- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Παλιά η Αθήνα μού άρεσε.
Είχε έξαψη, κάλλη και περιπέτεια. Την περπατούσα σαν flaneur. Έκανα σλάλομ ανάμεσα στα κτίρια του Τσίλερ και τα μοντέλα του “Wild Rose”, διέσχιζα τις φωτεινές επιγραφές και τους εταιρικούς όγκους της Κηφισίας σχεδόν με θαυμασμό, λες και ήταν σκηνικά από το “Blade Runner”. Τα Εξάρχεια ήταν μποέμικα, στο “Green Door”, στην «Αίτνα» και στο “Clown” για να μπεις έπρεπε να περιμένεις υπομονετικά στην ουρά, μάθαινα μυστικά της πόλης ακούγοντας τον Νένε στον Klik FM να μειξάρει “West Side Story” με γιαπωνέζικη spacepop.
Ξαφνικά όλα αυτά εξαφανίστηκαν. Την τελευταία φορά που περπάτησα στην Αθήνα, η πόλη μού φάνηκε άγρια, αμακιγιάριστη, αλύπητη. Τζάνκια ντίλαραν στην Ομόνοια, με ένα φωτισμό σχεδόν σουρεαλιστικό, καθώς στο κίτρινο χρώμα του άρρωστου προσώπου τους παρεμβάλλονταν οι πολύχρωμες φλούο αντανακλάσεις του “Fashion Hotel”. Πόρνες από την Αφρική, «αγκόρι, τέλει γκαμήσι», άπλυτα Πακιστάνια να ρίχνουν ύπνους στα παγκάκια, απανωτά εναλλασσόμενα καρέ δυστυχίας έπεφταν μπροστά στα μάτια μου, καθώς το πήρα με τα πόδια έως το Γκάζι.
Ούτε το Γκάζι μού αρέσει, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που ποτέ δεν ψώνιζα δίσκους από τα πολυκαταστήματα. Γκέι αριστερά, χέβι μέταλ στον τρίτο όροφο, για σουβλάκια στο πέμπτο στενό, αντισυμβατικά ελεκτρόνικα τυπάκια second floor please, το Γκάζι μού μοιάζει με σουπερμάρκετ. Το πλημμυρίζουν χιλιάδες κάθε νύχτα, με στόχο να φάνε, να πιουν, να φασωθούν· δεν το βρίσκω κακό, ο τρόπος, το άγχος και η αγωνία που καθρεφτίζεται στα μάτια τους όταν ξεμπουκάρουν από τις κυλιόμενες σκάλες του Κεραμεικού είναι που με τρομάζουν. Σαν D-Day, σαν τα στρατεύματα να εφορμούν στα οχυρά της Νορμανδίας και η γη να βάφεται κόκκινη από τα χυμένα παντού κρασιά.
Βγήκαμε στην εθνική οδό από τη στουμπωμένη Αχαρνών.
Τα απορριμματοφόρα γουργούριζαν ηδονικά σαν δεκαοκτούρες, καθώς καταβρόχθιζαν τα σκουπίδια της πόλης, οι μηχανοκίνητες σκούπες του δήμου πάλευαν να καθαρίσουν τις βρομιές, κολλημένες δυνατά στο πεζοδρόμιο, όπως οι πεταλίδες στα βράχια. Είναι πολύ άσχημη η Αθήνα, συμφωνήσαμε, γκαζώνοντας πίσω για το χωριό μας, τη Θεσσαλονίκη.
Παλιά, όταν παρκάραμε μετά από ταξίδι, φορτωνόμασταν άγχος και μελαγχολία. Τώρα όχι και τόσο. Η Θεσσαλονίκη τουλάχιστον βγάζει στέρεη σιγουριά. Καμία έκπληξη, αλλά μια αίσθηση μεγαλύτερης ασφάλειας. Το κέντρο δείχνει πληκτικό, ειδικά τις νύχτες, που το μόνο που λάμπει είναι οι βιτρίνες και τα μάτια των αδέσποτων που ξαπλώνουν όπου βρουν. Είμαστε όλοι γνωστοί, ο καθένας γνωρίζει τα πάντα για τον άλλον, ακόμα και οι άστεγοι και τα τζάνκια δείχνουν λιγότερο απεγνωσμένα, στη γωνία παραλίας με Βενιζέλου σφίχτες, λαϊκά τεκνά και επαρχιώτισσες φοιτητριούλες καίνε τη νύχτα τους με Πάνο Κιάμο και μαύρο Johnnie.
Τη μέρα το μποτιλιάρισμα είναι το ίδιο αφόρητο με της Αθήνας, τα ντόπια αθλητικά πρωτοσέλιδα το ίδιο κάφρικα με τα κοκκινοπράσινα του Λεκανοπεδίου, όμως παρόλα αυτά η πόλη δείχνει πιο κοντρολαρισμένη, πιο συμμαζεμένη, διαθέτει περισσότερο οίκτο και, αν την ψάξεις καλά, θα βρεις και θαλπωρή.
Δημοσιεύτηκε στο SOUL, τεύχος 30