3250-8267.jpg
Μυθιστορημα

Το παιχνίδι του Ντε Νίρο

Αρχές της δεκαετίας του ’80 η Βηρυτός σπαράσσεται από εμφύλιο πόλεμο και συγκρούσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και Άραβες, μία διαμάχη που έχει θρησκευτική βάση, πολλαπλά πολιτικά κίνητρα και κατευθύνεται από δυνάμεις έξω από τον Λίβανο.

Δύο νέα παιδιά, ο Μπασάμ και ο Ζορζ, προσπαθούν να επιβιώσουν παίζοντας με τη φωτιά και το έγκλημα. Ο Μπασάμ δουλεύει στο λιμάνι, σε βαρούλκο, ο Ζορζ σε ένα μαγαζί με μηχανές πόκερ όπου και κλέβουν μαζί λεφτά. Ενίοτε κάνουν και λαθρεμπόριο νοθευμένου αλκοόλ. Ο Μπασάμ δεν έχει πατέρα και ο Ζορζ αγνοεί τον δικό του. Καπνίζουν χασίς, είναι οπλισμένοι και αισθάνονται σαν ήρωες βγαλμένοι από ταινία με συμμορίες του δρόμου. Όχι ότι οι δρόμοι της Βηρυτού δεν είναι κακόφημοι. Σκοτεινιασμένη πόλη, με κομμένο ρεύμα, αμολημένα σκυλιά που αλωνίζουν ανάμεσα σε σωρούς σκουπίδια, διάτρητα κτίρια από σφαίρες, δυσωδία, διαμελισμένες οικογένειες˙ μια διαιρεμένη πολιτεία σε ανατολικό και δυτικό τομέα, χριστιανικό και μουσουλμανικό. Ο Μπασάμ έχει αρμενική καταγωγή και, όπως ο Ζορζ, είναι χριστιανοί. Αυτό ωστόσο δεν έχει εμποδίσει τους χριστιανούς να καταστρέψουν την παραγκούπολη των Κούρδων, ενώ πολλοί νέοι κατατάσσονται στην Εθνοφρουρά που θέλει να εκδιώξει το αραβικό στοιχείο από τον Λίβανο, Σύριους και Παλαιστινίους.    Ο Ζορζ κατατάσσεται στο στρατό και θέλει να παρασύρει και τον παιδικό του φίλο, όμως ο Μπασάμ ονειρεύεται να πετάξει σαν τα πουλιά και να φύγει από τον τραυματισμένο τόπο. «Ήμουνα ένα πλάσμα που έμοιαζε περισσότερο με τα σκυλιά παρά με τους ανθρώπους» μονολογεί καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο τόπος είναι τελειωμένος. «Μια γεύση αρχαίας σκόνης και άπονου χώματος» παντού. Εμπλέκεται στη δολοφονία ενός ανώτατου στελέχους της Εθνοφρουράς και αποφασίζει να δραπετεύσει στη Δύση. Το ταξίδι του, με ένα εμπορικό καράβι, μέχρι τη Μασσαλία μοιάζει με μια μικρή οδύσσεια. Στο μεταξύ πίσω του το Ισραήλ κινείται στα νότια σύνορα και οι χριστιανοί εθνοφρουροί εισβάλλουν στους καταυλισμούς των Παλαιστινίων, Σάμπρα και Σατίλα, και κατασφάζουν γυναικόπαιδα, μια βάρβαρη ενέργεια που θα οδηγήσει, τότε, τον Ζαν Ζενέ στο χώρο της σφαγής και θα γράψει το συγκλονιστικό βιβλίο ο «Αιχμάλωτος του έρωτα».Το μυθιστόρημα του Ράουι Χαζ είναι βαθύτατα πολιτικό, και όχι απλά η ιστορία δύο φίλων σε μια γενικά σπαρασσόμενη από εμφύλιο χώρα. Ο Χαζ αντιστρέφει το κλασικό μοντέλο δύο φίλων σε διαφορετικά στρατόπεδα. Και οι δύο είναι χαμένα κορμιά, είναι χριστιανοί φονιάδες, είναι τυχοδιώκτες που δεν αντιλαμβάνονται ότι δεν παίζουν το παιχνίδι του Ντε Νίρο στον «Ελαφοκυνηγό», με το πιστόλι στον κρόταφο, αλλά συμβάλλουν στην εδραίωση φονικών καθεστώτων, γίνονται υποχείρια μυστικών υπηρεσιών, ξεπουλώντας συνειδήσεις και συναισθήματα.Η πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση του σαρανταπεντάχρονου Λιβανέζου Ράουι Χαζ, που ζει στον Καναδά, εμπνέεται από τον «Ξένο» του Καμί, αφού και ο Μπασάμ το διαβάζει και ταυτίζεται με τον ήρωα. Με σκληρή κοφτή γλώσσα αλλά και ποιητική διάθεση, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα («δέκα χιλιάδες βόμβες έπεφταν γύρω μας») που παραπέμπουν σε αφηγήσεις της Ανατολής δεν είναι τυχαίο ότι έχει κερδίσει πολλά διεθνή βραβεία και ανάμεσά τους το ιρλανδέζικο IMPAC, το πλουσιότερο λογοτεχνικό βραβείο, που είχε ήδη βραβεύσει τον Ορχάν Παμούκ και τη Χέρτα Μίλερ προτού καν τους απονεμηθεί το Νόμπελ Λογοτεχνίας.