Έλεος
Η ανομία της ελευθερίας
Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ
Στα παράδοξα λόγια των ηρωίδων της, ευάλωτων και παραπλανημένων, στις μισοειπωμένες φράσεις και τους υπαινιγμούς, στις συγκινητικές εξομολογήσεις, αναγνωρίζεις τα σημάδια μιας μεγαλοφυούς γραφής. Η Τόνι Μόρισον, «εθνική συγγραφέας» της Αμερικής, φωτίζει τη μοίρα των προγόνων της, των πρώτων αφροαμερικάνων σκλάβων, αλλά και των πρώτων Ευρωπαίων αποίκων και των γηγενών Ινδιάνων. Έχει τον τρόπο της να το κάνει, γοητευτικό, γενναιόδωρο, ανελέητο, χωρίς τίποτα περιττό να βαραίνει τις σελίδες της, χωρίς ηθικολογίες και συναισθηματισμούς. Με όπλο τη φαντασία και την ποιητική της πένα, με οικονομία στο λόγο και με ιστορικές αναφορές, ζωντανεύει την πολυτάραχη εποχή της μεγάλης ευρωπαϊκής μετανάστευσης στον Νέο Κόσμο.
Βρισκόμαστε στα μέσα του 17ου αιώνα. Στην Ευρώπη οι έντονες θρησκευτικές διαμάχες ήταν η αιτία να ξεσπάσει ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648). Στην Αγγλία η Ένδοξη Επανάσταση του 1688 σηματοδότησε την αρχή του τέλους για την απόλυτη μοναρχία. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν τα πρώτα γραπτά του Διαφωτισμού. Αυτό το μωσαϊκό των συγκρούσεων μεταφέρθηκε στη νέα «γη της επαγγελίας». Άγγλοι, Ολλανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι διαγκωνίζονται για την επέκταση των εδαφών τους, τη διατήρηση του πλούτου και της δύναμης. (Εξαιρετικά κατατοπιστικό επίμετρο της μεταφράστριας Κατερίνας Σχινά για να κατανοήσει ο αναγνώστης τους πολύπλοκους πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων που αναπτύχθηκαν τον 17ο αιώνα –την εποχή του «Ελέους»– και που διαμόρφωσαν τη χώρα, όπως και το πολύπλοκο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο που καθοδηγεί τις εκ πρώτης όψεως παράδοξες συμπεριφορές των ηρώων).
Η Αμερική είναι μια άγρια χώρα όταν καταφτάνουν οι πρώτοι λευκοί Ευρωπαίοι άποικοι (το 1625 οι Ολλανδοί εγκαθίστανται στη Βόρειο Αμερική και ιδρύουν το Νέο Άμστερνταμ - Νέα Υόρκη. Το 1664 οι Άγγλοι την αποσπούν από τους Ολλανδούς). Έρχονται με μοναδικά «δώρα» για τους γηγενείς την ευλογιά και μια σκληρή εκδοχή του Χριστιανισμού, όπου κυριαρχεί ένας «βαρετός και χωρίς φαντασία Θεός». Σε αυτή την εποχή που επικρατεί το χάος κι οι συγκρούσεις για τον Θεό, το βασιλιά και για το ποιος θα επικρατήσει, τοποθετεί τους ήρωές της η Μόρισον. Τον Αγγλοολλανδό τυχοδιώκτη Τζέικομπ Βάαρκ και τις τέσσερις γυναίκες, μια Ινδιάνα, δυο λευκές και μια μαύρη. Όλοι παλεύουν με τη δύσκολη μοίρα του άποικου. Ο Τζέικομπ, που εμπορεύεται ρούμι και αρνείται να εμπλακεί στο εμπόριο σκλάβων, θα δεχτεί να πάρει σπίτι του ένα 16χρονο κορίτσι από την Αφρική που του προσφέρει ένας οφειλέτης για να ξεπληρώσει μέρος του χρέους του. Στην πραγματικότητα είναι η μητέρα του κοριτσιού, σκλάβα σε φυτεία του Μέριλαντ, που τον πιέζει να την αγοράσει για να τη γλιτώσει από χειρότερη κόλαση, αφού «στα μάτια του διακρίνει μια ανθρωπιά». Αλλά και οι λευκοί μοιάζουν να έχουν ξεφύγει από την κόλαση: η άθρησκη Ρεβέκα, η άγνωστη αλλά υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο σύζυγος του Τζέικομπ, μία από τις πρώτες γυναίκες αποίκους η οποία διατηρεί έντονες αναμνήσεις από τη φτώχεια, τη βρομιά, τους δημόσιους απαγχονισμούς στη γενέτειρά της την Αγγλία. Η Λίνα, η ιθαγενής υπηρέτρια που η φυλή της αφανίστηκε από επιδημία, και οι άλλοι ετερόκλητοι πρωταγωνιστές του «Ελέους» προσπαθούν να χτίσουν μια καινούργια ζωή παράλληλα με την οικοδόμηση του καινούργιου έθνους.
Στην εποχή του «Ελέους» η εξολόθρευση των γηγενών κι η εισαγωγή σκλάβων από την Αφρική δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Τους πρώτους Αφρικανούς δεν τους έφεραν σαν σκλάβους αλλά με «σύμβαση υποτέλειας», δηλαδή σαν αμειβόμενους εργάτες που υποχρεώνονταν να παρέχουν εργασία για συγκεκριμένο χρόνο. Τότε περίπου ο Νότος θα ψηφίσει μια σειρά από «άνομους νόμους» που καταργούσαν την απελευθέρωση των μαύρων και έδιναν στους λευκούς το δικαίωμα να τους σκοτώνουν, «διαχωρίζοντας τους λευκούς από όλους τους άλλους για πάντα». Στον Βορρά προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, θρησκευτικοί φανατισμοί και πουριτανισμός, οδηγούν στο κυνήγι «μαγισσών». Όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, οι ήρωες της Μόρισον (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1993) δεν είναι ή άγιοι ή κακοί. Σε αυτή την τραγωδία που λέγεται επιβίωση αυτό που τους κάνει αληθινούς είναι που κάποιοι βρίσκουν τη δύναμη να μην κάνουν κακό όχι από αγάπη ή οικογενειακούς δεσμούς, αλλά από έλεος. Και το πιο παράδοξο, ότι η Αμερική τη δίψα της για ευημερία και ελευθερία την έσβησε στηριζόμενη στην πιο αισχρή μορφή ανελευθερίας, τη δουλεία.