- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Σφραγίδες σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη. Καρμπόν, μελάνια, γραφομηχανές, γραφεία με τεράστια συρτάρια. Ως παιδί δημοσίων υπαλλήλων δεν έβλεπα την ώρα να βρεθώ στο Δημόσιο: μια παιδική χαρά προς εξερεύνηση. Και μετά ήρθε η ενηλικίωση και η συναλλαγή. Ώρες σε μια ουρά για ένα πρωτόκολλο στην πολεοδομία. Πάνω κάτω σε ορόφους για μια εξουσιοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση.
Ταλαιπωρία, γκρίνια για μια εξέταση στα εξωτερικά ιατρεία του ΕΣΥ. Ασυνεννοησία και καβγάδες στην εφορία. Μόνη διέξοδος; Να βρεις μια άκρη με εκείνο το «σωστό» υπάλληλο που θα παρακάμψει για χάρη σου, ή για ίδιον όφελος, το τέρας της γραφειοκρατίας. Η φράση «μια θέση στο Δημόσιο», η οποία καθόρισε τις επιλογές μιας ολόκληρης γενιάς, σήμερα θεωρείται συνώνυμη ενός «αντιπαραγωγικού», «υπερτροφικού» κράτους που χρεοκόπησε.
Τρεις γενιές, τρεις γυναίκες απέναντι στο Δημόσιο
Η ζωγράφος Βίκυ Γεωργιοπούλου ανήκει στην παραγωγική γενιά των 30 και κάτι. Είναι εκπαιδευτικός. Περιμένοντας το μόνιμο διορισμό, τοποθετήθηκε για μία χρονιά στα γραφεία της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά. Η εμπειρία μετουσιώθηκε σε μια σειρά πορτρέτων. «Πριν από 4 χρόνια, από αυτή την εμπειρία μου του διορισμού, προέκυψε η αυτοβιογραφική ενότητα “Μια θέση στο Δημόσιο”. Με αυτά τα έργα χλευάζω με πικρό και σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ μια εγκλωβιστική πραγματικότητα.
Δέσμιοι των γραφείων τους, σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι τους, οι δημόσιοι υπάλληλοι άλλοτε ως νέοι κάνουν όνειρα, ενώ ως ηλικιωμένοι συνεχίζουν να ονειρεύονται, αλλά τα όνειρά τους είναι κλεμμένα από κάτι πιο μεγάλο και πιο δυνατό που δεν μπορούν να πολεμήσουν. Άλλοτε καταρρέουν πάνω στο έγγραφο που επικυρώνουν και άλλοτε μένουν με ένα κλουβί στο κεφάλι που τους έχει εγκλωβίσει τον εγκέφαλο και τους διαλύει τη σκέψη, τους έχει δέσει τα χέρια και τους οδηγεί να δεχτούν αβοήθητοι τη μοίρα τους».
Η 25χρονη φωτογράφος Ασπασία Κουλύρα δεν επέλεξε δημοσιοϋπαλληλικό βίο. Θεωρεί το Δημόσιο μια έννοια φορτωμένη με αντιφάσεις και ακρότητες. «Τα όνειρα της δεκαετίας του ’80. Οι απολύσεις της δεκαετίας που διανύουμε. Ο τυχερός γείτονας που βόλεψε τα παιδιά του. Οι περικοπές στους μισθούς, που ακολουθούνται από ένα “καλά τους κάνανε”. Ο δημόσιος υπάλληλος που πήρε μεγάλο δάνειο και τώρα “ας του πάρουν το σπίτι”. Ο συντηρητικός, ο απρόθυμος, αυτός που πληρώνεται για να λείπει, αυτός που κάνει τη ζωή μου πιο δύσκολη. Ο δάσκαλος που παλεύει να μεταδώσει τη γνώση του σε υπεράριθμες αίθουσες, ο σκουπιδιάρης που όταν απεργεί συνειδητοποιούμε πόσο σημαντική είναι η δουλειά του. Τελικά τι ζηλέψαμε; Ποια απ’ όλες αυτές τις εικόνες ονειρευτήκαμε όταν στεκόμασταν με τις ώρες έξω απ’ τα βουλευτικά γραφεία και με ποιον παλεύουμε τώρα;»
Η γενιά των γονιών μας τα έβλεπε όλα πιο πρακτικά. Η Ουρανία Χυτίρογλου διορίστηκε το 1971 με εξετάσεις. Βγήκε στη σύνταξη πριν αποκαλυφθεί το μέγεθος του Δημοσίου και του δημόσιου ελλείμματος. «Ήμουν πτυχιούχος Νομικής. Προοπτική να δικηγορήσω δεν υπήρχε, αφού δεν είχα κάποιον δικό μου με σχετικό επάγγελμα και επιπλέον όταν ορκίστηκα ήμουν παντρεμένη και έγκυος. Μόνη μου επιλογή ήταν μια θέση στο Δημόσιο μ’ όλα τα σχετικά οφέλη. Έδωσα εξετάζεις τρεις φορές στο ΑΣΔΥ (κάτι σαν το σημερινό ΑΣΕΠ)... πάντοτε με επιτυχία. Οι διορισμοί, όμως, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μου. Αυτό δυσκόλευε τα πράγματα, γιατί είχα ήδη παιδί.
Ο τέταρτος διαγωνισμός αφορούσε μια θέση στην πόλη μου και είχε το αμετάθετο. Δούλεψα 32 ολόκληρα χρόνια στο Δημόσιο (ΑΠΘ). Όταν η δική μου φουρνιά ανέλαβε υπηρεσία –περίπου 20 πτυχιούχοι– αντιμετωπίσαμε ένα καθεστώς όχι και τόσο ευχάριστο. Εμάς τα “μικρά”, με πτυχίο, οι παλιότεροι –ως επί το πλείστον χωρίς πτυχίο– μας κοιτούσαν με μισό μάτι. Αγάπησα τη δουλειά μου, δούλεψα πολύ και αμερόληπτα. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και έπρεπε να φύγω στεναχωρήθηκα πολύ. Τελικά είμαι ευχαριστημένη από το Δημόσιο, γιατί απ’ αυτό έζησα και συνέβαλα στις υποχρεώσεις μου ως σύζυγος και μητέρα. Κάνοντας μια αυτοκριτική θα έλεγα ότι, μισά άτομα αν δούλευαν σωστά, θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργεί το ίδρυμα».
Info: Η έκθεση «Μια θέση στο Δημόσιο» της Β. Γεωργιοπούλου παρουσιάζεται στην Γκαλερί «7» (Σόλωνος 20), 5/2 - 2/3 [Eικονογράφηση: ΒΙΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ]