Eurovoices

Λεηλατημένοι πολιτιστικοί θησαυροί. Κάθε επαναπατρισμός είναι επούλωση μιας πληγής

Ο βανδαλισμός των Γλυπτών του Παρθενώνα παραμένει για περισσότερο από διακόσια χρόνια η αρχετυπική περίπτωση αιτήματος επαναπατρισμού κλαπέντων έργων τέχνης

Σοφία Χηνιάδου Καμπάνη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο, το ζήτημα επαναπατρισμού τους και ο σεβασμός της πολιτιστικής ταυτότητας.

O πολιτισμός συνυπάρχει με τις συγκρούσεις και την επίλυσή τους, συχνά με ανοίκειο και παράδοξο τρόπο. Η αφαίρεση και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς μιας κοινωνίας συνιστά αλλοίωση της ταυτότητάς της.

Η ιστορία της λεηλασίας πολιτιστικών θησαυρών χάνεται στο βάθος χιλιετιών. Απαντάται ίσως για πρώτη φορά με την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος από τον Ιάσωνα και τους Αργοναύτες στη μυθική Κολχίδα. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, οι θριαμβευτές Ρωμαίοι αφαιρούν έργα τέχνης και μνημεία από τις κατακτημένες πόλεις για να τα εκθέσουν ως πολύτιμα λάφυρα στο φόρουμ, αφού έχουν προηγουμένως παρελάσει στους δρόμους της Ρώμης.

Στο Βυζάντιο, οι λεηλατημένοι καλλιτεχνικοί θησαυροί κοσμούν τον Ιππόδρομο ως τρόπαια νίκης. Μετά τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, κατά την τέταρτη σταυροφορία το 1204, οι Σταυροφόροι μετέφεραν τα λάφυρα στη Βενετία. Ανάμεσά τους τα τέσσερα γλυπτά ορειχάλκινα άλογα, τα οποία με ένα μικρό διάλειμμα -από το 1797 έως το 1815 μετά τη βίαιη αφαίρεσή τους από τον Ναπολέοντα και την μεταφορά τους στο Παρίσι- συνεχίζουν να λαμπρύνουν μέχρι τις μέρες μας τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, αποτελώντας το έμβλημα της πόλης.

Στον αρχαίο κόσμο, η λεηλασία πολιτιστικών θησαυρών καταδείκνυε την υπεροχή του κατακτητή, υπογραμμίζοντας την ταπείνωση του ηττημένου. Αργότερα και έως τον 19ο αιώνα, τέτοιες ενέργειες συνοδεύονταν από τον ισχυρισμούς της χώρας που αποκτούσε τους θησαυρούς ότι αυτή είναι η πραγματική κληρονόμος του κλασικού πολιτισμού.

Κατά τις νικηφόρες ναπολεόντειες εκστρατείες μια σειρά συνθηκών με τα κατακτημένα κράτη στην Ευρώπη επέτρεψε τον σφετερισμό έργων τέχνης, τα οποία στη συνέχεια κατέληγαν στο Μουσείο του Λούβρου. Από την εποχή της αποικιοκρατίας έως τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πολεμικές συρράξεις κατέστησαν ευκαιρία για λεηλασίες έργων τέχνης σε μαζική κλίμακα. Οι Ναζί λεηλάτησαν συστηματικά έργα τέχνης από όλη την Ευρώπη. Σήμερα, η παράνομη διακίνηση έργων τέχνης και αρχαιοτήτων είναι τόσο διαδεδομένη όσο η διακίνηση ναρκωτικών και όπλων, ενώ είναι ευρέως γνωστό ότι το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων και έργων τέχνης συνδέεται με το οικονομικό έγκλημα.

Ο βανδαλισμός των Γλυπτών του Παρθενώνα, αυτή η κραυγαλέα πράξη λεηλασίας από τον έβδομο κόμη του Έλγιν, Βρετανό πρεσβευτή στην Οθωμανική αυλή, παραμένει για περισσότερο από διακόσια χρόνια η αρχετυπική περίπτωση αιτήματος επαναπατρισμού κλαπέντων έργων τέχνης.

Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, τα κράτη, μετά τη σύμβαση της Χάγης, υιοθέτησαν νομοθετικά μέσα για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης και την επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που έχουν παρανόμως αφαιρεθεί από τις χώρες προέλευσής τους, ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας για την ενίσχυση της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η διευθέτηση της επιστροφής πολιτιστικών θησαυρών είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσω της διπλωματικής οδού. Τα μουσεία είναι φορείς που αντιπροσωπεύουν τη συμφιλίωση των λαών και την επίλυση των συγκρούσεων και ως τέτοιοι έχουν το καθήκον να ενεργούν με ηθικό τρόπο.

Και ενώ το Βρετανικό Μουσείο αρνείται σθεναρά να επιστρέψει τα γλυπτά του Παρθενώνα -ένα από τα πιο δημοφιλή εκθέματά του- οχυρωμένο πίσω από έναν νόμο του 1963 που απαγορεύει την παραχώρηση αντικειμένων των συλλογών του, προβάλλοντας κατασκευασμένους καινοφανείς ισχυρισμούς περί του παγκόσμιου μουσείου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σπεύδουν η μία μετά την άλλη να ανακοινώσουν πολιτικές για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες καταγωγής τους.

O Εμανουέλ Μακρόν είναι ο πρώτος δυτικός ηγέτης που εκκίνησε συνολική επανεξέταση των λεηλασιών της περιόδου της αποικιοκρατίας. Η Γαλλία επέστρεψε τον περασμένο Οκτώβριο εικοσιέξι αντικείμενα απαράμιλλης αφρικανικής τέχνης στο Μπενίν. Η Γερμανία πρόσφατα υπέγραψε σχετική συμφωνία με την Νιγηρία για την επιστροφή των χάλκινων γλυπτών του Μπενίν. Τον Απρίλιο, το δημοτικό συμβούλιο της Γλασκώβης ψήφισε για την επιστροφή δεκαεπτά χάλκινων αντικειμένων του Μπενίν, ενώ είχαν προηγηθεί τα βρετανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα του Αμπερντίν και του Κέιμπριτζ. Πρόκειται για τα διασημότερα γλυπτά αφρικανικής τέχνης που φιλοτεχνήθηκαν τον 16ο και 17ο αιώνα. Όταν οι Βρετανοί αιματοκύλισαν το βασίλειο του Μπενίν στα τέλη του 19ου αι, μεγάλο μέρος των αρχαιοτήτων μεταφέρθηκαν από το ανάκτορο του Μπενίν στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ τα υπόλοιπα δημοπρατήθηκαν καταλήγοντας σε ευρωπαϊκά κυρίως μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές. Η επιστροφή τους αποτελεί ορόσημο στον μακροχρόνιο αγώνα των αφρικανικών χωρών για την ανάκτηση των λεηλατημένων καλλιτεχνημάτων. Τέλος, η βελγική κυβέρνηση, σε συνέχεια συμφωνίας, επέστρεψε τον Φεβρουάριο στις αρχές του Κονγκό, 84.000 έργα Τέχνης - το 70% της συλλογής του Βασιλικού Μουσείου Κεντρικής Αφρικής που βρίσκεται έξω από τις Βρυξέλλες.

Παρότι οι διεκδικήσεις της αποικιοκρατικής περιόδου διαφέρουν στο ότι η ελληνική πλευρά ζητά την επανένωση των γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών του Παρθενώνα με το ακρωτηριασμένο οικουμενικό μνημείο, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την πίεση που ασκείται, ακόμα και συμβολικά, στο Βρετανικό Μουσείο. 

Κάθε επαναπατρισμός αποτελεί επούλωση μια πληγής. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τη σημασία και τη σπουδαιότητα της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς και τον σεβασμό της πολιτιστικής ταυτότητας παραμένει ένας διαρκής αγώνας, ο οποίος παράλληλα με τη μεθοδική και σταθερή άσκηση πίεσης, τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους διεθνείς οργανισμούς, μπορεί να αποφέρει τους πολυπόθητους καρπούς.