Οι Ιστοριες σας

Είδαμε στο 401 την παράσταση «Κοιμήσου Γλυκό μου Παιδάκι»

Η παράσταση δεν έγινε από επαγγελματίες ηθοποιούς, αλλά από μια παρέα φαντάρων, το αποτέλεσμα όμως ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εντυπώσεις από την παράσταση «Κοιμήσου Γλυκό μου Παιδάκι» του Γιον Φόσσε, σε σκηνοθεσία του Χάρη Μητσιόπουλου στο Θέατρο του 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου.

Γράφει ο Κώστας Βάγγος 


Είδαμε στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο την παράσταση «Κοιμήσου Γλυκό μου Παιδάκι» σε σκηνοθεσία Χάρη Μητσιόπουλου, που αποτελεί μία καινοτόμα προσπάθεια προώθησης της τέχνης στον ελληνικό στρατό, προσπάθεια που ευοδώθηκε, όπως μάθαμε, λόγω της θετικής ανταπόκρισης της διοικήτριας του λόχου στην ιδέα. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, ενώ περίμενα να δω μία πρόχειρη ερασιτεχνική προσπάθεια εξεπλάγην θετικά. Οι στρατιώτες τίναξαν από πάνω τους τη βαριά σκόνη του πρωτάρη και έκαναν ένα αποφασιστικό βήμα για να δοκιμάσουν το ανέβασμα μιας «επαγγελματικής» παράστασης σε ένα στρατόπεδο.

Το υπέροχο δοκίμιο του Γιαν Φόσσε εμπλουτίστηκε με τέτοιο τρόπο που δύσκολα θα ξεχώριζε κανείς τις εμβόλιμες σκηνές από το σύνολο. Προσωπικά βιώματα των πρωταγωνιστών, Άμλετ, αυτοσχεδιασμός και υποκριτικές ικανότητες συνέθεσαν ένα ψηφιδωτό δυσεύρετο στο ερασιτεχνικό θέατρο.

© Χρήστος Χατζόπουλος

Περνώντας τον αυστηρό έλεγχο της πύλης βρεθήκαμε στην αίθουσα του μικρού αμφιθεάτρου του 401. Μετά το θερμό καλωσόρισμα της διοικήτριας του λόχου και του σκηνοθέτη ξεκίνησε η παράσταση. Ήταν μια παράσταση που ξέφυγε από την πεπατημένη. Δεν ακολουθούσε το χωροχρονικό συνεχές καθώς οι πρωταγωνιστές δεν είναι ούτε ζωντανοί ούτε νεκροί. Βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο στο οποίο δεν υπάρχει καμία γνωστή εικόνα ή έννοια.

Ο προβολέας φωτίζει τη σκηνή και ένας ηθοποιός εμφανίζεται περπατώντας αργά. Μας εξομολογείται τους φόνους του και δικαιολογεί τις πράξεις του προφασιζόμενος κάποια ιδεώδη. Το σώμα του παραμένει όλη την ώρα σε στάση προσοχής, περήφανο και ευθυτενές. Το σκηνικό λιτό όπως και ο μονόλογός του. Ένα τραπέζι με ένα ποτό και μια φωτογραφία, μια παλιά βαριά πολυθρόνα με έναν άντρα καθισμένο με πλάτη στο κοινό, κρυμμένο στις σκιές. «Ένοχος» αποφαίνεται ο άντρας βλοσυρά. Ο στρατιώτης δεν λέει τίποτα, μόνο το βήμα του βαραίνει κι αποχωρεί σκυφτός, σέρνοντας τα πόδια του αποδεχόμενος την καταδίκη του. Μοιάζει να γέρασε δέκα χρόνια σε μια στιγμή.

© Χρήστος Χατζόπουλος

Ο καθισμένος άντρας αρχίζει να διαβάζει από ένα σκονισμένο βιβλίο. Σιγά σιγά καταλαβαίνουμε πώς αφηγείται μια κηδεία. Το βλέμμα του βαρύ, τα χέρια του σφίγγουν την δερμάτινη επένδυση του βιβλίου. Σου δίνει την εντύπωση ότι το κείμενο τον αγγίζει προσωπικά, λέξη με τη λέξη βυθίζεται σε αυτό αγνοώντας θέατρο, παράσταση και κοινό. Μιλάει για ένα παιδί που έχασε τον πατέρα του αλλά μπροστά μας βλέπουμε έναν άντρα. Ένας μονόλογος που εξερευνεί τις απώλειες και τις ματαιώσεις που συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη.

© Χρήστος Χατζόπουλος

Ξαφνικά σταματάει να μιλάει και κοιτάει προς τη δεξιά γωνία. Ακολουθούμε το βουρκωμένο βλέμμα του. Τρεις άντρες μπαίνουν στην σκηνή ντυμένοι με άσπρα φανελάκια. Θυμίζουν εισαγωγή από ταινία του Κιούμπρικ. Προσπαθούν να καταλάβουν που βρίσκονται και τι τους έφερε εκεί. Η απορία και το άγχος είναι ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, ακούγονται καμπάνες. Η κηδεία ίσως να είναι η αρχή και του δικού τους τέλους.

Υπάρχει μια συσχέτιση ανάμεσα στις παράλληλες ιστορίες που ξετυλίγονται μπροστά μας. Δύο μαυροφορεμένοι άντρες κουβαλάνε κάτι βαρύ. Ξεκινούν έναν χαμηλόφωνο διάλογο που σιγά σιγά γίνεται πιο καθαρός. Αναφορά στον «Άμλετ». Οι δύο άντρες, νεκροθάφτες, συζητούν για το πόσο άδικη και μάταιη είναι η ζωή, ο ένας δίνει τις οδηγίες λουφάζοντας στο έδρανο και κουνώντας επιδεικτικά το χέρι. Ο άλλος, στο ρόλο αδικημένου, στρέφει το βλέμμα του προς τους υπόλοιπους γυρεύοντας το δίκιο του αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

© Χρήστος Χατζόπουλος

Η παράσταση του Χάρη Μητσιόπουλου είναι πιστή στο ύφος του θεάτρου του Φόσσε, ενός θεάτρου που παράγεται από ήχους, λέξεις, φράσεις που το νόημά τους μοιάζει εκ πρώτης όψεως υπερβολικά συνηθισμένο αλλά είναι γεμάτο νοήματα και εικόνες που εκτυλίσσονται στη φαντασία του θεατή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα του έργου που παρακολουθούμε, μια γλώσσα ποιητική, ακόμα και υπερβατική, που χρησιμοποιείται όμως για να μεταφέρει άλλα νοήματα από τα καθημερινά.

Μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας ένα μουρμουρητό ακούγεται, δειλά στην αρχή. Ένα τραγούδι σχηματίζεται στα χείλια των πρωταγωνιστών που ύστερα σιωπούν δίνοντας χώρο σε τρεις από αυτούς να συνεχίσουν σε έναν δικό τους ρυθμό. Μία φωνή αντηχεί ξαφνικά στο αμφιθέατρο αναγγέλλοντας την άφιξη ενός άντρα. Η κάθοδος από τις πάνω θέσεις ενός «μεθυσμένου» που μιλάει με ύφος μπλαζέ και δεν μασάει τα λόγια του σ’ ένα μοναδικό κρεσέντο αυτοσχεδιασμού γεμίζει την αίθουσα με γέλια και ευθυμία.

© Χρήστος Χατζόπουλος

Παρατηρώ τον σκηνοθέτη, καθισμένο στο πλάι, να ξαφνιάζεται λίγο. Αυτή, σκέφτομαι, είναι η μαγεία της ερασιτεχνικής παράστασης. Οι ηθοποιοί καταφέρνουν να εκπλήσσουν μέχρι και τους συντελεστές του έργου και να τους προκαλούν αυθεντικές αντιδράσεις. Κανείς δεν ξέρει τα όρια και τις δυνατότητές του μέχρι να βγει στη σκηνή. Το έργο φτάνει στο τέλος του και η αυλαία πέφτει, μέσα σε έναν καταιγισμό χειροκροτημάτων.

Η παράσταση «Κοιμήσου Γλυκό μου Παιδάκι» δεν ήταν μία παράσταση από επαγγελματίες ηθοποιούς και παρά τις αναμενόμενες ατέλειες το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Δεν ξέρουμε αν θα συνεχιστεί αυτή η ενδιαφέρουσα προσπάθεια του νεοσυσταθέντος θιάσου, αλλά σίγουρα υπάρχει η προοπτική για το άγουρο ταλέντο αυτών των νέων ηθοποιών και του σκηνοθέτη τους Χάρη Μητσιόπουλου. Το πείραμα των στρατιωτών του 401 ήταν επιτυχημένο. Αν μπορούσα να συνοψίσω την παράσταση σε μία φράση αυτή θα ήταν ότι «το πιο όμορφο λουλούδι ανθίζει στα πιο σκληρά βράχια».

Ο σκηνοθέτης Χάρης Μητσιόπουλος