Μην κλαις για τα νεκρά μωρά… Κάνε κάτι.
Το Μυρμήγκι, μια παρέα Κυψελιωτών, συγκεντρώνουν τρόφιμα για ανθρώπους σε ανάγκη. Και δεν είναι μόνο μετανάστες αλλά πια και Έλληνες.
Είναι Σύριος· Κούρδος από τη Συρία. Είναι ο Σάμι κι έχει δυνατή χειραψία. Έχει και μια κόρη, τη Ναζντάρ – σε λίγους μήνες κλείνει τα πέντε. Περίπου στην ηλικία του μικρού Αϊλάν, σκέφτομαι φωναχτά και το πρόσωπο του Σάμι χάνει το γαλήνιο βλέμμα του. Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες που έχει επιστρέψει από τη Χίο. Βρέθηκε εκεί ώστε να βοηθήσει σαν μεταφραστής. Είδε παιδιά να κοιμούνται στο χώμα, είδε πλατείες πνιγμένες στους πρόσφυγες. «Πείνα, βρώμα, φόβος» λέει. «Έφυγαν από τον ένα πόλεμο μα συνάντησαν έναν άλλο» μουρμουρίζει. Νωρίτερα, είχε φτάσει ως τα σύνορα του Κομπάνι, εκεί όπου χιλιάδες πρόσφυγες –«αδέλφια» τους αποκαλεί– συνωστίζονται κατατρεγμένοι στα σύνορα με την Τουρκία. Είδε ανθρώπους τόσο πεινασμένους «που δεν θα δίσταζαν να φάνε χώμα για να ζήσουν».
Όσο κι αν σκληραίνει η αναπνοή του, ο Σάμι δεν χάνει το ενδιαφέρον για συζήτηση. «Ξέρω περισσότερα για τη ζωή από άλλους. Θέλω να βοηθώ, όπως με βοήθησαν· μου δίνει κουράγιο. Ίσως αύριο, αυτό που έζησα εγώ, να συμβεί σε κάποιον άλλο». Στην Ευρώπη ήρθε το 1990 για να σπουδάσει, έζησε στη Γερμανία, τη Βουλγαρία, ενώ τα τελευταία 19 χρόνια πατρίδα του είναι η Ελλάδα. Κάτοικος Κυψέλης, άνεργος ως οικοδόμος, δυσκολεύεται πολύ να θρέψει την οικογένειά του. «Αν δεν ήταν το “Μυρμήγκι” θα είχα φύγει. Σε τέτοιες συνθήκες ο άνθρωπος χρειάζεται από κάπου να κρατηθεί».
Το οξύμωρο με το «Μυρμήγκι», το όνομα μιας ομάδα Κυψελιωτών που συνασπίστηκαν με σκοπό να σταθούν αλληλέγγυοι στα προβλήματα επιβίωσης ανθρώπων της γειτονιάς τους, είναι πως μέσα στα τρία χρόνια λειτουργίας του στηρίζει περισσότερα από 2.500 άτομα· ανθρώπους σαν τον Σάμι και την κόρη του με απόλυτη ανάγκη για τα βασικά αγαθά. «Κι όμως, υπάρχει κόσμος που ελπίζει σε μια σακούλα με ρύζι, γάλα κι αλεύρι» πληροφορεί η Μίτση, μια δραστήρια μεταφράστρια, από τα ιδρυτικά στελέχη της πρωτοβουλίας. Η ίδια, όπως και το σύνολο των συμμετεχόντων, προτιμούν να κρατήσουν την ανωνυμία τους, έχοντας (όπως λένε) γίνει επώνυμοι στη γειτονιά της Κυψέλης· κι αυτό τους φτάνει. «Πριν από τρία χρόνια, όταν η κρίση είχε φτάσει στο αμήν, αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια δομή αλληλεγγύης. Δώσαμε προτεραιότητα στο ζήτημα της τροφής. Με ανθρωπιστική κι όχι με φιλανθρωπική διάθεση. Η φτώχεια δεν χτυπάει μόνο το στομάχι αλλά οδηγεί και σε κοινωνικό αποκλεισμό. Πάνω σε αυτό θελήσαμε να δουλέψουμε» λέει η Μάνια, τελειόφοιτη στο Πολιτικό της Νομικής.
Δυστυχώς, το σώμα των βοηθούμενων (μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες, μετανάστες, άστεγοι, άνεργοι) από τις μικρές δυνάμεις του «Μυρμηγκιού» ολοένα και διογκώνεται. Τους τελευταίους μήνες, ακόμα και η γειτονική ενορία παραπέμπει κόσμο από τα συσσίτιά της στο «Μυρμήγκι». Πριν από τρία χρόνια, στα σκαλιά της οδού Επτανήσου, όπου η ομάδα νοικιάζει μια μεσοπολεμική μονοκατοικία, έφταναν μόνο μετανάστες. Η γειτονιά αντιδρούσε, τα γκαζάκια από τους ακροδεξιούς δεν έλειπαν. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που οι κάτοικοι της περιοχής συνειδητοποίησαν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας πρότασης. Εξάλλου, την ίδια ώρα η ανθρωπογεωγραφία των αιτούντων άλλαζε: Σχεδόν οι μισοί από τους εγγεγραμμένους που ζητούσαν τρόφιμα ήταν Ελληνες. «Ντρέπονταν να έρθουν. Δύσκολα ομολογεί ένας Έλληνας ότι φτωχοποιείται, ότι δεν έχει πρόσβαση σε ένα πιάτο φαγητό» παρατηρεί ο Αλέκος, αν και όπως διευκρινίζει ουδέποτε η ομάδα έκανε διαχωρισμό εθνικοτήτων ανάμεσα σε όσους ζητούσαν αρωγή.
Τις προάλλες, οποία έκπληξη, το κουδούνι του «Μυρμηγκιού» χτύπησε η συλλογικότητα 40 ακαδημαϊκών από την Κεντρική Ευρώπη. Βρίσκονταν στην Αθήνα στο πλαίσιο της INURA (International Network for Urban Research and Action), ενός διεθνούς δικτύου που καταπιάνεται με κοινωνικές δράσεις στον αστικό χώρο, ζητώντας να ανταλλάξουν πληροφορίες για αντίστοιχες δομές αλληλεγγύης στις χώρες τους – ειδικά τώρα που τα κύματα προσφύγων διασχίζουν το εσωτερικό της. «Κάνουμε το ελάχιστο σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή με τεράστιες ανάγκες» τονίζει ο Κώστας, φοιτητής στο Γεωπονικό Αθηνών. «Προσπαθούμε ώστε να αλλάξει η σχέση μεταξύ των ανθρώπων, να υπάρχει μια άλλη σκέψη γύρω από το πώς μπορεί να λειτουργήσει η κοινωνία μας. Είναι μια αργή διαδικασία, παρόλα αυτά το βλέπουμε να συμβαίνει».
Ο Σάμι διακόπτει για να μας δείξει στο κινητό του ένα βίντεο όπου 10.000 Σύριοι «προελαύνουν» στην Αυστρία. Περίεργη σιωπή και πάλι στο «Μυρμήγκι». Τους ρωτώ αν η δράση και η κινητοποίηση, με έναν τρόπο, τους ησυχάζει μέσα σε αυτό τον άγριο κόσμο. «Κάποια βράδια κοιμάμαι ήσυχη, ναι» λέει η Μίτση. «Σκέφτομαι πως κι αυτό είναι κάτι. Όσο όμως θα φτάνουν σε μας εικόνες στρατοπέδευσης ανθρώπων, νεκρών μωρών, όσο θα βλέπουμε εξαθλιωμένους ανθρώπους γύρω μας, θα έχουμε εφιάλτες. Προσωπικά αισθάνομαι ανίσχυρη, ακόμα και στην Κυψέλη, στη γειτονιά μου».
Συλλογή τροφίμων Το «Μυρμήγκι» στο σούπερ μάρκετ
«Υπάρχει κάτι που έχετε περισσότερο ανάγκη;» Μια γυναίκα με υγρά, φλογισμένα μάγουλα από τη ζέστη, που κρατάει σφιχτά το κοριτσάκι της από το χέρι, πλησιάζει για να τους ρωτήσει. Η Εύα και ο Γιάννης στέκονται στη σκιά ενός δέντρου, έξω από την είσοδο μεγάλου σούπερ μάρκετ στα βόρεια της Κυψέλης. Το θερμόμετρο φλερτάρει με τους 40 βαθμούς Κελσίου. Μα δεν πτοούνται· αυτή είναι η πιο κρίσιμη διαδικασία στη, μέχρι τώρα, λειτουργία του “Μυρμηγκιού”. Συγκεντρώνουν τρόφιμα, ζητώντας από τους πελάτες του super market να αφήσουν φεύγοντας ένα σακουλάκι με προϊόντα μακράς διαρκείας. Ρύζι, μακαρόνια, όσπρια, μπισκότα, γάλα, ό,τι μπορεί ο καθένας.
Η ομάδα χωρίζεται σε ζευγάρια που μοιράζονται στα καταστήματα της περιοχής, κάθε Παρασκευή απόγευμα και Σάββατο πρωί. Για την ώρα, το καρότσι με το διακριτικό του «Μυρμηγκιού» δεν έχει συλλέξει πολλά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ζητάει συγνώμη για το «φτωχό» κομπόδεμα αλλά «δεν της έχουν καταθέσει ολόκληρη τη σύνταξη». «Εδώ συναντάς πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Άλλους που μας στηρίζουν πάντα κι άλλους που δεν καταδέχονται να αφήσουν κάτι ούτε μια φορά. Υπάρχουν δε κι εκείνοι που νομίζουν ότι ανήκουμε σε υπηρεσία του Δημοσίου. Δεν χωράει το μυαλό τους ότι μια ομάδα ιδιωτών αποφάσισε να συνδράμει τους συνανθρώπους της, έτσι απλά» λένε.
Πράγματι, διακρίνεις ανθρώπους να αγνοούν επιδεικτικά τα μικρά ενημερωτικά φυλλάδια που τους δίνει η Εύα για τις ανάγκες και τη δράση της ομάδας. Ή ακόμα χειρότερα κάποιοι που με ρατσιστικά σχόλια αποδοκιμάζουν την προσπάθεια. «Μα δεν τους αφήνετε να πεινάσουν! Γι’ αυτό δεν κουνιέται κανένας τους από την Ελλάδα».
«Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι δομικό. Προσωπικά το ονομάζω ζήτημα της ανάθεσης» σχολιάζει ο Γιάννης. «Όλοι αναθέτουμε σε κάποιον άλλο μια ευθύνη. Θεωρούμε, ας πούμε, ότι ο δήμος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την καθαριότητα της γειτονιάς μας. Το θέμα όμως είναι τι κάνεις εσύ, εδώ και τώρα, γι’ αυτό».
Υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις. Άνθρωποι σαν το χαμογελαστό κύριο που θα πει: «Όσο μπορούμε θα δίνουμε· να είμαστε και να είστε γεροί», σφίγγοντας με εγκαρδιότητα το χέρι μου, θεωρώντας με μέλος του «Μυρμηγκιού». «Ξέχασα να σου πω» λέει ο Γιάννης, που γίνεται μάρτυρας στο στιγμιότυπο. «Μία από τις πιο μεγάλες μας επιτυχίες είναι πως ακόμα και χωρίς δωρεά, παίρνουμε πολλές καλημέρες κι ακόμη περισσότερα χαμόγελα».