- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Εδώ Φάρος!
Εδώ Φάρος! Ο ποιητής, οδοντίατρος και δημοτικός σύμβουλος Δημήτρης Χαλαζωνίτης για το Ψυχικό
Η ακτίνα φωτός με έκοψε στα δύο. Άργησα να καταλάβω που, ποιος, τι. Βλέπεις ήμουν ήδη κομμένος στα δύο από κάνα... κάμποσα ρούμι το προηγούμενο βράδυ. «Σήκω. Μου υποσχέθηκες μάθημα». Η υπέροχη φωνή της ανιψιάς μου και η πιο υπέροχη θωριά της προσπαθούσαν να καλιμπράρουν τη ζάλη μου. Ήταν Κυριακή και της είχα υποσχεθεί μάθημα οδήγησης. Και το Ψυχικό και η Φιλοθέη ήταν το ιδανικό μέρος. Συνοπτικές διαδικασίες: νερό στα μούτρα, ρούχα, καφές στο θερμός, τσιγάρα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Μου ήρθαν θολές διαδρομές που έκανα εγώ, βράδια, όταν στη δική της ηλικία έκλεβα το Ντεσεβό του πατέρα μου.
«Κάνε το γύρο του Κολεγίου. Πήγαινε προς τα σχολεία» της είπα για να κερδίσω χρόνο τσιγάρου. Στη πίσω μεριά του Κολεγίου της έσβησε η μηχανή. Ήμασταν εκεί, στο τρίστρατο των σχολείων. Αριστερά ο μακρύς, πέτρινος κολλεγιακός τοίχος. Απέναντί του ο αντίστοιχος του Αρσακείου και δίπλα του τα κάγκελα του δικού μου Δημόσιου Γυμνασίου. Τα δυο ίδια και απαράλλαχτα 30 χρόνια τώρα, ίσως με περισσότερα γυαλιά και σύρματα στους τοίχους. Το δικό μου είχε αλλάξει. Περισσότερα νεόκτιστα κτίρια, χώροι άθλησης, μέχρι και γήπεδο 5χ5. Και τα τρία είχαν τροφοδοτήσει τη χώρα με σπουδαία μυαλά και πολλούς πολιτικούς. Από άχρηστους –κανόνας–, έως και κάποιους πολύ ικανούς – εξαίρεση.
«Βλέπεις αυτά τα κάγκελα» της είπα. «Εκεί σκαρφαλώναμε στα διαλείμματα να δούμε τα κορίτσια του Αρσακείου να κάνουν γυμναστική. Με κοίταξε σαν αποξηραμένο περίττωμα συμπαθούς δεινοσαύρου. «Γιατί;» με ρώτησε.
Άντε τώρα να της εξηγήσω. Εκνευρισμένος πέταξα το τσιγάρο και της είπα να ξεκινήσει. Κατεβήκαμε προς την Κηφισίας και της είπα να στρίψει στην Αγίου Δημητρίου. Μακρύς, φαρδύς δρόμος και στην κορυφή του δεσπόζει, επιβλητικός ο βυζαντινός Άγιος Δημήτριος. Σαν το αιώνιο καλυμμαύχι του προαστίου.
Δεξιά και αριστερά δάφνες και δένδρα. Πολλά. Τα περισσότερα αιωνόβια. «Τα βλέπεις αυτά τα δένδρα» της είπα. «Τα έχω μετρήσει ένα προς ένα». «Πότε» με ρώτησε. «Λίγο μικρότερος από εσένα. Τελείωνε η σχολική χρονιά και είχαμε κάνει το παραδοσιακό πάρτι στο σπίτι του Δημήτρη Σ. Όταν τελείωσε ανέλαβα να συνοδεύσω το κορίτσι με το οποίο ήμουν ερωτευμένος όλη τη χρονιά. Εγώ το ήξερα. Όλοι το ήξεραν, εκτός από αυτή. Έμενε στο Ν. Ψυχικό. Κατεβαίναμε λοιπόν την Αγίου Δημητρίου και έλεγα μέσα μου: στο επόμενο δένδρο θα της το πω»! Σταμάτησα να μιλώ και άναψα τσιγάρο. Η αναπόληση με είχε λίγο χώσει εκεί που χώνει όλους τους μεσήλικες. Στη γλυκερή συγκίνηση. «Και»;; Η ανυπόμονη φωνή της ανιψιάς μου με έβγαλε από αυτήν.
«Τι να γίνει. Τελείωσαν τα δέντρα». «Και»;; Ξαναρώτησε. «Και... δεν της το είπα. Και όλη την επόμενη χρονιά έλιωνα από καημό και έρωτα». Με ξανά κοίταξε με… εκείνο το βλέμμα. Σαν φάντασμα, άνεργο, που δεν καταλάβαινε γιατί δεν αποσυρόταν.
Είχαμε μπει στη Δημοκρατίας. Στα αριστερά μας το πάρκο γεμάτο με τα γλυπτά του Ζογγολοπουλου. Πρόσφατα αποκτήματα. Μέτρησα και συνειδητοποίησα ότι και οι τρεις κοινότητες του καλλικρατικού Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού είχαν τουλάχιστον 15 γλυπτά σπουδαίων δημιουργών στους δρόμους τους. Αναρωτήθηκα αν συμβαίνει αυτό σε άλλη περιοχή της χώρας. Μάλλον όχι.
Περνάγαμε μπροστά από το πολιτιστικό Κέντρο Μπενετάτου με σκοπό να μπούμε από ψηλά στη Φιλοθέη. Της δυσκόλευα τη διαδρομή. Ξαναθυμήθηκα. Η πριν από είκοσι χρόνια πολιτιστική νέκρα της περιοχής είχε μετατραπεί σε πολιτιστικό οργασμό. Και οι τρεις κοινότητες είχαν πια τουλάχιστον 9 χώρους πολιτισμού με πληθώρα εργαστηρίων, εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων προερχομένων από τους ίδιους τους πολίτες. Χωρίς υψηλή καθοδήγηση. Με αυταρέσκεια σκέφτηκα ότι είχα βάλει κι εγώ το χεράκι μου στα πρώτα και πιο δύσκολα χρόνια. Αλλά θυμήθηκα και τις τρεις νύχτες που είχα περάσει στην ΓΑΔΑ, όταν ανίκανοι γραφειοκράτες με συνέλαβαν σαν υπεύθυνο του Δημοτικού Ραδιοφωνικού σταθμού «ο Φάρος» που είχαμε φτιάξει με καμιά σαρανταριά καταπληκτικούς πιτσιρικάδες. Φαίνεται το χαμόγελο που είχε κολλήσει στη φάτσα μου παραήταν αγελαδινό, γιατί με σκούντηξε η ανιψιά μου. «Εεε! Τι έπαθες»; Της είπα όλα αυτά που σκεφτόμουν.
«Πώς έγινε αυτό» με ρώτησε. «Να σου πω» της απάντησα. «Εδώ, πριν 20 χρόνια, καταφέραμε αυτό που ακόμα προσπαθούν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μαζευτήκαμε κάποιοι από σχεδόν όλα τα κόμματα, φτιάξαμε ομάδα και διεκδικήσαμε το δήμο από τους κομματικούς υποψήφιους. Και κερδίσαμε. «Γράψαμε» τα μικρά συμφέροντα και τις ιδεοληψίες των κομμάτων μας και δουλέψαμε. Μας ξανά ψήφισαν και συνεχίζουμε να κερδίζουμε 20 χρόνια τώρα. Και πιο συγκεκριμένα... «Ωχ, τα βαριέμαι αυτά τα πιο... συγκεκριμένα» με έκοψε. «Πες μου άλλες ιστορίες». Είχε δίκιο. Για να την κερδίσω σαν πολιτικός έπρεπε να της πω άλλες ιστορίες. Και εκείνη τη στιγμή δεν μου κατέβαινε καμία.
Είχαμε μπει πια στη Φιλοθέη. Μπροστά στο πέτρινο περίπτερο. Ακόμα σε λειτουργία. Ίδιο και απαράλλαχτο. Παρακάτω η πλατεία με το θερινό σινεμά «Φιλοθέη». Ακόμα σε λειτουργία. Ίδιο και απαράλλαχτο. Και ακόμα πανέμορφο μέσα στο πράσινο. Παρακείθε και από πίσω το παλιό μας στέκι, δίπλα στο Δημαρχείο: «ο ΑΙΔΙΝΗΣ». Το ιστορικό μαγαζί του πατέρα της κουμπάρας μου της Αθηνουλας. Στέκι μας στις κοπάνες, στέκι μας στις εξόδους, στέκι μας γενικώς και επί παντός. Έχει περάσει σε άλλα χέρια πια. Ακόμα στέκι. Αλλά διαφορετικό. Και οι περίοικοι να διαμαρτύρονται. Αλλά διαφορετικά... Και συνεχίσαμε. Το τένις, ακόμα ακμαίο και σύγχρονο, ο στίβος, η κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης και μετά η υπέροχη παιδική χαρά του Πικιώνη. Ανήκει πια στα «μνημεία της νεότερης Ελλάδας». Ο ήλιος φώτιζε. Πολύ. Το πράσινο γύρω ίδιο. Ίσως και περισσότερο. Οι άνθρωποι βόλταραν. Μου φάνηκε πως και τα πρόσωπα ήταν τα ίδια. Αναρωτήθηκα αν το παρελθόν ήταν τα γυαλιά που φόραγα για να δω το παρόν. Είτε ήταν είτε όχι, στα δέκα λεπτά από το κέντρο μιας πρωτεύουσας που λατρεύω αλλά βουλιάζει, συνειδητοποίησα ότι αισθανόμουν ήρεμος, ασφαλής. Και ευνοημένος. Πολύ ευνοημένος. Μέσα στη μεγαλούπολη της κρίσης ντράπηκα για την τύχη μου. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Η φωνή του Παπάζογλου τραγουδούσε: όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν.
«Φτάνει η βόλτα» είπα στην ανιψιά μου. «Πάμε για καφέ».
Βγήκαμε στην Κηφισίας και στον Φάρο στρίψαμε αριστερά. Πίσω μας «οι ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου μου φάνηκε πως στιγμιαία ανοιγόκλεισαν. Σαν πονηρή ματιά ομορφιάς και προστασίας. Μπήκαμε στο Ν. Ψυχικό. Εδώ υπάρχουν μαγαζιά. Πάντα υπήρχαν. Ίσως πια παρά πολλά, πληρώνοντας το ζόρι και την απαξίωση του Κέντρου της Αθήνας. Όμως το αγαπώ. Από παλιά το αγαπούσα, όταν πιτσιρικάς πέρναγα το φράγμα της υψιπετούς Κηφισίας και χυνόμουν στις γειτονιές του. Κι αυτές (με) ζωντάνευαν. Μου ψιθύριζαν άλλα λόγια, πιο τρυφερά, πιο ανθρώπινα, άλλης γοητείας, πώς να το πω, σαν τα λόγια της υπέροχης ερωμένης, διαφορετικά από αυτά της απέναντι, επίσης εξαίσιας, αλλά... συζύγου μου. Ακόμα τρελαίνομαι με την πλατεία Ελευθερίας και τα αχτύπητα κεφτεδάκια του «Φοιτητή». Ακόμα τρελαίνομαι με την Αγία Σοφία. Θυμάμαι τα πανηγύρια της και θυμάμαι, τριάντα και χρόνια πριν, να στριμώχνομαι ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους για να πάρουμε λίγο από το θαυματουργό νερό του Καματερού. Και τα κατάφερα. Το πήρα και το ήπια. Δεν ξέρω αν με γλίτωσε από τις αρρώστιες. Αλλά, όπως και το Ν. Ψυχικό, ίσως είχε εκείνα τα συστατικά της «Παράδοσης» που την κάνουν αιώνιων νέα και γοητευτική. Το ότι κάθομαι αυτή τη στιγμή σε ένα καφέ με την ανιψιά μου και δυο φίλους της (τους βρήκαμε εκεί) χωρίς να με βαριούνται, ποιος ξέρει, ίσως και λίγο να οφείλεται σε εκείνο το θαυματουργό νερό μιας πλατείας που ακόμα επιμένει. Παράγγειλα εσπρέσο. Αυτοί, χυμούς. Άναψα τσιγάρο. Απέναντι είχα τρία χαμόγελα που μου θύμιζαν το δικό μου, τριάντα χρόνια νεότερο και μερικές χιλιάδες λέξεις και τσιγάρα καθαρότερο.
Φωτό: Τάσος Βρεττός