησκευτικό αίσθημα ή, πιο απλά, προσευχή βαλμένη σε νότες. Με αφροαμερικάνικη καταγωγή και μπλουζ καταβολές έχει τη δύναμη να γοητεύσει βαθιά – κάπως έτσι αυτό το «rhythm n’ blues του Θεού» καρφίτσωσε ψηλά στο καλλιτεχνικό πάνθεον τις «μαύρες» φωνές της Aretha Franklin και της Whitney Houston. Τέλος πάντων, λίγο πολύ όλοι κάτι ξέρουμε από τις αμερικάνικες ταινίες. Αυτό που ίσως αγνοούμε είναι ότι πολύ-πολύ κοντά μας ακούγονται μελωδίες αυθεντικού γκόσπελ.
Την πρόσκληση έβαλε πριν μερικές μέρες στο χέρι μου μια γυναίκα από τη Νιγηρία. Πουλάει τσάντες στη γειτονιά μου. Τη βλέπω χρόνια, με βλέπει και αυτή. Κάποτε έτυχε να τη βοηθήσω να ξεφρακάρει τον μπόγο με την πραμάτεια της από το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Προλάβαμε στο τσαφ. Από τότε ανταλλάσσουμε μόνο νεύματα συγκρατημένου χαιρετισμού, πιο σπάνια καμιά κουβέντα. Η πρόσκληση, λοιπόν, που κρατούσα, προορισμένη για εκείνη, έγραφε: Gospel Thanksgiving: μέρος, ημερομηνία, ώρα. Θα είχε και φαγητό.
Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα ήταν μουντό και κανείς δεν είχε όρεξη να ξεμυτίσει από το σπίτι του για να με συνοδέψει στη γιορτή. Μόνη, λοιπόν. Κύλησα αργά, σαν δειλός παπαράτσι, μέχρι τα μετόπισθεν στη Βαρβάκειο. Από εκεί μπορούσα να δω: στην είσοδο μιας κοντινής στοάς συνωστίζονταν Αφρικάνες με μεγάλα φουντωτά καπέλα σε φανταχτερά χρώματα σαν υπερμεγέθη εξωτικά λουλούδια και μακριές εντυπωσιακές φούστες – ή, καλύτερα, τουαλέτες. Χωρίς δισταγμό στρίμωξα το ταπεινό ξεβαμμένο τζιν μου μαζί τους στο ασανσέρ, θαμπωμένη και ανυπόμονη.
Το παραδοσιακό τους επίσημο ένδυμα (african attire) έχει δική του απίθανη λογική – για τους άντρες υπαγορεύει ολόσωμα ασυνήθιστα κουστούμια, ενώ τα αντρόγυνα φοράνε το ίδιο, σαν δίδυμα αδέρφια. «Διαλέγουμε το ύφασμα που θέλουμε και μετά τα ράβουμε. Συνήθως τα φοράμε σε γιορτές και καμιά φορά και τις Κυριακές στη λειτουργία» μου εξηγεί αργότερα η Blessing σε άπταιστα ελληνικά, όμως εκείνη φοράει ρούχα δυτικού στιλ όπως και οι περισσότεροι νέοι. «Δεν φοβόμαστε τα χρώματα γιατί δεν φοβόμαστε τη ζωή, προσπαθούμε να είμαστε πάντα χαρούμενοι ό,τι και να συμβαίνει». Και η αλήθεια είναι ότι ανάμεσά τους δύσκολα πιάνεις vibes απαισιοδοξίας.
Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας εκδηλώσεων άνοιξε αποκαλύπτοντας έναν πολύχρωμο κόσμο που περιφερόταν εύθυμα ανάμεσα σε τραπεζοκαθίσματα, μιλώντας πότε αγγλικά πότε ελληνικά. Αν και το παράθυρο κοίταγε στην Ακρόπολη, λίγο όλος αυτός ο εξωτισμός, λίγο η περιορισμένη παρουσία λευκών, παραλίγο να πιστέψω ότι τρύπωσα σε μια μακρινή κοινωνία και μάλιστα αόρατα. Όχι για πολύ: επανήλθα όταν κάτι ξεψαρωμένα πιτσιρίκια περιεργάστηκαν –κάπως άγαρμπα ομολογώ– τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά μου και με ρώτησαν το όνομά μου. Μου φάνηκε σαν άτυπο παρασύνθημα καθώς μετά ο πάστορας και μερικοί άλλοι ήρθαν και μου έτειναν εγκάρδια χειραψία. Κάπου εκεί με εντόπισε και η οικοδέσποινά μου, η Miracle – σαν να με ήξερε χρόνια. Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα να την ταυτοποιήσω με την κοπέλα του πάγκου, είχε μεταμορφωθεί κι εκείνη σε λουλούδι.
Στο μεταξύ η αίθουσα πλημμύριζε με βόμβους. Ντραμς, σαξόφωνα, κιθάρες ήταν σε ετοιμότητα. Η χορωδία με τις στολές της είχε πάρει θέση και μια παρέλαση προανήγγειλε την πανηγυρική άφιξη του «bishop» μετά της συζύγου. Δύο ευγενικές, αρχοντικές φυσιογνωμίες. Το γκόσπελ ξεκινούσε. Ο χώρος γέμισε κι άλλο με χρώμα και η ατμόσφαιρα, υπόκωφα αλλά σταθερά, άρχισε να γίνεται μυστηριακή. Το έθνικ στοιχείο θα το επισκίαζε σύντομα η θρησκευτικότητα. Οι πιστοί άρχισαν να τραγουδάνε όλοι μαζί δυνατά, κατανυκτικά, με τρόπο που σε καθήλωνε. Ο ρυθμός πού και πού γινόταν ρέγκε και οι φωνές είχαν μόνιμα μια χροιά τζαζ και εναλλάσσονταν με το κήρυγμα. Τα ομαδικά «Αλληλούια» επέτειναν το υποβλητικό κλίμα, τα πρόσωπα άλλαζαν σιγά-σιγά έκφραση και τα σώματα χόρευαν το καθένα με το δικό του τρόπο. Κάποιοι –ελάχιστοι– με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μονολογούσαν σε μια ακατάληπτη γλώσσα και η έκστασή τους κρατούσε ολόκληρα λεπτά. Θυμήθηκα εκείνη την αράδα του Ηλ. Μαγκλίνη στην «Καθημερινή»: «Εδώ μέσα κι ένας άθεος μπορούσε να πιστέψει».
Στην απαίδευτη σκέψη όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν ένα γοητευτικό έθιμο, ένα φολκλόρ θέαμα. Για εκείνους όμως είναι η προέκταση της ψυχής τους, η ένωση με το θείο. Και όταν είσαι παρών, εκτός από το σεβασμό που θα σου εμπνεύσει η εμπειρία αυτή ίσως αισθανθείς να σου γρατζουνάει και το υποσυνείδητο.
Η γιορτή θα κρατούσε ως τα μεσάνυχτα αλλά έφυγα στη μέση μιας επίδειξης break dance από δεκάχρονα παιδιά. Πριν τους αποχαιρετήσω μου έδωσαν ένα πακέτο φαγητό για το σπίτι και ένα μη αλκοολούχο ποτό για το δρόμο.
Στην αποβάθρα του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι για την επιστροφή ξαναπατούσα στα γνώριμα, αλλά κάτι έμοιαζε διαφορετικό. «Το να βρεθείς σ’ ένα αυθεντικό γκόσπελ είναι ξεχωριστή εμπειρία. Είναι μια γερή γεύση παράδοσης. Καμία σχέση με τις συναυλίες του είδους στο Μέγαρο Μουσικής, άλλο πράγμα. Από τον τρόπο που συμμετέχεις εσύ, μέχρι την ατμόσφαιρα, τη γλωσσολαλιά και πολλά άλλα» λέει ο Θανάσης που παρακολουθεί «αραιά και πού» γιατί του αρέσει η μουσική. Άλλωστε για να ανακαλύψεις τα γκόσπελ μονοπάτια που θα σε οδηγήσουν σε κυριακάτικες συνάξεις, σε υπόγειους αλλά φροντισμένους τόπους προσευχής, δεν χρειάζεσαι συντεταγμένες, μόνο καλή πρόθεση. Όπως επίσης «δεν χρειάζεται να πιστεύεις στον ίδιο Θεό για να καταλάβεις το κατανυκτικό της υπόθεσης», ούτε είναι απαραίτητο να γνωρίζεις το background για να το προσεγγίσεις με σεβασμό – το αισθαντικό touch θα το απολαύσεις έτσι κι αλλιώς. «Είναι σαν ένα μακρινό ταξίδι στην ίδια σου την πόλη, μόνο που είσαι ο καλεσμένος» συμπληρώνει η Εύη που έχει ταξιδέψει πολύ, και στην Αφρική.
«Όμως, το νόημα είναι αλλού» επιμένει η Blessing και έχει δίκιο. Είναι ότι ο μετανάστης κουβαλά την κουλτούρα της χώρας και του πολιτισμού του, που συνήθως ξεχνάς όταν τον βλέπεις δίπλα σου στο μετρό, στο τρόλεϊ, στο δρόμο. Δεν παύει όμως να είναι μια παράλληλη πραγματικότητα που υπάρχει δίπλα στην οικεία αθηναϊκή, αλλά που στην ουσία είναι ένα και το αυτό. Κάπως έτσι βλέπει η Σάσα από το μπαλκόνι της τα φουντωτά καπέλα να περνάνε στα στενάκια της Κυψέλης. Και κάπως έτσι, ίσως λίγο πιο σκληρά, είδε και ο Πέτρος την ανθρωπογεωγραφία της συνοικίας του να αλλάζει: «Από τη μία αυτοί, από την άλλη εμείς, κάποιος έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα. Το έκανα γιατί αλλιώς θα ήταν σαν μην προσαρμόζομαι, δεν θέλω από τα 30 μου να είμαι σαν κάτι παππούδες κολλημένους που δεν καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος αλλάζει». Γιατί είναι αλήθεια, ο κόσμος αλλάζει.
Φωτό: Τάσος Βρεττός