Τηλεοπτικές σειρές μανιφέστα
Από τον «Πύργο του Ντάουντον» στο «American Horror Story». Του Γιώργου Πανόπουλου
Ύφεση, ανεργία, χρεοκοπία, διαφθορά, άκρα, παρακμή: μέχρι πριν από λίγο θυμίζαν άλλες εποχές, που ο κόσμος δεν ήταν ένα καλό μέρος για να ζεις, κομμάτια μιας σκοτεινής μυθολογίας που κανένας δεν θα ήθελε πραγματικά να ζήσει. Μέχρι που το 2008, το σύγχρονο παραμύθι της καλής ζωής που δεν θα τέλειωνε ποτέ τέλειωσε με το λύκο να τρώει την κοκκινοσκουφίτσα και το βάτραχο που έγινε πρίγκιπας να ξαναγίνεται βάτραχος. Ύφεση, ανεργία, χρεοκοπία, διαφθορά, άκρα, παρακμή: τώρα, σε εμάς, στις μέρες μας. Ο φόβος απλώθηκε σε όλη τη Δύση σαν πυρηνικό μανιτάρι. Οι τράπεζες έγιναν η αχίλλειος πτέρνα της ελεύθερης αγοράς με όλα τα βέλη πάνω τους. Όλο και περισσότεροι άρχισαν να χάνουν τη δουλειά τους ή να κινδυνεύουν να τη χάσουν. Η πραγματικότητα επέστρεψε με ένα δυσβάσταχτο ρεαλισμό. Οι σκηνές με τους υπηρέτες του «Downton Abbey» να τρέμουν μήπως χάσουν τις δουλειές τους εξαιτίας αρρωστιών ή από εγκυμοσύνες, εσωτερικές ίντριγκες, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που αποσταθεροποιούν τους εργοδότες, χτυπάνε στους θεατές ένα ήδη ενεργοποιημένο νεύρο. Όπως χτυπάει και το ενδεχόμενο να πουληθεί το σπίτι ή να καταφύγουν στην πλούσια Αμερικανίδα συγγενή για να τους σώσει από την οικονομική καταστροφή.
Οκτώ εκατομμύρια είδαν την πρεμιέρα του τρίτου κύκλου της σειράς στην Αμερική – χίπστερς, διανοούμενοι, νοικοκυρές, χρηματιστές και πωλήτριες κι ανάμεσά τους η οικογένεια Ομπάμα ανήκουν στους φανατικούς της σειράς. Η παγκόσμια επιτυχία (με τις περισσότερες υποψηφιότητες στην ιστορία των βραβείων Emmy) οφείλεται στο ότι οι αμερικανο-βρετανοί τηλεθεατές και μαζί τους ο υπόλοιπος κόσμος βλέπει στο «Downton Abbey» μια μυθοποιημένη εκδοχή ενός παρελθόντος που ο καθένας ήξερε τη θέση του, που οι μπάτλερ βοηθούσαν του κυρίους να φορέσουν το φράκο, οι υπηρέτριες χτένιζαν τα αριστοκρατικά μαλλιά των κυριών τους και γυάλιζαν τους κρυστάλλινους πολυελαίους σε έναν τεράστιο πύργο, οι μαγείρισσες έφτιαχναν γεύματα και δείπνα για την οικογένεια και τους καλεσμένους της και οι ατάκες της Μάγκι Σμιθ δημιουργούσαν μια αίσθηση χαριτωμένου κυνισμού, πυγμής και κατάφασης στη ζωή τις στιγμές που γινόταν δύσκολη. Κάτω όμως από το γκλίτερ του «Πύργου» υπάρχει ένα σοβαρό μήνυμα που η σειρά στέλνει εμφατικά: οι καιροί αλλάζουν ραγδαία και εσύ ο θεατής χρειάζεται να προσαρμοστείς για να επιβιώσεις. Τα ντεκόρ και οι μηχανορραφίες μιας σαπουνόπερας, μαζί με το βρετανικό φλέγμα και την ιεραρχία, δεν κάνουν καμία προσπάθεια για να κρύψουν τα ραγίσματα και τις ρωγμές από όπου μπαίνει μια πραγματικότητα που αποσταθεροποιεί. Το «Downton Abbey» μιλάει για τους ταραγμένους καιρούς μας με έναν τρομερά καθησυχαστικό (;) τρόπο.
Ο κόσμος μας σε λιγότερα από τριάντα χρόνια περνάει από τη βιομηχανική οικονομία σε έναν καλωδιωμένο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο και τραντάζεται. Οι γκέι αποκτάνε δικαιώματα, παντρεύονται και υιοθετούν παιδιά σε όλο και περισσότερα κράτη, ενώ ταυτόχρονα εκατοντάδες χιλιάδες στη Γαλλία και αλλού διαμαρτύρονται για την «παρακμή» και ο Πάπας λέει ότι «οι προσπάθειες νομιμοποίησης των γάμων των ομοφυλοφίλων απειλούν την ειρήνη στον κόσμο», η μαριχουάνα είναι στο δρόμο της νομιμοποίησης, ο Αμερικανός πρόεδρος είναι μαύρος, από τη μία το συντηρητικό «κίνημα του Τσαγιού» από την άλλη τα φιλελεύθερα «Occupy» κινήματα, ο κόσμος χωρίζεται στα δύο, ο παλιός κόσμος εναντίον του νέου, αλλά ποιος είναι παλιός και ποιος νέος;
Με αυτές τις αλλαγές είναι εύκολο να μεταφράσουμε το θέαμα των αριστοκρατών (που αναγκάζονται να δεχτούν το γάμο της κόρης τους με έναν Ιρλανδό καθολικό οδηγό ή όταν αποφασίζουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να τους σερβίρει μια ανύπαντρη μητέρα πρώην πόρνη) με ό,τι συμβαίνει σε αυτή την περίοδο της ιστορίας που ζούμε. Η παλιά εποχή τελειώνει και μια καινούργια αρχίζει και χρειάζεται να λυγίσεις, γιατί αλλιώς θα σπάσεις. «Όσο σκέφτομαι τι συνέβη τα τελευταία δέκα χρόνια...» λέει η Βάιολετ (Μάγκι Σμιθ) στο χριστουγεννιάτικο επεισόδιο του τρίτου κύκλου. «Ένας Θεός ξέρει τι μας περιμένει ακόμα». Δείχνει ελαφρώς τρομοκρατημένη, αλλά αυτό που υπονοεί όπως πάντα είναι: Θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρετε.
Κάποτε ήταν το Χόλιγουντ. Τώρα είναι ΚΑΙ οι σειρές της τηλεόρασης που αποτελούν το βαρόμετρο και το θερμόμετρο που δείχνει την υγεία της Δύσης. Ανάμεσα στη νοσταλγία και τη νεύρωση, το παγκοσμιοποιημένο αμερικάνικο όνειρο για άλλη μια φορά αιμορραγεί. Η ευμάρεια της Δύσης έγινε μεταδοτική ασθένεια. Μετά το πάρτι είναι η εποχή της παράνοιας. Και το «American Horror Story» με την Τζέσικα Λανγκ ξεκίνησε στον πρώτο κύκλο με ένα στοιχειωμένο σπίτι, για να περάσει στο δεύτερο κύκλο σε ένα άσυλο στο οποίο κινούνται ψυχικά ασθενείς, εγκληματίες, αθώοι, νοσοκόμοι, γιατρός, ψυχίατρος και καλόγριες, χωρίς να μπορείς να αποφασίσεις ποιος είναι περισσότερο διασαλευμένος από τον άλλο. Η σειρά δεν είναι παρά μια μεταφορά. Αυτό που βλέπεις είναι η υπερβολή αυτού που ζεις. Με το φόβο πανταχού παρόντα, την ανεργία και την κρίση να βαθαίνουν χωρίς ελπίδα σύντομης εξόδου, είναι μια εποχή σύγχυσης και σκλήρυνσης του συστήματος. Στη σειρά η εξουσία, μέσα από τη διευθύντρια-καλόγρια και τον ψυχίατρο, επιβάλλει την παρανοϊκή λογική της, ενώ κάποιοι τρόφιμοι προσπαθούν να διατηρήσουν το μυαλό τους και να δραπετεύσουν – και οι ρόλοι συνεχώς αλλάζουν.
Το «American Horror Story» είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξυπνήσει. Όποιος δραπετεύει, ξαναβρίσκεται μετά από λίγο στο άσυλο. Αίμα, εξωγήινοι, πειράματα, σίριαλ κίλερς, θάνατος, ο σατανάς, το μικρό σπίτι στο λιβάδι γεννάει τέρατα, η αμερικάνικη οικογένεια ξαναγεννημένη σαν ηφαίστειο ψύχωσης. Και συνεχώς σαν λάιτ μοτίφ ένα σαχλό τραγουδάκι για τον Dominique, που μιλάει για τον Θεό (και τραγούδησε το 1963 η Βελγίδα Αδελφή Χαμόγελο), σαν σκωπτική αντίστιξη στο κακό που κυριαρχεί. Μεταξύ «Εξορκιστή», «Παρασκευής και 13» και «Φρανκενστάιν τζούνιορ», το «American Horror Story» είναι ένα μπιμούβι –που περιέχει όλα τα μπιμούβι– και η Τζέσικα Λανγκ το μετατρέπει σε ένα επικό μπιμούβι. Μια εικονογραφημένη κρίση πανικού, δηλαδή, μιας διαταραγμένης εποχής.
Η Δύση ζητάει απαντήσεις και τις ζητάει γρήγορα. Εάν εντοπίσεις, διαγνώσεις και προσφέρεις μια θεραπεία για την Ασθένεια της Δύσης, που γίνεται αρρώστια του πλανήτη, ανήκεις στην επόμενη μέρα. Αυτή τη στιγμή όμως κανένας –ούτε κοινωνιολόγος, ούτε οικονομολόγος ή σχολιαστής, κυβέρνηση ή αντιπολίτευση– δεν λέει καλύτερα αυτό που λένε οι σειρές της εποχής και κυρίως αυτή: ότι έχουμε πέσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και δεν μπορούμε να σηκωθούμε. Εάν οι απαντήσεις που δίνουν οι σειρές είναι νοσταλγία, αίμα, φόβος, ανησυχία, τρέλα, δεν ενδιαφέρει καθόλου. Χρησιμοποιώντας την τηλεόραση σαν απόδραση δραπετεύουμε είτε σε ένα καλτ θρίλερ που εκτονώνει το θυμό μας είτε σε έναν πολυτελή πύργο που θυμίζει αυτό που πιστεύουμε ότι χάσαμε, αλλά ποτέ δεν είχαμε. Κι έξω από την οθόνη;