Η παρουσία
Συγγραφέας (κι όχι μόνο), έβγαλε πρόσφατα νέο βιβλίο, την «Παρουσία»(εκδ. «Κέδρος»), η οποία έχει προλάβει να ταράξει τα νερά στην κριτική και στα βιβλιοπωλεία. Η A.V. συνάντησε το συγγραφέα και μίλησε μαζί του
Τι είναι η «Παρουσία»; Πρόκειται για μια συλλογή 20 διηγημάτων. Επανέρχομαι στο χώρο του διηγήματος μετά από ένα «αμάρτημα»: το μυθιστόρημα «Οικογενειακές ιστορίες». Πρόκειται για ένα κείμενο που μου επέβαλε, θα έλεγα, τη μορφή του μέσα από τις αφηγηματικές του ανάγκες. Δεν θα επανέλθω σ’ αυτό το είδος... Η μεγάλη φόρμα δεν είναι το στοιχείο μου γιατί δεν πιστεύω στις εκτενείς αφηγήσεις, τις οποίες έχει οικειοποιηθεί το σινεμά πλέον. Εμμένω στην αφαιρετική μορφή, στο «ευσύνοπτον», ει δυνατόν. Η «Παρουσία» προσπαθεί στο μεγαλύτερο μέρος της να δει τα πράγματα «από μέσα προς τα έξω», να υιοθετήσει, δηλαδή, μια οπτική εσωτερική και όχι να μείνει στατικά σε μια επιφάνεια, σε μια εξέλιξη ορατή, η οποία να καταργεί έναν κόσμο αόρατο, ασυνείδητο, πλην κυρίαρχο στη ζωή μας. Η κυρίαρχη τάση στη νεότατη αφήγηση –που δεν είναι σε πολλές της προτάσεις αμελητέα– βρίσκεται στο άλλο άκρο. Εμμένει στην «ιστορία» με τρόπο αλαζονικά περιοριστικό, θέλοντας να μας πείσει ότι δήθεν όλα περικλείονται μέσα σ’ αυτό που αφηγείται, ενώ θα έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι όσα βρίσκονται ενώπιόν μας έχουν πολλές εκδοχές: άρα δεν μπορούμε να μιλάμε για μία ιστορία, αλλά για πολλές ταυτοχρόνως.
Αλλά πρόκειται για αμιγώς διηγήματα; Η συλλογή περιλαμβάνει, εκτός από ελλειπτικά κομμάτια –στα οποία δεν υπάρχει μια ορατή ιστορία, γιατί περιγράφουν ενδότερες καταστάσεις– και άλλα, αφηγηματικά. Θα συναντηθεί κανείς με κείμενα μιμητικά άλλων στιλ, με βάση ένα διακειμενικό παιχνίδι, ή απλώς με ορισμένα που περιορίζονται στην περίληψη του «θέματος», στην «υπόθεση του έργου»: έτσι δεν έγραφαν κάποτε τα προγράμματα των σινεμά, παρουσιάζοντας τα φιλμ; Αυτά τα τελευταία θέλουν να σχολιάσουν το αδιέξοδο των μεγάλων αφηγήσεων, που «τεντώνουν» άδικα μια περιορισμένη ιστορία σε κάτι μεγαλύτερο και περιττό. Κάποτε ένας μοντερνιστής και σκωπτικός συγγραφέας είχε ρωτήσει ένα νεοσσό συνάδελφό του τι γράφει. Εκείνος του είπε το θέμα του μυθιστορήματός του. Τότε ο πρώτος με προσποιητή απορία τον ρώτησε γιατί απασχολείται με το γράψιμο περαιτέρω, αφού του είχε περιγράψει το έργο...
Εδώ και χρόνια συνεργάζεστε με τον ποιητή Κώστα Μαυρουδή στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Το δέντρο». Συνεργαζόμαστε από το 1982. Το περιοδικό πρωτοκυκλοφόρησε το 1978. Έχει γράψει και συνεχίζει να γράφει την ιστορία του με πολλές δυσκολίες, αλλά με αμείωτο το δικό μας ενδιαφέρον για θέματα που μας έχουν σφραγίσει. Μπορούμε να ισχυριζόμαστε αδίστακτα ότι δεν κάναμε παραχωρήσεις σε κελεύσματα της αγοράς. Το «Δέντρο» έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα που προήλθε από την πρόθεσή του να μας εκπροσωπεί και να μη μας αλλοιώνει. Μέσα από τις σελίδες του εκφραζόμαστε χωρίς περιστροφές και κρυψίνοιες. Αυτό σε κάποιο βαθμό μάς έχει κοστίσει επικοινωνιακά, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Το περιοδικό ήταν για μένα ένα μεγάλο φροντιστήριο γραφής, ένα πεδίο συνεχούς άσκησης: μέσα από τα κείμενα των άλλων, τις συζητήσεις με τον Κώστα Μαυρουδή και τους προβληματισμούς μου, έφτασα στο όποιο σημερινό επίπεδο...
Μιλήστε μας λίγο για την κινηματογραφική σας πλευρά. Το σινεμά υπάρχει με τρόπο πολύ φυσικό ως επιρροή σ’ αυτά που γράφω. Η αφαίρεση στην κινηματογραφική έκφραση –που έχει τον πρώτο λόγο σε σκηνοθέτες όπως ο Ταρκόφσκι («Στάλκερ»), ο Ρενέ («Πέρσι στο Μαρίενμπαντ») ή ο πρώιμος Τρίερ («Το στοιχείο του εγκλήματος»)– μου έκανε βαθιά εντύπωση. Και εκεί είδα αποτυπωμένο ένα λόγο που είχε ανάγκη μόνο το ουσιώδες, το απερίφραστο, με την έννοια ότι θεωρούσε περιττή κάθε πολυλογία, αφήνοντας το θεατή να συμπληρώσει αυτός με δική του πρωτοβουλία τα «κενά» της αφήγησης. Δεν ενδιαφέρει το περιπετειώδες της υπόθεσης, αλλά η πνευματικότητα όσων διαδραματίζονται. Το ακριβώς αντίθετο δεν κάνει το χολιγουντιανό σινεμά, που πολλοί οπαδοί της mainstream λογοτεχνίας θαυμάζουν; Εκτός από κάποια θεωρητικά κινηματογραφικά κείμενα που έχω υπογράψει, τελευταία «διεκδικώ» και τον τίτλο του σκηνοθέτη ταινιών μικρού μήκους. Διηγήματά μου έχουν δώσει το υλικό για τα σενάριά τους. Πρόσφατα γύρισα τον «Ευαγγελισμό», ένα φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστεί η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Και η διαδρομή σας στην κριτική; Έχω ασχοληθεί με την κινηματογραφική και λογοτεχνική κριτική, περισσότερο μέσα από την ανάγκη μου να εξωτερικεύσω τις απόψεις μου ως θεατής και αναγνώστης και όχι μέσα από την πρόθεσή μου να διεκδικήσω τη θέση κάποιου τιμητή. Φυσικά και είναι δύσκολη υπόθεση η κριτική: κρίνεσαι με βάση αυτά που κρίνεις, με την έννοια ότι το νέο κείμενο που δημιουργείς είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικό με το κρινόμενο... Δοκιμάστηκα πολλαπλώς μέσα από αυτή τη διαδικασία. Εάν κάποτε, ειδικά στην αρχή, εκφράστηκα απόλυτα και ίσως σκληρά, ας μου καταλογιστεί. Δεν μπόρεσα να αποφύγω απολυτότητες, οι οποίες με οδήγησαν σε αφορισμούς και ισοπεδώσεις. Πάντως δεν μπορώ να πω ότι μετανιώνω για κάποιες αρνήσεις μου, ειδικά όσον αφορά τον ελληνικό χώρο, παρότι δεν έχω μείνει αδιαφοροποίητος. Να προσθέσω ότι με τα χρόνια θα μπορούσα να έχω γίνω πιο πολύ επιεικής και διαλλακτικός, όμως δεν διαπιστώνω μεγάλες αλλαγές στην οπτική μου. Μια ευχάριστη, για μένα, κριτική διαδρομή ήταν αυτή που έκανα στη «Βιβλιοθήκη» της «Ελευθεροτυπίας», επί 11 χρόνια, από το 1978 έως το 2009, γράφοντας για ξένη λογοτεχνία. Σε όσα τότε υπέγραψα δεν θα άλλαζα κεραία.
Εκτός απ’ όλα αυτά, είστε και δάσκαλος. Τι σας έδειξε αυτή η εμπειρία; Έχω διδάξει επί 15 χρόνια Ιστορία Κινηματογράφου και Σενάριο σε ανώτατες, ανώτερες και ιδιωτικές σχολές. Με τους περισσότερους μαθητές μου νομίζω ότι επικοινώνησα, μέσα από μια σχέση –θέλω να πιστεύω– φιλική και όχι αυταρχική. Δεν μου άρεσε το «από καθέδρας», παρότι δεν ήμουν και ο πιο διαλλακτικός καθηγητής που είχαν αντιμετωπίσει ποτέ τα παιδιά. Είχα εμμονές – και καμιά φορά διαπίστωνα ότι δημιουργούσα προβλήματα στην τάξη. Όμως γρήγορα αυτή η εντύπωση κάπως υποχωρούσε, ίσως γιατί ο μαθητής, θέλοντας καλοπροαίρετα να με αθωώσει, έδειχνε να καταλαβαίνει ότι το πείσμα μου προερχόταν από αγάπη γι’ αυτό που υποστήριζα κι όχι από κάποιο σύμπλεγμα. Ήταν όμως έτσι τα πράγματα; Πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος απολογισμός προδίδει και το κέρδος μου σε αυτογνωσία.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Τάσος Γουδέλης είναι ένας πολυσχιδής άνθρωπος; Αν το καλοσκεφτείτε, δεν είμαι πολυσχιδής. Η λογοτεχνία και το σινεμά βρίσκονται πίσω από τις ιδιότητες στις οποίες αναφέρθηκα. Η κριτική, η πεζογραφία, η διδασκαλία ακόμα και η σκηνοθεσία έχουν να κάνουν με τους δύο αυτούς τομείς. Ποτέ δεν συμπάθησα την πολυμέρεια, την πνευματική διάσπαση, τη σπατάλη δυνάμεων σε διαφορετικά μεταξύ τους αντικείμενα. Θέλετε παραδείγματα; Για ποια δεξιότητά τους από τις πολλές θα θυμόμαστε τον Ζαν Κοκτό ή τον Άντι Γουόρχολ; Έμεινε ως μουσικός ο Τσάπλιν ή ως ζωγράφος ο Ελύτης;
«Η Παρουσία», Τάσος Γουδέλης, εκδ. Κέδρος