- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Με το 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου προ των πυλών, η Θεσσαλονίκη θα ξαναπλημμυρίσει από τις φυλές των Festivalistas. Ποιες είναι; Και τι θέλουν από τη ζωή μας αλλά και από την τέχνη;
Σινεφυλάργυρος
Μην τον λυπάσαι! Δεν είναι η οικονομική ύφεση που τον ωθεί στην αναζήτηση free pass για τις ταινίες του φεστιβάλ. Το τζαμπατζιλίκι ήταν ανέκαθεν το κρυφό του πάθος. Έπειτα από έναν σκληρό αγώνα για να βρει τον άνθρωπο-κλειδί, να τον προσεγγίσει και να καβατζωθεί, ο Σινεφιλάργυρος κρεμάει τη δημοσιογραφική καρτούλα στο λαιμό, κορδώνει τους ώμους και βουρ για τις αίθουσες! Μπορεί να μην είναι φανατικός του εκλεπτυσμένου κινηματογράφου, όμως έναν Αρονόφσκι, έναν Τρίερ και ένα Λιντς τους έχει δει, που να πάρει! Εννοείται πως παρακολουθεί ατσεκάριστα ό,τι κουλτουρόμπουρδα του προσφέρουν στο πιάτο και πάντα ασυνόδευτος, αφού μια πρόταση του τύπου «Πάμε φεστιβάλ να δούμε καμιά ταινία;» ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει μια δεύτερη πρόταση του τύπου «Αφού έχεις τσάμπα, να βάλουμε από μισά να μου βγει φθηνότερα». Ως εκ τούτου πηγαίνει μόνος του, στρώνεται στα καθίσματα και προσεύχεται να είναι καλή η ταινία. Εκτός όμως από τσιγκούνης και γκαντέμης, είναι και κομπλεξικός. Ποτέ δε θα τον δεις να εγκαταλείπει μια ταινία, όσο βαρετή κι αν είναι, καθότι «Η Θεσσαλονίκη είναι μικρή πόλη, μη μας πουν άτεχνους και ακαλλιέργητους». Όταν με το καλό τελειώσει η ταινία, θα βρεθεί με φίλους του και θα την εκθειάσει αποκαλώντας τη «μικρό διαμαντάκι», αν και… «υστερούσε λίγο στη φωτογραφία». Αγαπημένος του σκηνοθέτης ο Πάνος Κούτρας λόγω ονόματος.
Σινεφιλίνη
Όχι, δε θέλει να γίνει η επόμενη Ελένη Φιλίνη. Απλώς, ταίριαζε σαν λογοπαίγνιο! Η Σινεφιλίνη, στη χειρότερη, θέλει να γίνει η επόμενη Κατίνα Παξινού και, στην καλύτερη, η επόμενη Μέριλ Στριπ, εφόσον καταφέρει να κάνει καριέρα στο εξωτερικό όπως άλλοι έλληνες ηθοποιοί (βλ. Κώστας Σόμμερ, Άνθιμος Ανανιάδης, Χρήστος Βασιλόπουλος) που διέπρεψαν ως διακοσμητικά στοιχεία στο Χόλιγουντ. Προς το παρόν, δουλεύει ως σερβιτόρα σε καφέ μπαρ της πόλης, ενίοτε και ως μπαργούμαν. Το φεστιβάλ είναι γι’ αυτήν το χρυσό εισιτήριο για τον θαυμαστό κόσμο της υποκριτικής τέχνης, αφού της δίνεται η μοναδική ευκαιρία να κάνει PR, να γνωρίσει ανθρώπους του χώρου, να ποζάρει σαν τον Μητσάρα πίσω από συντελεστές ταινιών και να κάνει αισθητή την παρουσία της στα δρώμενα του φεστιβάλ με κάθε μέσο (λεωφορείο, ταξί, τρένο, το σώμα της). Θα τη δεις ανάμεσα σε άλλες wannabe διάσημες προσωπικότητες του θεάτρου να φλυαρεί ασταμάτητα και να επιδεικνύει τις κινηματογραφικές της γνώσεις, επιστρατεύοντας όλο το υποκριτικό της ταλέντο. Όταν τελειώσει η παράσταση, θα επιστρέψει σπίτι ψυχικά καταπονημένη και θα περάσει τους επόμενους μήνες περιμένοντας κάποιο τηλέφωνο από γνωστό παράγοντα του θεάτρου, για να της προτείνει να ερμηνεύσει κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επίδαυρο. Νιώθει τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, που έχει συντάξει ήδη στο μυαλό της τις απαντήσεις που θα δίνει μελλοντικά σε δημοσιογράφους. Αγαπημένη της ταινία: «Το ψώνιο». Αγαπημένη μας ταινία: «Πέτα τη Σινεφιλίνη από το τρένο».
Σινεμπλιάχ
Πιστολίδια, εκρήξεις, ξύλο, κυνηγητά, ρομπότ, διαστημόπλοια. Αν θέλεις να τη βασανίσεις (που εννοείται πως θέλεις!), δε χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο από μια τηλεόραση, ένα DVD player και μερικά δυνατά μπλοκμπάστερ τύπου «Die Hard», «Rambo» και «Lethal Weapon». Μισεί θανάσιμα το Χόλιγουντ, βγάζει σπυριά, όταν ακούει «Box Office», και σιχαίνεται τα βραβεία Όσκαρ, ανεξάρτητα εάν δήλωσε πως «Ο Κυνόδοντας άξιζε την υποψηφιότητα!». Η Σινεμπλιάχ αρέσκεται να παρακολουθεί ταινίες με τίτλους όπως «Παέγια με πιπεριές», «Ποιος φοβάται τους γάτους της Περσίας», «Η εκδίκηση της Κάταλιν Βάργκα», ταινίες που δε θα δεις ποτέ σου και έτσι θα φαντάζεις δίπλα της άσχετος (Mission Accomplished). Φεμινίστρια, δυνητική λεσβία ή θιασώτις του one-night stand, με προσποιητή κατάθλιψη και μόνιμη έκφραση προβληματισμού για να τραβάει την προσοχή των άλλων, ιντελεκτουάλ ντύσιμο άνευ σουτιέν, με μεγάλη γκάμα από κασκόλ και παπούτσια γιαγιαδίστικα. Δηλώνει με μετριοφροσύνη πως είναι «ερασιτέχνις φωτογράφος», ανεξάρτητα αν βαθιά μέσα της πιστεύει πως θα μπορούσε άνετα να δουλέψει στο «Vanity Fair», διατηρεί blog αμελητέας επισκεψιμότητας με κριτικές ταινιών και παρακολουθεί, δήθεν για χαβαλέ, trash εκπομπές, όπως το «Paris Hilton My New BFF» και το «Μίλα» της Στεφανίδου. Αγαπημένες φράσεις: «Δε συνάδει», «Επιχειρεί να αποδομήσει», «Διαφορετικές εκφάνσεις», «Αφαιρετικό τέλος», «όπως έλεγε και ο…». Αγαπημένη της ταινία: «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φεστιβάλ, Χειμώνας».
Σινεφλύαρος
Επαγγελματίας παπαρολόγος σε εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες ή στην τηλεόραση, o Σινεφλύαρος διατηρεί την απατηλή ιδέα ότι οι άνθρωποι συμβουλεύονται τις αδιάφορες, φλύαρες και δυσνόητες κριτικές του, πριν κάνουν έξοδο για σινεμά. Όταν εσύ βλέπεις απλώς μια ταινία, αυτός βλέπει ένα οπτικοποιημένο φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν εσύ βλέπεις αυτό που παρατηρείς, αυτός παρατηρεί αυτό που δε βλέπεις. Ένα δεύτερο αναγνωστικό επίπεδο, αδιόρατο σε απαίδευτα μάτια, έναν κόσμο μέσα σε έναν άλλον κόσμο (κάτι σαν το «Inception», αλλά με τσέχους ηθοποιούς). Είναι ικανός να ανακαλύψει αλληγορίες, πολλαπλά νοήματα και κρυφούς συμβολισμούς ακόμη και στις πιο απίθανες σκηνές. Παράδειγμα: Ο ήρωας ζορίζεται να χέσει: «Ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια απόπειρα διερεύνησης της ανθρώπινης πίεσης που προκαλεί μια ανεκπλήρωτη επιθυμία». Ο ήρωας κλειδώνεται έξω από το σπίτι του: «Ο σκηνοθέτης θέλει να καταδείξει τον αναπότρεπτο εγκλωβισμό του ανθρώπου σε μια σύγχρονη αστικοβιομηχανική κοινωνία». Ο Σινεφλύαρος έχει επίσης μια μανία με τις βαθμολογίες, «Είδες τον “Αντίχριστο” (8); Καλύτερο από το “Dogville” (7,5), αλλά όχι καλύτερο από το “Δαμάζοντας τα Κύματα” (8,3)», του αρέσει το παιχνίδι «Δείτε τη γιατί - Μην τη βλέπετε γιατί» και ρέπει προς τον αρνητισμό, προϊόν της αυστηρότητας και της απαιτητικότητάς του, αλλά και του ανταγωνιστικού κομπλεξισμού απέναντι σε συνάδελφούς του. Το μόνο του πλεονέκτημα είναι πως αυτός έχει Α-ΠΟ-ΨΗ, ενώ εσύ δεν έχεις! Αυτός είναι Θεός, εσύ είσαι θνητός! Αγαπημένες του φράσεις: «Πρόκειται για ένα σχόλιο…», «Εδώ έχουμε να κάνουμε…», «Αυτό που θέλει να πει…».
Σινεργάτης
Με απόλυτη διαφάνεια και πεντακάθαρες διαδικασίες, ικανές να βουλώσουν στόματα βουλευτών της αντιπολίτευσης, ο Σινεργάτης κατάφερε να κερδίσει επάξια μια θέση στη μεγάλη παρέα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μπορεί οι μέρες εργασίας να είναι λίγες, όμως του προσφέρουν -εκτός από ένα ικανοποιητικό χαρτζιλίκι- αρκετούς πόντους πρεστίζ, όπως και χιπ φεστιβαλικές τσάντες που θα επιδεικνύει καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στις εξόδους του. Αν και διαθέτει την ιδιότητα ενός απλού υπαλληλίσκου, ο Σινεργάτης καταφέρνει με ένα υπεροπτικό ύφος σενιφιλικής παντογνωσίας να σου δίνει την εντύπωση ότι διαθέτει το κύρος ενός Αλμοδόβαρ και πως απολαμβάνει της εκτίμησης όλων των συντελεστών του φεστιβάλ, ακόμη και των προσκεκλημένων. Δυστυχώς, η εικόνα αυτού του πανύψηλου και φαινομενικά αγκρέμιστου πύργου αυτοπεποίθησης, που έχει οικοδομήσει χωρίς κόπο και ιδρώτα, καταρρέει μπροστά στη φράση ενός εκ των προϊσταμένων του, όπως: «Παιδί, πιάσε τη μάπα και κάνε λίγο τον διάδρομο» ή «Έρχεται ο υπουργός, θέλω να χαμογελάτε». Παρά τις όποιες αντιξοότητες του επαγγέλματος, όπως τον συγχρωτισμό του με Σινεμπλιάχ, Σινεφλύαρους και Σινεφιλίνες, νιώθει ιδιαίτερα ξεχωριστός, γι’ αυτό και το φεστιβάλ διοργανώνει προς τιμήν του το «Πάρτι του Προσωπικού». Εκεί μπορεί να πιει τα ποτάκια του και να ανταλλάξει φιλοφρονήσεις με άλλα εξέχοντα μέλη της φεστιβαλικής κοινότητας, όπως «Έκοβες πολύ όμορφα τα εισιτήρια», «Η καλημέρα σου μάγεψε κόσμο», «Είχες εκπληκτική υπομονή στο τηλέφωνο».
Σιν-Enemies
Στα πρότυπα των θρυλικών καβγάδων ανάμεσα σε Μήτση και Τιμογιαννάκη της αλλοτινής εκπομπής «Σινένοχοι», οι Σιν-enemies είναι ικανοί να πιαστούν στα χέρια για ασήμαντες -θεωρητικά- διαφορές και διαφωνίες, κινηματογραφικού χαρακτήρα, φυσικά. Είτε αντιμετωπίζουν φίλους ή συγγενείς, γνωστούς ή αγνώστους, απαιτούν οι απόψεις τους να γίνονται αποδεκτές ως θέσφατα και να υποκλίνονται όλοι στη γαμάτη προσωπικότητά τους, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αν δε συμβεί αυτό, κλείσε τα αφτιά κι ετοιμάσου για έναν βομβαρδισμό απανωτών προσβολών: «Αν η “Νοσταλγία” του Ταρκόφκσι είναι βαρετή, εσύ είσαι ο άρχοντας της πλήξης!», «Πού να πιάσεις το νόημα της “Περιφρόνησης”, ρε αγροίκε;», «Η “Περιπέτεια” του Αντονιόνι δεν είναι για τα μούτρα σου, βρωμοανθρωπίδιο!», ενώ, φυσικά, δε λείπουν και οι συμπλοκές! Όσο αστείο και αν ακούγεται, πρόκειται για ένα ζήτημα βίας που μας αφορά όλους και οφείλουμε να το καταδικάσουμε συλλήβδην. Έχω δει Σιν-enemies να βγάζουν σουγιάδες και στιλέτα κάτω από το τραπέζι. Έχω δει Σιν-enemies να κρατάνε χειροβομβίδες και να απειλούν με το δάχτυλο στην περόνη. Έχω δει Σιν-enemies να σπρώχνονται από παράθυρα και από γέφυρες. Έχω δει Σιν-enemies να «αυτοκτονούν» μυστηριωδώς αφήνοντας πίσω τους σημειώματα, όπως «Κώστα είχες δίκιο, το “Salo” είναι ανοσιούργημα!» ή «Νίκο, το βάθος της ανάλυσής σου για τον “Εξολοθρευτή Άγγελο” ήταν τελικά σπουδαίο». Αγαπημένες του λέξεις: «άσχετε», «αστοιχείωτε», «αμόρφωτε».