Οι Ιστοριες σας

Έγνοιες που δεν έχω

Ένα παραμύθι για τις έγνοιες που δεν έχω θα τελείωνε περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι για τη συνέχεια

A.V. Guest
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE: H Μαίρη Χαριτίδου γράφει τη δική της ιστορία για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020

Αν έγραφα ένα καλοκαιρινό παραμύθι, θα είχε σίγουρα έναν ευγενικό ψηλό ψαρά, απ’ αυτούς που δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία στα ψάρια κι αυτά φεύγουν γρήγορα να ζήσουν διηγούμενα την εμπειρία που στον κόσμο τους λέγεται «είδα τον χάρο με τα βράγχια μου». Θα είχε και μια αέρινη γελαστή χορεύτρια, ο άνεμος που την έκλεψε γελάει κι αυτός με τα καμώματά της και αφήνει καμιά φορά και τα σύννεφα να γελούν μαζί της. Μια νεράιδα που θα ζωγραφίζει στη σκόνη αυτοκινήτων κι όποιος βλέπει τα σχέδιά της λέει κουνώντας το κεφάλι, «ναι, έτσι είναι η ψυχή». Έναν αμίλητο τις περισσότερες φορές, βιβλιοφάγο, θέλει να τον λέμε παρατηρητή κι έτσι ας γίνει.

Θα έβαζα έναν ειδικό στη ρέγγε, όταν ακούς να μιλάει για τη ζωή του, στην αρχή κρατάς μικρό καλάθι και μετά το πετάς και παίρνεις μεγαλύτερο.

Έναν ηθοποιό που μιμείται τους παππούδες του καφενείου κι έναν σκηνοθέτη με κάμερα δίχως μπαταρία, που θέλει να δείξει ιστορίες ταξιδιωτών σε άλλους χρόνους και καιρούς.

Ένα βράδυ στο παραμύθι θα μπουν −κι έτσι όπως μπήκαν θα μείνουν− ένα ζευγάρι ποδηλατών, που αράζουν κάτω από τα αστέρια, μια αδερφή ψυχή που μαγειρεύει βιταμίνες, που νοιάζεται και φροντίζει, μια ακόμη που φέρνει κρέατα σε μια γιορτή κι ένας ξένος που στην αρχή χαιρετάει με αγκώνα και στο τέλος αποχαιρετάει με αγκαλιά.

Στο παραμύθι, όμως, θα ζούσε και ένας γελαστός, ένας καλόκαρδος γίγαντας, που θα χόρευε, θα τραγούδαγε, θα έπαιζε μουσική, θα έλεγε ιστορίες, αλλά κυρίως θα άνοιγε σ' αυτούς και σ' άλλους πολλούς το σπίτι του και την αγκαλιά του κρατώντας ένα γιουκαλίλι από τη μια κι ένα ποίημα του Νερούδα από την άλλη.

Ίσως για να γεμίσουν οι σελίδες να πρόσθετα και ηλιοβασιλέματα και παραλίες με πετραδάκια σχήματος… καρδιάς, πολλά κοχύλια, μερικά χρόνια πολλά κι ένα ροζ φτερό από φλαμίνγκο. Ένα κάστρο με ελάφια, μια θεατρική παράσταση στην αυλή παλιάς εκκλησίας μέσα σε αγρούς, ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο, μερικές τσιχλόφουσκες από λάβα ηφαιστείου, μια τούρτα γενεθλίων που τρέχει να κρυφτεί και μια βλάβη που δεν πέτυχε τον σκοπό της.

Θα είχα κι έναν σκύλο που μπαίνει σε αυλές κι έναν αχινό που μπαίνει σε πατούσες. Θα έβαζα και έναν τραγουδοποιό που ξεφυτρώνει από κάτι τρύπες, μια αγαπημένη βοηθό και έναν πιανίστα που του αρέσουν οι διαγωνισμοί να στέλνει... άλλους.

Συχνά θα εμφανιζόταν το μαγικό φίλτρο του δρυΐδη Αριστείδη που πίνοντάς το ξεχνάς τ' ασήμαντα που θεωρείς σημαντικά και ζεις μόνο στο τώρα. 

Όλους αυτούς θα τους έβαζα κάτω από μία ακακία σε ένα φλου μέρος ενός φανταστικού χωριού και θα τους πασπάλιζα με μπόλικη σαν πούδρα άμμο.

Θα ήταν ένα παραμύθι για τις έγνοιες που δεν έχω και θα τελείωνε όχι με το «αυτοί ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι για τη συνέχεια...