Οι Ιστοριες σας

Μασκοφόρος κυνηγός

«Με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα. Βούτηξε στο νερό φιλάρεσκα και άρχισε να κολυμπά ξεμακραίνοντας»

A.V. Guest
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE: Ο Θοδωρής Τσάτσος γράφει τη δική του ιστορία για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020

Η Έλλη είχε μια πολύ εξομολογητική διάθεση στο πλοίο, θυμάμαι. Πάντα ήταν ομιλητική, φλύαρη θα έλεγα αν δεν την αγαπούσα τόσο, αλλά σε αυτές τις 4 ώρες ταξιδιού νομίζω πως δεν έμεινε λεπτό σιωπηλή.

Από την καραντίνα είχαμε να βρεθούμε. Αναστέναζαν καθημερινά τα ενσύρματα και ασύρματα μέσα επικοινωνίας βεβαίως, αλλά ο εγκλεισμός είχε αναπόδραστα επιβάλει στην κολλητή μου και εμένα αποστάσεις ασφαλείας. Δεν ξέρω πώς με έπεισε να κάνουμε το ταξίδι για την Αντίπαρο. Δεν με δελέαζε υπερβολικά να ταξιδέψω, να διασκεδάζω και να χαλαρώνω με τη μάσκα και το αντισηπτικό ως απαραίτητα αξεσουάρ. Δέχτηκα όμως.

Το πιτσιρίκι με το χωνάκι που καθόταν κοντά μας στο κατάστρωμα πρέπει να ήταν η αφορμή που άνοιξε τη βαλβίδα των αναμνήσεών της. «Τέτοιο παγωτό έπαιρνα και εγώ στα 5. Πήγαινα στον κύριο Άγγελο απέναντι από το σπίτι μας και του ζητούσα ένα χωνάκι από πάνω Jeison και απο κάτω Tρίνι». «Δεν έβλεπες πάουερ ρέιντζερς εσύ;» ρώτησε βλέποντας το έκπληκτο βλέμμα με το οποίο την κοίταξα.

Έκτοτε πέρασαν τέσσερις ώρες που μου μιλούσε για οτιδήποτε. Δεν ήταν εύκολο να την παρακολουθώ. Την προσοχή μου διασπούσαν ζωηροί καυγάδες για τις μάσκες, ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα και ομιλίες σε διάφορες γλώσσες που βούιζαν τριγύρω μας. Ύστερα μας θυμάμαι πια στο φεριμπότ από Πούντα και από εκεί στη μικρή πλατεία του νησιού που αγαπούσαμε και οι δύο.

Στο καφέ που κάτσαμε για πρωινό κάθονταν απέναντί μας. Την κοίταζε συχνά και έντονα. Λόγω μάσκας, δεν μπορούσε να χαμογελάσει. Αρκέστηκε στο κλείσιμο του ματιού. Εκείνη αδιαφόρησε. Ύστερα να 'τος πάλι στο μαγαζί που τρώγαμε και αργότερα περιπατητής της πλατείας και πιστός μας ακόλουθος. Είχε αρχίσει να γίνεται αμήχανο. Η αδιαφορία της φούντωσε τη βόρεια μαχητική ιδιοσυγκρασία του. Γιατί όντως βόρειος ήταν ο κυνηγός με την υφασμάτινη μάσκα. Αυστριακός. Μας συστήθηκε, κόλλησε δίπλα μας και μας έμπλεξε σε μια βαρετή συζήτηση σε άθλια αγγλικά.

«Θέλω να κάνω μπάνιο γυμνή» ανακοίνωσε ξαφνικά και στους δύο μας η Έλλη με δίγλωσση αποφασιστικότητα. Πριν το καταλάβω βρέθηκα στην απόμερη παραλία των γυμνιστών. Γδύθηκε και μπήκε στο νερό. «Τη μάσκα θα την πάρω μέσα» αναφώνησε γελώντας.

Πριν αφεθώ ολοκληρωτικά στη γλυκιά ψύχρα των νερών, είδα με την άκρη του ματιού τον ακατάβλητο φίλο μας να εφορμά. Νόμιζα πως είχε πια πάρει το μήνυμα και μας είχε τελικά αφήσει ήσυχους. Της τον έδειξα πειρακτικά με το βλέμμα. Έγνεψε στωικά. Μόλις μας ζύγωσε, εκείνη με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί στο στόμα. Βούτηξε στο νερό φιλάρεσκα και άρχισε να κολυμπά ξεμακραίνοντας. Στεκόμασταν εκεί στα ρηχά γυμνοί, μισοβρεγμένοι και αμίλητοι. Ο Μάρκους μου έριξε μια φαρμακερή ματιά και άρχισε ανόρεχτα να βγαίνει από τη θάλασσα.

Ένα χαμόγελο αναδύθηκε τότε στο πρόσωπό μου. Ένιωσα μια απρόσμενη γλύκα για αυτό το εντελώς παράλογο καλοκαίρι που είχε ξημερώσει για όλους. Η ματιά μου έμεινε να χαζεύει την Έλλη που κολυμπούσε χαμογελώντας και εκείνη. Βούτηξα στο νερό με αυτό το χαμόγελο και μια ευχή. Να είμαστε έτσι χαμογελαστοί και όταν τελειώσει.