Εννέα ιστορίες
Ο Σάλιντζερ ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος, κυρίως επειδή ποτέ δεν τον γνώρισε κανείς για να μπορεί να υποστηρίξει το αντίθετο. Χαρακτηριστικά, αν υποψιαζόταν ότι κάπου στο Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια, περιφερόταν κάποιος δημοσιογράφος, θα πέθαινε. (Ο δημοσιογράφος, όχι ο Σάλιντζερ). Δεν είναι εντελώς αλήθεια πάντως ότι δεν μας χώνευε· (όταν λέω «μας» εννοώ εμάς, τους κριτικούς λογοτεχνίας), μερικές κριτικές για τα βιβλία του τού στάθηκαν εξαιρετικό βοήθημα σε κάποιες κρίσεις δυσκοιλιότητας. Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε το 1953, δύο χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του «Φύλακα στη σίκαλη», ενισχύοντας και αυτό με την επιτυχία του την πεποίθηση του Jerome David Salinger ότι η δημοσιότητα ήταν το δεύτερο πράγμα που απεχθανόταν στη ζωή του. Το πρώτο δεν θα το μάθουμε ποτέ, επειδή ακριβώς ποτέ δεν το δημοσιοποίησε.
Πρόκειται για εννέα ιστορίες δημοσιευμένες στα χρόνια 1948 με 1953, στο περιοδικό «New Yorker» – όχι όλες, δύο τις είχαν απορρίψει. Αυτό που με σκοτώνει, όπως θα έλεγε και ο Χόλντεν Κόλφιλντ στον «Φύλακα», σ’ αυτές τις ιστορίες είναι οι διάλογοι. Ο Warhol ή ο David Lynch, ας πούμε, θα πέθαιναν να τους κινηματογραφήσουν. Ειδικά αυτοί ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικες: δεν ακολουθούν το politically correct στερεότυπο του μεγάλου που μαθαίνει από την αθωότητα των παιδιών. Τα παιδιά φέρουν τη φυσική τους α-νοησία και οι ενήλικες τη μηχανική τους νόηση και ό,τι προκύπτει δεν το λες ακριβώς πλατωνικό διάλογο. Είναι μάλλον ένα είδος ζεν επικοινωνίας που αποκαθίσταται ανάμεσα σε δύο ξένους όχι τόσο μεταξύ τους, όσο προς τον κόσμο που τους περιβάλλει. Και όχι πάντα. Δύο τέτοιες συνομιλίες καταλήγουν σε θάνατο. Στο πρώτο διήγημα, «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», και στο τελευταίο, «Τέντι». Και δεν είναι τυχαίο ότι στην πρώτη ιστορία ο μηχανισμός της ενήλικης νόησης στον Σίμορ Γκλας έχει διαταραχθεί και στην τελευταία, αντίστοιχα, η φυσική α-νοησία του παιδιού, του Τέντι, έχει υποκατασταθεί από την υπερφυσική ευφυΐα ενός παιδιού θαύματος. Κάποιοι, δηλαδή, εδώ δεν πληρούν τους όρους του παιχνιδιού της επικοινωνίας όπως έχει στηθεί από το συγγραφέα και αποχωρούν ανεξήγητοι, ανεπίδοτοι και πάντα μοναχικοί. Αυτή η μοναχικότητα τρυπάει σαν σφαίρα και όλα τ’ άλλα διηγήματα ανάμεσα στο πρώτο και το τελευταίο, για να βγει και να χτυπήσει τον αναγνώστη ακριβώς εκεί που φυλάει τις πιο μύχιες αναμνήσεις του. Πρόκειται για εκείνη τη μοναχικότητα που βιώναμε λίγο πολύ ως παιδιά, όταν ανοίγαμε την πόρτα για να βγούμε από την τουαλέτα και αναρωτιόμασταν αν όλα και όλοι εκεί έξω θα εξακολουθούν να είναι στη θέση τους κι εμείς στη δική μας θέση ανάμεσά τους. Είναι μια αλλόκοτη, μοναχική πρόσληψη ενός αλλόκοτου, μοναχικού κόσμου, όπως λαμβάνει χώρα στο κεφάλι ενός μικρού παιδιού. «Μόλις βγω απ’ αυτή την πόρτα, μπορεί να υπάρχω μόνο στο μυαλό όλων των γνωστών μου» λέει ο μικρός Τέντι. Προσυπογράφω. Με την επισήμανση ότι όλο αυτό μπορεί να συμβαίνει και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Για παράδειγμα, ως φρέσκος θεωρητικός λογοτεχνίας, έχω να προτείνω τη θεωρία ότι ο J. D. Salinger δεν υπήρξε ποτέ. Κι αν αυτό ακούγεται κάπως ρηξικέλευθο, υπάρχει και η λιγότερο ακραία εκδοχή ότι δεν υπήρξαμε εμείς. Ποτέ. Εξαιρετική η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, στην παράδοση της Τζένης Μαστοράκη, της οποίας η μετάφραση του «Φύλακα» χρόνια τώρα συντροφεύει γενιές μοναχικών Ελλήνων εφήβων, αλλά και ενηλίκων που «στραβά» ενηλικιώθηκαν.
*Γράφει ο Βασίλης Κατσικονούρης Θεατρικός συγγραφέας - κριτικός λογοτεχνίας - αβάδιστα, στο χώρο σας, όλες τις ώρες