- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Summer in the city
Το καλοκαίρι, σ' αυτή την πόλη, έχει καθημερινά επίσημη πρεμιέρα. Κράτα θέση.
Συνάντησα τον Χρήστο, ένα φίλο μου δάσκαλο από τη Σύρο, σε ένα καφενείο στην Πλάκα (που να θυμίζει καφενείο στη Σύρο, παρακαλώ) για να πούμε τα δικά μας. Φέτος, θα ξεκαλοκαιριάσει στην Αθήνα. Ερωτεύτηκε την Άννα, μια ηλεκτρολόγο μηχανικό που δουλεύει σε μια τεχνική εταιρεία στην Πετρούπολη και θα πάρει άδεια το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου (μόνο). Πω, τι πονεμένο βλέμμα είχε, παρόλα αυτά, όταν με ρωτούσε «αν μπορείς να κάνεις μπάνιο στα έλη της Γλυφάδας», «είναι κανά δίωρο το Σούνιο από εδώ;» ή «θα βρω εισιτήρια για τον Κατσελούτσι; Αρέσει και στην Άννα». Τον παρηγόρησα και του υποσχέθηκα ότι θα του χαρίσω έναν οδηγό βόλτας, απ’ τα χεράκια μου, για να πει κάποια στιγμή αυτό το διαβόητο «πότε πέρασε ο καιρός και φτάσαμε στο φθινόπωρο; Σημάδι ότι περάσαμε καλά».
«Αν βάλεις ένα “κάπα” στη λέξη “Αττική” πριν το πρώτο “ταφ” και πετάξεις το δεύτερο “ταφ” προκύπτει η λέξη “Ακτική”» μου είπε τις προάλλες η κυρία Αφροδίτη, μία γυναίκα γύρω στα 70, Αθηναία από πάνω μέχρι κάτω. «Εγώ ταξίδευα μόνο χειμώνα. Τα καλοκαίρια έμενα στην Αθήνα. Όλα όσα ήθελες να κάνεις ήταν εδώ, φανερώνονταν με κάποιον τρόπο. Έβγαιναν στην επιφάνεια και τα ’δειχνες με το χέρι σου. Να, να, να. Περπατούσαμε στα Εξάρχεια, ακούγαμε κάτι από κάποια πολυκατοικία, τι είναι αυτό; “Animals, Pink Floyd”. Χτυπούσαμε το κουδούνι και ανεβαίναμε. Τόσο απλά. Όλοι συνομήλικοι με κάποιον τρόπο. Ή πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, βράδυ με κιθάρες και πολλές μπίρες. Μια φορά κάποιος μας κέρασε και Dry Martini. Έμοιαζε στον Σαββόπουλο. Τον ερωτεύτηκα». Της ζητάω να μου πει 3-4 καλά σημεία για μπάνιο στη θάλασσα (να αρχίσω σιγά-σιγά να χρησιμοποιώ το πρώτο αντηλιακό, αυτό με τον υψηλό δείκτη). «ΚΑΠΕ, Θυμάρι, Μάτι, Λιμανάκια». Μόνο στα Λιμανάκια δεν έχω πάει, αλλά συμφωνώ απόλυτα μαζί της. «Στα Λιμανάκια να πηγαίνεις καθημερινές. Έλα να με πάρεις να πάμε μαζί καμιά μέρα» μου είπε και άρχισε να καθαρίζει φασολάκια για την εγγονή της. «Οκ, Αφροδίτη. Τα λέμε». «ΚΑΠΕ». Ακόμη και φουλαρισμένη την αγαπώ αυτή την παραλία. Για το πράσινο νερό που θυμίζει Κυκλάδες, για την αίσθηση της κατάβασης που θυμίζει πάλι Κυκλάδες, για τους τρελαμένους με την ακρίβεια που τους αφομοιώνουμε (με επιτυχία) και φεύγουν με ένα GPS λιγότερο. Το Θυμάρι, κοντά στην Παλαιά Φώκαια, αν θες φάση οργανωμένης Κυριακής, είναι ό,τι πρέπει. Τσιμπολογάς στο κοντινό ταβερνάκι, βρέχεις τα πόδια σου, πας μέχρι το αυτοκίνητο να δεις αν υπάρχει δεύτερη ψάθα, συναντάς 2-3 γνωστούς, βουτάς, ψιλομαυρίζεις, αύριο πάλι δουλειά, αλλά τουλάχιστον οι σαγιονάρες σου έχουν κολλήσει την πρώτη άμμο του καλοκαιριού. Μάτι, οικισμός Αμπελούπολης. Και μόνο για τα πεύκα αξίζει η παράδοση. Έχει και βότσαλο. Όλα αυτά, βότσαλα, πεύκα, κάθοδοι, βράχια, πράσινα νερά κ.λπ. χάνουν την αντικειμενική τους αξία αν δεν έχεις παρέα ή τον Έναν που θα σου πει «βούτα, δεν είναι κρύα» και μετά θα ’χει την υπομονή να σε περιμένει να διαλέξεις βότσαλα για να τα πάρεις μαζί σου. Γιατί είναι καλοκαίρι και οι επιζήσαντες αγαπούν τις εικόνες. Για κάθε υπομονετικό αγόρι, αξίζει να υπάρξει και ένα ευφάνταστο κορίτσι που θα νιώθει λίγο Ρόμι Σνάιντερ. Μισή στη στεριά, μισή στη θάλασσα. Με μαλλιά πάντα βρεγμένα.
Γεράσιμος Ευαγγελάτος
«Μακάρι να είχαν ηλεκτρικές κιθάρες στα βαμβακοχώραφα, τον παλιό καλό καιρό. Πολλά πράγματα θα είχαν φτιάξει». Κόλλα πέντε, Τζίμι Χέντριξ, συμφωνώ. Μένω δίπλα στους Βράχους του Βύρωνα. Ακόμη και τα ουρλιαχτά του κόσμου έχουν μελωδία, ρε παιδί μου. Σπάνια στιγμή παραδείσου, στο μπαλκόνι με ό,τι φέρνει το ρεύμα από τους Βράχους. Το καλοκαίρι, σ’ αυτή την πόλη, έχει καθημερινά επίσημη πρεμιέρα. Εγώ ξέρεις τι θα ’κανα; Ό,τι δεν κάνω το χειμώνα. Στους δρόμους, τις πλατείες, τις ταράτσες. Με τους ανθρώπους μου, πολύ κοντά μου. Να ακούμε και να πίνουμε μπίρα σε κουτάκι. Χωρίς ταβάνι από πάνω μας. Να ρωτάμε τους διπλανούς μας αν έχουν καμιά ιδέα για το τι παίζει γενικά, να πέφτουμε πάνω σε συλλέκτες βινύλιου, να τραγουδάμε φάλτσα. Να μη διαλέγουμε τις κερκίδες στις συναυλίες, αλλά μόνο το κοντά στη σκηνή, να πηγαίνουμε στο Ηρώδειο και να φυλάμε μετά το απόκομμα του εισιτήριου. Και στον Κήπο του Μέγαρου και στην Ερμού, τις Κυριακές με τους Ικαριώτες. Και στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου και στον πεζόδρομο του Θησείου, στο νεοκλασικό με την αυλή, που βλέπεις φως και μπαίνεις, ακούς ταξίμι και αλυχτάς, μπαίνεις στον αργόσυρτο ηπειρώτικο χορό, χωρίς να διαμαρτύρεσαι.
Ένα αεράκι θα φυσήξει στην Αθήνα
θα ταξιδέψουμε ξανά σ’ εκείνα
με μια ανάγκη σαν μεγάλη πείνα
για τη χαμένη μας ισχύ
Από το ραδιόφωνο. Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Του τηλεφωνώ. Του λέω τι και πώς. Μου στέλνει ιδέες.
Η Αθήνα το καλοκαίρι ανασαίνει αλλιώς. Ειδικά τα βράδια. Σπάει σε χίλια κομμάτια και γεμίζει χρώματα, μυρωδιές και ήχους από άλλες εποχές. Ίσως γιατί όσοι μένουμε (από επιλογή ή ανάγκη) σ’ αυτήν τη βλέπουμε μέσα από τα μάτια των επισκεπτών της και ανακαλύπτουμε απ’ την αρχή την κρυφή μυθολογία της που συναρπάζει όποιοιον τη γνωρίζει πρώτη φορά. Ίσως πάλι γιατί όλα τα όμορφα που συμβαίνουν στην καλοκαιρινή Αθήνα συντελούνται κάτω από ανοιχτό ουρανό – μεταφυσικό πεδίο έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτό κι αποκτούν ειδική υπόσταση. Όπως και κάθε καλοκαίρι έτσι και φέτος η πολιτιστική ατζέντα μου γεμίζει κόκκινα σημάδια: ανοιχτά θέατρα, συναυλιακοί χώροι, υπαίθρια μπαρ και εκδηλώσεις δρόμου που κάνουν αυτή την πόλη ένα απέραντο σκηνικό.
Ειδικότερα για φέτος το πρόγραμμά μου συνθέτει ένα νοητό τρίγωνο που απαρτίζεται από τρία κομβικά σημεία:
1. Τεχνόπολις. Κυρίως για το καθιερωμένο Jazz Festival σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση, που φέτος κλείνει τα 15 χρόνια και για 5 μέρες με ελεύθερη είσοδο φιλοξενεί ό,τι πιο ενδιαφέρον κυκλοφορεί στη διεθνή τζαζ σκηνή (η οποία στη χώρα μας έχει περισσότερους φίλους απ’ όσους θα περίμενε κανείς). Δυστυχώς την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές το φεστιβάλ θα έχει ολοκληρωθεί, αλλά σημειώστε το για του χρόνου. Έτσι κι αλλιώς αποτελεί παράδοση.
2. Θέατρο Βράχων. Για τις συναυλίες των αγαπημένων μου, Νατάσσας Μποφίλιου (το λες και άμεση διαφήμιση κι ας έχει περάσει) και Ελεωνόρας Ζουγανέλη στις 24/6. Η πρώτη επιστρέφει με φόρα κι ενέργεια στο κόκκινο στις καλοκαιρινές σκηνές, ύστερα από ένα χειμώνα αποχής από τις ζωντανές εμφανίσεις, ενώ η δεύτερη βγαίνει (για λίγο) από τα θεατρικά παπούτσια της Edith Piaf και γίνεται και πάλι το φλεγόμενο κορίτσι που αγαπάμε.
3. Ηρώδειο. Για τρεις μουσικοθεατρικές παραστάσεις που ανυπομονώ να παρακολουθήσω: «Kiss me Kate» του Cole Porter από την Καμεράτα (24/6), «Jesus Christ Superstar» των Tim Rice / Andrew Lloyd Webber σε μια πολυδάπανη tour εκδοχή (3&4/07), αλλά και το «Avanti Dario», τη σύνθετη μουσικοθεατρική γιορτή που έστησαν η Λίνα Νικολακοπούλου με τον Σταμάτη Κραουνάκη προς τιμή του νομπελίστα Dario Fo.
Στη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, 3/6, στο τέλος, μας κατέβρεξαν με μπίρες και νερά. Αν ήταν βροχή κανονική, θα σιχτιρίζαμε. Ίσα ίσα, στρώσαμε τη φράτζα μας, τσεκάραμε ότι το κινητό δεν βράχηκε και όλα καλά.
Πειραιώς 260
Φτιάξε σκηνικό. Μένω Αθήνα όλο το καλοκαίρι για τους χι, ψι λόγους. Ντοπάρω, πού και πού, την όαση του μπαλκονιού, νεράκι και φροντίδα στη μία λεμονιά, τις δυο ελιές και τις πολλές γαρδένιες. Βγαίνω έξω επιλεκτικά. Σενιάρω το χρόνο, τον εντός σπιτιού, με διάφορα κόλπα, ώστε να είναι ρέων και φιλικός. Βάζω στόχο την αριστερά πλευρά της βιβλιοθήκης. «Ο καλλιτέχνης και η εποχή του». Καμί. Όπου και να βρεθώ, κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι, είμαι εκεί όπου έχει ανάγκη να είναι ο εαυτός μου την κάθε στιγμή. Από τον Εθνικό Κήπο στο Καρτέ Λατέν, ας πούμε, και από την Ασκληπιού στο Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας. Όπου θέλω. Να διαβάζω τα άρθρα του Οδυσσέα Ιωάννου, στα παλιά κρατημένα τεύχη του «Δίφωνο», να τρέχω στα φτηνά βιβλιοπωλεία του κέντρου, να μου σφυρίζει ο Νίκος εμβόλιμες εκθέσεις και ωραιότατα μπαζάρ, να περπατάω στο κέντρο, στους ίδιους ακριβώς δρόμους που περπάτησαν συγγραφείς και ποιητές. Τι έκαναν πριν χύσουν τα μολύβια τους στο χαρτί; Τι συνέβη εκείνη την εξαίσια στιγμή; Θέλω έναν Σεπούλβεδα για τον Ιούνιο, έναν Σολωμό για τον Ιούλιο και για τον Αύγουστο έναν Σαραμάγκου, όλον από την αρχή.
Να μιλήσω με την ποιήτρια Στέργια (Κάββαλου). Της γράφω στo chat: «Το κατάπια το “Φαμιλιάλ” σου». Είπαμε κι άλλα. Όσα ακολουθούν είναι τα ωραιότερα.
Στέργια Καββάλου
«Ωραία να συνδυάζεις την εποχή του καλοκαιριού με παραλίες, ποτά, ξενύχτια και free time για να διαβάσεις, επιτέλους, τα βιβλία που δεν πρόλαβες το χειμώνα. Δικαιολογίες, my friend, και κανείς μας δεν τις χρειάζεται. Αν αγαπάς το αστικό τοπίο και την ανάγνωση, τα αγαπάς όλες τις εποχές. Κι αν οι συνθήκες σε κράτησαν δέσμιο μιας Αθήνας ζεστής και τουριστικής, γίνε ένας από τους επισκέπτες και κάνε την καθημερινότητα ανακάλυψη. Μια πρόσφατη δική μου είναι και η βιβλιοθήκη. Δημοτικές, Εθνική, πήγαινε, όπου σε βγαζει ο road σου. Ψάξε τεύχη περιοδικών περασμένων δεκαετιών για τα χρονογραφήματα, τις γελοιογραφίες και την κοινωνική εξέλιξη. Εντάξει. Και για τη δροσιά και την ησυχία του χώρου. Αν είσαι της βαβούρας, προτείνω βόλτα στο Μοναστηράκι, τουρίστας είπαμε, και τα παλαιοβιβλιοπωλεία του. Αν είσαι παιδί των Εξαρχείων, κάνεις στάση στο Παλαιοβιβλιοπωλείο της Τρικούπη και μετά καρφί στο Στρέφη για αέρα, αέρα, αέρα. Πριν προλάβεις να με πεις ρετρό, να σου θυμίσω ότι βιβλιοθήκες και παλαιοβιβλιοπωλεία είναι χώροι μνήμης και ταυτόχρονα τόποι άχρονοι και τέτοιες συνθήκες σου χρειάζονται σήμερα. Για την παρηγοριά και την ενόραση. Ξέρω, ξέρω. Εγώ φιλοσοφώ κι εσύ ονειρεύεσαι θάλασσες. Πήγαινε στον Φλοίσβο, πάρε το “Καλοκαίρι και καταχνιά” του Τενεσί Ουίλιαμς ή το “Καλοκαίρι” του Άλμπερ Καμί για να αναθεωρήσεις. Όλα τα παραπάνω. Βιβλιοπαρουσιάσεις και συναντήσεις με συγγραφείς, άφησέ τες για φθινόπωρο. Πρέπει κι εμείς να κάνουμε διακοπές».
Στέργια, σ’ αγαπώ!
Λούλα Αναγνωστάκη
Όταν το από πάνω είναι μόνο ο ουρανός, οι προδιαγραφές –εκ των προτέρων– είναι άριστες. Οι προβολές στα θερινά σινεμά, ακόμη και με τεχνικά προβλήματα, είναι απαράμιλλες. Υπάρχει ευκολία για χάζεμα, ειδικά αν ο Παρθενώνας είναι σε απόσταση αναπνοής, τα κεραμίδια στου Ψυρρή απτή υπόθεση και το ρετρό των Πετραλώνων πιο ισχυρό ακόμη και από τον Πίτερ Σέλερς στην οθόνη. Το cine ΘΗΣΕΙΟΝ είναι το πιο παλιό Θερινό Σινεμά της Αθήνας, φτιαγμένο το 1935. Λειτουργεί από τότε μέχρι σήμερα κάθε άνοιξη και καλοκαίρι, με μια μικρή αναγκαστική διακοπή κατά τη διάρκεια της κατοχής. Συναντάω τη συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη και το σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Χατζή στο σπίτι της Λούλας, στην Καψάλη. Την παρατηρώ που ανανενώνει ήσυχα το κραγιόν της. Μιλάνε ήδη για ταινίες, οπότε έρχομαι και κολλάω μια χαρά. Ρωτάω την κ. Αναγνωστάκη για το cine ΘΗΣΕΙΟΝ. Χαμογελάει παίρνοντας δυο κεράσια από το μπολ και κρεμώντας τα στ’ αυτιά της, σαν σκουλαρίκια. «Σερβίρουν ακόμη σπιτική λεμονάδα εκεί;» με ρωτάει. «Τυχαία ρώτησες για το Θησείον;» πετάγεται ο Κωνσταντίνος, «εκεί, ξέρεις, έπιασαν οι πόνοι τη μάνα μου, λίγο πριν τελειώσει η ταινία “Να είσαι εκεί, κύριε Τσανς”. Ε, την επόμενη μέρα γεννήθηκα εγώ». «Εγώ στην ταράτσα του Βοξ, στα Εξάρχεια, είχα δει το “Το λιβάδι του Μπεζίν” του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Κράτησα τις εικόνες του στο μυαλό μου ολόκληρο το καλοκαίρι» θυμάται η κ. Αναγνωστάκη. Cine Paris (Πλάκα), Ζέφυρος, Σινέ Θησείον, Σινέ Ψυρρή, Ριβιέρα (Εξάρχεια). Νύχτες και δροσιά, δροσιά, δροσιά. Με επιστροφή στις πρώτες συνήθειες: πατατάκια ή γαριδάκια και πορτοκαλάδα μπλε, χωρίς ανθρακικό. Η ηθοποιός Κόρα (Καρβούνη) ξεχωρίζει τον «Ζέφυρο» στα Πετράλωνα, αλλά και όλα τα θερινά της γειτονιάς της, στα Εξάρχεια (Ριβιέρα, Βοξ και όσα μου διαφεύγουν). «Το χειμώνα, να φανταστείς, δεν πάω σινεμά. Το καλοκαίρι είναι αλλιώς όμως. Μ’ αρέσει η φάση, η άπλα, που μπορείς ακόμη και να φας. Ο “Ζέφυρος” φέρνει σπουδαίες ταινίες, που δεν παίζονται πια. Να πας ή να πηγαίνεις».
Κόρα Καρβούνη
Κωνσταντίνος Χατζής
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες τα θερινά τα σινεμά
νύχτες που περνούν
που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά
(με τη φωνή της Μοσχολιού, πλιζ)
Σινέ Θησείον
Στα θερινά σινεμά της Αθήνας η ατμόσφαιρα κάνει μπαμ. Δεν ξενερώνει κανείς. Ακόμη και οι πιο πραγματιστές, με σελήνη στον Ταύρο, (!) κάτι παθαίνουν με τα γιασεμιά που κρέμονται, με τη λέξη «ταμείον» και τις παλιές αφίσες-ενθύμιον. Α, τα καλοκαίρια επίσης, αν συχνάζεις κέντρο, πέφτεις μούρη με μούρη, πανεύκολα, σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς που θες αυθόρμητα να τους ρωτήσεις κάτι. Όπως ένας φίλος μου, που συνάντησε, πέρσι, στα Εξάρχεια, τον Οικονομίδη και τους πήρε η νύχτα.
Άγγελος Παπαδημητρίου, φωτό: Βασίλης Βρεττός
Πρώτα αγάπησα το θέατρο και μετά το καλοκαίρι, νομίζω. Μικρή, πολύ μικρή, στην Καλαμάτα, να με παίρνει ο ύπνος στις κερκίδες και από κάτω να κάνει παιχνίδι ο Κακλέας ή αργότερα, στην εφηβεία μου, πάλι καλοκαίρι, ο Γιώργος Τσαγκάρης να διδάσκει την παράβαση των «Νεφελών» και μένα να μη με παίρνει πια ο ύπνος. Άρα, τα ζούσα όλα αυτά, επειδή ήταν απλά καλοκαίρι. Έτσι προέκυψαν αυτές οι δύο απαζάρευτες αγάπες. Έχω τη διάθεση να βλέπω όλο το καλοκαίρι θέατρο. Μία ή και παραπάνω παραστάσεις την ημέρα. Με το χέρι στην καρδιά. Σε όλα τα νταμάρια της Αθήνας, στην Πειραιώς, στο Ηρώδειο και τα ανοιχτά θέατρα όλων των Δήμων, Λόρκα από ερασιτέχνες, στο σπίτι της Ντίνας, στα Σπάτα, μέχρι παραστάσεις μαθητών σε σχολικά προαύλια. Με ποιον θα μιλήσω για θέατρο; Μα με έναν επιλεκτικό συγγενή μου, τον Άγγελο Παπαδημητρίου, που είναι το απόλυτο υβρίδιο. Αυτό που θα ’θελα να είμαι. «Εγώ τη λατρεύω την Αθήνα και το καλοκαίρι μού αρέσει περισσότερο. Υπάρχουν τόσοι χώροι να διαλέξεις... Έχεις τόσες επιλογές. Γνώμη μου είναι ο θεατής να διαλέξει πρώτα το χώρο. Να πει “το Σάββατο θα πάω στην Ελευσίνα, στο Παλαιό Ελαιουργείο”. Η ποιότητα, ντε φάκτο, είναι υψηλή. Δε θα το μετανιώσει. Στην Πειραιώς 260, στο Φεστιβάλ Αθηνών, φτάνει κανείς με τα μάτια κλειστά. Και ας μην ξέρει τι θα παρακολουθήσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι άλλοι έχουν φροντίσει γι’ αυτόν. Έχει κοπιάσει πολύς κόσμος για να βρεθεί ο αναγνώστης απέναντι σε μια Τέχνη που μπορεί να τον μετατοπίσει. Εξάλλου, επειδή η Αθήνα είναι όμορφη (και) το καλοκαίρι, ομορφαίνει και η παράσταση και όλα παίρνουν μια αίσθηση πανηγυριού. Ψάξτε για νέα πρόσωπα, ξανασυναντήστε και τα πιο παλιά, τα πιο καθιερωμένα. Κουρδίστε την εξωστρέφειά σας και κάντε πράγματα εκτός της προσωπικής σας νόρμας. Ζητήστε από μια παρέα παιδιών, που θα πετύχετε στο δρόμο ή σε ένα καφέ ή οπουδήποτε, να σας προτείνουν θέατρο, μουσική, κινηματογράφο. Σπάστε τις δομές. Καλοκαίρι είναι. Χωρίς πρόγραμμα, χωρις άγχος. Όλα γίνονται, όλα θα γίνουν».
Έχει δίκιο. Το ζητούμενο είναι να βγεις. Να είσαι ανοιχτός και έτοιμος. Για όλα.
Χρήστο, ελπίζω να σε κάλυψα. Και όλους, εννοείται, εσάς που θα συναντηθούμε κάπου, δεν μπορεί. Στο «Avanti Dario», στο Ηρώδειο, θα είμαι σίγουρα πάντως. Όπως και ο Γεράσιμος. Όπως και πολλοί άλλοι.
Καλό καλοκαίρι και να στρέφεστε στα απλά και τα καθημερινά. Έχουν πολύ ζουμί.